Για να υπάρξει αντιπολίτευση πρέπει η κοινωνία να πιστέψει ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς

Για να υπάρξει αντιπολίτευση πρέπει η κοινωνία να πιστέψει ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς

Εάν κανείς κοιτάξει τις δημοσκοπήσεις θα δει ότι αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι ένα διάχυτο αίτημα αξιόμαχης αντιπολίτευσης και εναλλακτικού δρόμου. Αυτό δείχνουν τα υψηλά ποσοστά δυσαρέσκειας για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και για τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε αυτό παραπέμπει το γεγονός ότι παρά την αναμενόμενη, εξαιτίας της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ, δημοσκοπική άνοδο του ΠΑΣΟΚ δεν αναδεικνύεται ένας ηγεμονικός αντιπολιτευτικός πόλος, διατηρώντας την πολιτική ανισορροπία και την αίσθηση αδιεξόδου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για την πλειοψηφία της κοινωνίας τα πράγματα δεν πάνε στη σωστή κατεύθυνση. Ακόμη χειρότερα: ένας στους δύο αισθάνεται ότι είναι έξω από το κάστρο δηλαδή σε μια συνθήκη επισφάλειας, και αυτή η αίσθηση αφορά τους εργάτες, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους αλλά και σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης.

Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία μας αυτή τη στιγμή γίνεται όλο και πιο άνιση, όλο και πιο ανασφαλής, όλο και πιο αγχωμένη για ένα μέλλον που φαντάζει πιο αβέβαιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο επίκεντρο της αγωνίας της βρίσκεται – και αυτό αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις – η ακρίβεια και συνολικά η οικονομία. Γιατί έχοντας περάσει την πικρή εμπειρία των μνημονίων περίμεναν ότι κάπου τώρα θα μπορούσαν να πουν ότι τα πράγματα πάνε καλά. Όμως, δεν μπορούν να το πουν, γιατί όχι μόνον δεν έχουμε επιστρέψει στα επίπεδα προ των μνημονίων, αλλά η θέση των λαϊκών στρωμάτων συγκριτικά δεν έχει βελτιωθεί.

Γιατί μπορεί να μην είμαστε στην ακραία φτώχεια των μνημονίων και την έκρηξη της ανεργίας, αλλά ο μισθός τελειώνει πριν τελειώσει ο μήνας, η στέγαση γίνεται πραγματικά απλησίαστη σε ορισμένες περιοχές, προοπτική αξιοπρεπούς αμοιβής της εργασίας δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Από κοντά και το γεγονός ότι αντί να ενισχύεται το κοινωνικό κράτος υπονομεύεται όταν πρέπει να πληρώσεις για επεμβάσεις στη δημόσια νοσοκομεία, όταν ελπίδα έχεις μόνο εάν είσαι σε κοντινή απόσταση από νοσοκομείο με ΜΕΘ, όταν αντί να διευρύνεται συρρικνώνεται.

Για να μη μιλήσουμε για το ότι εάν είσαι νέα / νέος με υψηλή εξειδίκευση η μετανάστευση παραμένει μια πολύ θελκτική επιλογή.

Όλα αυτά τροφοδοτούν μια κοινωνική δυσαρέσκεια που είναι ταυτόχρονα διάχυτη και έντονη. Προφανώς παίρνει διάφορες μορφές, από συλλογικές αντιδράσεις, μέχρι εξατομικευμένο θυμό. Αλλά αυτό δεν μειώνει ότι είναι εκεί.

Το πρόβλημα είναι ότι σε αντίθεση με άλλες στιγμές οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι, αλλά δεν βλέπουν προοπτική. Σε άλλες στιγμές, ακόμη και στην αρχή της εφαρμογής των μνημονίων ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν εάν εξεγείρονταν να αλλάξουν τα πράγματα. Όμως, ξέρουμε οδυνηρά ότι αυτό δεν κατέστη δυνατό.

Αυτό σημαίνει ότι σήμερα δεν έχουμε ένα κύμα αγώνων και διεκδικήσεων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για να υπάρξει επιτέλους και αποτελεσματική πολιτική αντιπολίτευση.

Ούτε έχουμε μια κοινωνία όπου με έναν τρόπο τα λαϊκά στρώματα έχουν μια σαφή και εμπεδωμένη πεποίθηση, μια κατεύθυνση για το τι διεκδικούν. Δεν είμαστε, δυστυχώς, σε μια κατάσταση όπως αυτή στη μεταπολίτευση όπου οι άνθρωποι ήξεραν με αρκετή σαφήνεια τι είδους αλλαγή ήθελαν, με αποτέλεσμα όλη τη δυναμική που έφερε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία.

Δεν είμαστε στην Ελλάδα ούτε σε μία κατάσταση όπως αυτή στη Γαλλία όπου εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχουν αλλεπάλληλοι αγώνες που έχουν διαμορφώσει ανάλογη συνείδηση σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί η πίεση από τα κάτω που οδήγησε στη συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου.

Αυτό εξηγεί γιατί σε αυτό το τοπίο στην πραγματικότητα όλοι σκέφτονται τη διαμόρφωση μιας αντιπολίτευσης από τα πάνω, δηλαδή με όρους διεκδίκησης του ρόλου του πολιτικού εκπροσώπου της κοινωνίας. Από τον τρόπο που κινούνται στο ΠΑΣΟΚ θεωρώντας ότι πλέον είναι και λίγο κυβέρνηση ένα αναμονή έως το γεγονός ότι ο Στέφανος Κασσελάκης εξακολουθεί να πιστεύει ότι μπορούσε να είναι αρχηγός όλα παραπέμπουν στην ίδια λογική: Η κοινωνία απλώς περιμένει να μας ακούσει να της πούμε να μας ψηφίσει για να αλλάξουν τα πράγματα.

Όμως, τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι. Δεν λειτουργούσαν ποτέ έτσι, δεν θα λειτουργήσουν ακόμη περισσότερο έτσι στο φόντο μιας κοινωνίας που αυτή τη στιγμή ως μόνο κοινό αφήγημα έχει τη δυσαρέσκεια.

Γι’ αυτό και η πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι να ανασυγκροτηθεί η ίδια η ελπίδα της κοινωνίας. Προφανώς αυτό έχει να κάνει με το ακούσει έναν προγραμματικό πολιτικό λόγο που όντως να μιλάει για την ταμπακέρα, δηλαδή ένα εναλλακτικό παραγωγικό μοντέλο. Όμως, έχει να κάνει και με το εάν θα αποκτήσει ξανά την ενότητά της. Αυτό, βεβαίως, απαιτεί μια άλλη αντίληψη για την πολιτική, διαφορετική από τις ευκολίες της επικοινωνίας, και από τις αυταπάτες που γεννά πολλές φορές η έκθεση στη δημοσιότητα και από το να ακούς τον αντίλαλο της δικής σου φωνής ως απήχηση, αλλά και από τις μηχανορραφίες, τις μικροσυνωμοσίες, τις διαρροές και τις κάθε λογής συγκρούσεις που έχουμε δει το τελευταίο διάστημα και που έχουν συμβάλει στο να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από την πολιτική.

Απαιτεί μια πολιτική που και να έχει να πει κάτι και να κάνει κάτι σε σχέση με τα στρώματα που θέλει να εκπροσωπήσει. Να πατάει, δηλαδή, πάνω στις δικές τους ανάγκες, αγωνίες, και αγώνες. Να βοηθάει, δηλαδή, τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη, να ξαναβρούν τη χαμένη τους μαγκιά.

Αυτή είναι η πρόκληση πάνω στην οποία θα κριθούν όλοι, αυτή είναι η ευθύνη με την οποία καλούνται να αναμετρηθούν.

Loading