Συνέντευξη στην Ελένη-Βασιλική Μπαμπαλιούτα
Ο Άγγελος Συρίγος είναι αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο συγκροτημένες πανεπιστημιακές προσωπικότητες στη χώρα μας, που στο διάβα του έχει θαυμαστές αλλά και ιδεολογικούς αντιπάλους ή, ας πούμε, διαφωνούντες. Είναι διεθνολόγος στο Πάντειο και, παρ’ όλη την επιτυχημένη πορεία του ως καθηγητής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επέλεξε να πολιτευτεί σε αυτές τις εθνικές εκλογές στην Α’ Αθηνών με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Μέσα στο δύσκολο πρόγραμμά του, με ελάχιστες ώρες ξεκούρασης, λίγες ημέρες πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, βρήκε το χρόνο και μας παραχώρησε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Το σημαντικό με τον καθηγητή Συρίγο είναι, ότι δεν ωραιοποιεί τις απόψεις του και δεν ενδιαφέρεται να είναι αρεστός μόνο και μόνο για να κερδίζει θετικές εντυπώσεις. Είναι σταθερός εδώ και χρόνια στα πιστεύω του. Αγαπά την Ελλάδα και το επάγγελμά του και το δείχνει ξεκάθαρα.
Στη συνέντευξή του στην Politik, αναφέρθηκε στα εθνικά λάθη του ΣΥΡΙΖΑ στο Μακεδονικό, το Αλβανικό και το Τουρκικό ζήτημα, τις σχέσεις που θα πρέπει να έχουμε με τη Ρωσία, την Κίνα και τις ΗΠΑ, το πρόβλημα που προέκυψε με το Ιράν και τις ΗΠΑ, το «τρίτο μνημόνιο» και το δημοψήφισμα του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, το 2015, καθώς και στο έντονο πρόβλημα εισροής προσφύγων και μεταναστών στη βόρεια Ελλάδα και στο βόρειο Αιγαίο.
Έχετε μια πετυχημένη πορεία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως καθηγητής στο Πάντειο. Παρ’ όλα αυτά, επιλέγετε να είστε υποψήφιος βουλευτής στην Α’ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία. Πώς λάβατε αυτή την απόφαση και πώς μπορείτε να συνεισφέρετε με τις γνώσεις σας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας μας;
Δεν ξέρετε πόσες φορές άκουσα τη φράση «Πού πας να μπλέξεις με την πολιτική; Εσύ είσαι ένας καταξιωμένος επιστήμονας. Τι θέλεις με αυτούς;». Το ενδιαφέρον είναι ότι προέρχεται από τους ίδιους ανθρώπους που συχνά διαμαρτύρονται λέγοντας ότι δεν ασχολούνται σοβαροί άνθρωποι με την πολιτική. Τα τελευταία χρόνια βλέπω τη χώρα μας να απομακρύνεται από την Ευρώπη και να ακολουθεί μία πορεία που δεν της ταιριάζει. Η ενασχόλησή μου με την ενεργό πολιτική οφείλεται στην επιθυμία μου να συμβάλω στην αλλαγή αυτής της πορείας. Μία συνάδελφος πανεπιστημιακός που εργάζεται στην Αγγλία μού έστειλε το ακόλουθο μήνυμα: «Ελπίζω από την επόμενη Κυριακή να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο και να μπορέσω και εγώ επιτέλους να γυρίσω Ελλάδα». Γι’ αυτό το λόγο ασχολούμαι, για να πάνε τα πράγματα προς το καλύτερο.
Ως διεθνολόγος, σας έχουμε ακούσει πολλές φορές να μιλάτε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας με τους γείτονές της. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και Άμυνας, όπως π.χ. με την Αλβανία, την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία;
Το μεγαλύτερο λάθος της εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε η Συμφωνία των Πρεσπών. Η κυβέρνηση Τσίπρα προχώρησε στη ρύθμιση ενός σοβαρού θέματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αλληθωρίζοντας προς το εσωτερικό. Πίστευε ότι η Συμφωνία θα διασπούσε την αντιπολίτευση. Κάθε φορά που διαπράττουμε αυτό το λάθος, το πληρώνουμε στη συνέχεια. Αντί να εκμεταλλευτούμε τις ευνοϊκές συνθήκες και να λύσουμε το θέμα στο διηνεκές, επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε το επίθετο «μακεδονικός» κατ’ αποκλειστικότητα σε χρήσεις που αφορούν στο γειτονικό μας κράτος. Πολύ απλά δεν διαπραγματευόμασταν επί 28 χρόνια για να καταλήξουμε να αποκαλούμε τους γείτονές μας «Μακεδόνες».
Ως προς την Αλβανία, δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες της συμφωνίας που είχε ετοιμαστεί. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι εάν σεβόταν τις κόκκινες γραμμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Με την Τουρκία δεν υπήρξε σε διμερές επίπεδο κάποια ιδιαίτερη πρόοδος. Θα ήταν άλλωστε δύσκολο με την ηγεσία του Ερντογάν. Τον τελευταίο καιρό προβληματιστήκαμε για τις πολύ συχνές αναφορές Ελλήνων αξιωματούχων που αναφέρονταν σε υποχωρήσεις που πρέπει να κάνουμε έναντι της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο. Η πρόωρη διεξαγωγή των εκλογών εμπόδισε να διαπιστώσουμε τι ακριβώς είχε στο μυαλό της η κυβέρνηση.
Η Κύπρος και η Πορτογαλία βγήκαν σε σχετικά σύντομο χρόνο από τα «Μνημόνια». Στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν αποδέχθηκε ότι υπογράφτηκε συμφωνία με την ονομασία «τρίτο μνημόνιο». Παρ’ όλα αυτά υποστηρίζει πως είναι το κόμμα που έβγαλε τη χώρα από την οικονομική κρίση. Θεωρείτε ότι ο κ. Τσίπρας μετά το δημοψήφισμα του 2015 έπραξε αναλόγως των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων του ελληνικού λαού; Πιστεύετε ότι υπήρχε δόλος ή ειλικρίνεια;
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε αναφέρει σε ανύποπτο χρόνο στη Βουλή την περίφημη φράση «Μπορείτε να μας κατηγορήσετε για αυταπάτες, όχι ότι δεν τηρήσαμε την εντολή και είπαμε ψέματα». Το ερώτημα είναι πόσο στοίχισε στον ελληνικό λαό η συγκεκριμένη «αυταπάτη». Το κακό είναι ότι μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού είχε ανάλογες «αυταπάτες». Θεωρούσαν ότι όλα μπορούν να αλλάξουν «μ’ ένα νόμο, μ’ ένα άρθρο». Τα πράγματα δείχνουν πολύ πιο ώριμα τώρα από πλευράς των πολιτών. Έτσι τουλάχιστον έδειξαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Παρά το σοβαρότατο πλήγμα που υπέστη η ελληνική κοινωνία τα χρόνια της κρίσεως και ακολούθως του οικονομικού μαρασμού, έδειξε μεγάλη ωριμότητα στην ευρωκάλπη. Δεν ίσχυσε το ίδιο για άλλους ευρωπαϊκούς λαούς που δεν πέρασαν από παρόμοια στενωπό. Ως προς το ΣΥΡΙΖΑ, η εκτίμησή μου είναι ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που θα βρεθούν στην αντιπολίτευση, θα ξαναρχίσουν το λαϊκισμό σαν να μην είχαν ποτέ κυβερνήσει τη χώρα.
Στο θέμα του μεταναστευτικού ζητήματος, η χώρα μας δέχθηκε το μεγαλύτερο όγκο εισροής. Σχεδόν όλη η χώρα αλλά κυρίως τα σύνορα της βορείου Ελλάδας και τα νησιά του βορείου Αιγαίου έχουν πληγεί στο κομμάτι του κοινωνικού ιστού και της ασφάλειας, αλλά και στο κομμάτι της τουριστικής κίνησης. Ποιες είναι οι θέσεις σας πάνω σε αυτό το ζήτημα;
Υπάρχουν δύο περίοδοι. Η πρώτη περίοδος αρχίζει με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 2015, και τελειώνει το Μάρτιο του 2016. Είναι η περίοδος που περισσότερα από 1.300.000 άτομα πέρασαν από την Τουρκία στην Ελλάδα. Η δεύτερη περίοδος συνεχίζεται από τότε μέχρι σήμερα. Οι ροές είναι εξαιρετικά χαμηλές στα νησιά. Ενδεικτικά, το 2017 μπήκαν στην Ελλάδα 29.700 άτομα και το 2018 μπήκαν 32.500 άτομα. Εάν συγκριθούν τα συγκεκριμένα στοιχεία με τις ροές όλων των προηγούμενων ετών, θα διαπιστώσουμε ότι είναι οι χαμηλότερες από το 1991! Το πρόβλημα είναι η τραγική διαχείριση στα νησιά. Εκεί θα επικεντρωθούμε. Στόχος είναι να ολοκληρώνονται οι αιτήσεις ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό εντός εξαιρετικά σύντομου χρονικού διαστήματος έξι εβδομάδων, σε κλειστά κέντρα φιλοξενίας. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, δεν θα μένει κανένας στα νησιά. Είτε θα παίρνουν άσυλο και θα έρχονται στην ηπειρωτική Ελλάδα, είτε θα επιστρέφουν στην Τουρκία.
Επί υπουργίας Κοτζιά, πριν από δυο χρόνια δημιουργήθηκε μια σύγχυση στις σχέσεις μας με τη Ρωσία. Πριν γίνει πρωθυπουργός ο κ. Τσίπρας, είχε δώσει την εντύπωση ότι η συνεργασία με τη συγκεκριμένη χώρα θα ήταν στενή. Όλα αυτά άλλαξαν με το πέρασμα αυτής της τετραετίας, δίνοντας περισσότερο βάρος στη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Ποιες κατά τη γνώμη σας θα πρέπει να είναι οι σχέσεις μας με τις δυο χώρες και σε ποιους τομείς αντιστοίχως θα πρέπει να συνεργαστούμε;
Για μικρές και μεσαίες χώρες, όπως η Ελλάδα, υπάρχουν οι στρατηγικοί σύμμαχοι και υπάρχουν και οι χώρες-αντίβαρα. Η Κίνα και η Ρωσία είναι χώρες αντίβαρα. Οι χώρες-αντίβαρα μπορούν να βοηθήσουν σε επιμέρους πολιτικές. Έχουμε επί παραδείγματι την κινεζική επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά. Οι καλές σχέσεις μαζί τους μετριάζουν ακρότητες των στρατηγικών συμμάχων και καθιστούν λιγότερο προβλέψιμη την αντίδραση της μικρής ή μεσαίας χώρας σε εξωτερικές πιέσεις. Οι χώρες-αντίβαρα, όμως, πολύ σπάνια μπορούν να αποτελέσουν τον «άλλο» πόλο και να στηρίξουν μία άλλη στρατηγική συμμαχία. Άλλωστε και οι ίδιες οι χώρες-αντίβαρα σε προσεγγίζουν ως μέρος ενός άλλου συστήματος. Επί παραδείγματι η Κίνα θέλει το λιμάνι του Πειραιά ως είσοδο στην ΕΕ. Εν τέλει τα αντίβαρα είναι αυτό που λέει το όνομά τους. Βοηθούν τις ισορροπίες. Δεν συνιστούν αφ’ εαυτών στρατηγικούς συμμάχους.
Ας μην ξεχνάμε τις κινήσεις στις οποίες είχε προβεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του. Το 1979 επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία και το Πεκίνο. Το άνοιγμα της πόρτας και προς άλλες δυνάμεις, δεν πρέπει να μας δημιουργεί ψευδαισθήσεις νέων στρατηγικών συμμαχιών. Παρά τις σοβαρότατες διαφωνίες για όσα συνέβησαν με το χειρισμό της οικονομικής κρίσεως στην Ελλάδα, τα ζωτικά συμφέροντα της εδαφικής ακεραιότητας και της μακροπρόθεσμης οικονομικής μας ευημερίας συνδέονται με αυτά των συγκεκριμένων συμμάχων. Υπ’ αυτή την έννοια ΕΕ και ΗΠΑ είναι στρατηγικοί σύμμαχοι. Οι ιδιότητες του μέλους στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ αφορούν πρωτίστως την ασφάλεια του ελληνικού λαού σε μία γειτονιά με πολλά προβλήματα.
Με το Ιράν, η Ελλάδα είχε από την αρχαιότητα σχέσεις σύγκρουσης και μετέπειτα σχέσεις στενής φιλίας. Η ΕΕ θέλει να έχει αγαστές σχέσεις με τη συγκεκριμένη χώρα. Όμως οι εξελίξεις με τις ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει σύγχυση και έντονο προβληματισμό. Δεδομένου ότι τόσο η ΕΕ όσο και η χώρα μας είναι φιλικά προσκείμενες στις ΗΠΑ, ποιες θα πρέπει να είναι οι σχέσεις με το Ιράν;
Υπάρχει μια παλιά παροιμία που λέει πως «όταν μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια». Χρειάζεται εξαιρετική προσοχή σε ένα θέμα που απειλεί την παγκόσμια σταθερότητα. Η Ελλάδα δεν έχει λόγους να εμπλακεί άμεσα σε αυτή την κρίση. Ευπρεπή διέξοδο στο πραγματικό πρόβλημα που περιγράφετε προσφέρει η ΕΕ. Η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή γραμμή, βοηθώντας, βεβαίως στο εσωτερικό της ΕΕ στη διαμόρφωση αυτής της γραμμής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Politik” την Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019