Ο Κίμι Ραϊκόνεν μπήκε στο… πάνθεον της Φόρμουλα Ένα το 2007, όταν στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στους οδηγούς. Από τότε διανύει την δική του ξεχωριστή διαδρομή στο πρωτάθλημα, με αποτέλεσμα στον 37ο γύρο του εφετινού ισπανικού γκραν πρι (16/8) να φτάσει τα 83.846 χιλιόμετρα σε αγώνες στη Φόρμουλα Ένα και να γίνει ο οδηγός που έχει διανύσει τα περισσότερα χιλιόμετρα από οποιονδήποτε άλλο «πιλότο». Λεπτομέρεια αποτελεί το γεγονός ότι η συγκεκριμένη απόσταση είναι υπερδιπλάσια από την περιφέρεια της Γης! Πλέον, λίγες ημέρες πριν γιορτάσει τα 41α γενέθλιά του, ο πολύπειρος Φινλανδός ετοιμάζεται να γράψει Ιστορία στη Φόρμουλα Ένα, καθώς με τη συμμετοχή του στο αυριανό (11/10) γκραν πρι του Αϊφελ, το οποίο θα διεξαχθεί στην πίστα του Νίρμπουργκρινγκ, θα φτάσει τις 323 εκκινήσεις στο πρωτάθλημα και θα περάσει στην πρώτη θέση της σχετικής λίστας. Στον αμέσως προηγούμενο αγώνα, το γκραν πρι στο Σότσι της Ρωσίας (27/9), ο Ραϊκόνεν έφτασε τις 322 εκκινήσεις και «έπιασε» τον Βραζιλιάνο Ρούμπενς Μπαρικέλο στην κορυφή.
Ο Κίμι Ματίας Ράικονεν (σύμφωνα με την φινλανδική προφορά) γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1979 στο -προάστιο της πρωτεύουσας Ελσίνκι- Έσποο και πέρασε τα παιδικά χρόνια του σε ένα σπίτι που έχτισε εκεί ο προπάππους του. Οι γονείς του δεν ήταν πλούσιοι, καθώς ο Μάτι εργαζόταν στην κατασκευή δρόμων και η Πάουλα ως υπάλληλος γραφείου. Η εξοχή που περιέβαλλε το σπίτι της οικογένειας Ραϊκόνεν ήταν το ιδανικό «σκηνικό», προκειμένου ο Κίμι και ο -μεγαλύτερος αδελφός του- Ράμι να πάρουν τις πρώτες αγωνιστικές εμπειρίες τους, καβαλώντας μικρού μεγέθους μοτοσικλέτες μότοκρος. Σε ηλικία 10 ετών ο Κίμι άρχισε να «τρέχει» σε αγώνες καρτ, με αποτέλεσμα να αρχίσει η… ραγδαία άνοδός του στον μηχανοκίνητο αθλητισμό (όπως και του Ράμι που έγινε οδηγός ράλι). Παράλληλα, όμως, αυξήθηκαν και οι οικονομικές ανάγκες για την οικογένεια, με αποτέλεσμα ο πατήρ Ραϊκόνεν να εργάζεται τις νύχτες ως οδηγός ταξί και ως προσωπικό ασφαλείας σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, προκειμένου να χρηματοδοτεί τις προσπάθειες του Κίμι στα καρτ.
Στον Κίμι, ο οποίος χρησιμοποιούσε τη σχολική τσάντα του ως έλκηθρο για να κατεβαίνει χιονισμένους λόφους, άρεσαν τα χειμερινά σπορ και ειδικά το χόκεϊ επί πάγου, ωστόσο τελικά το παράτησε, καθώς μισούσε το πρωινό ξύπνημα για να πηγαίνει για προπόνηση νωρίς το πρωί. Στα 16 άφησε το σχολείο και γράφτηκε σε ένα πρόγραμμα μαθημάτων για μηχανικούς, καθώς πίστευε ότι αυτή η δεξιότητα ίσως ήταν ο μοναδικός δρόμος για να συνεχίσει να εμπλέκεται στο μηχανοκίνητο αθλητισμό. Σύντομα, όμως, η εξειδίκευσή του στη μηχανική και η ανάγκη για χρηματοδότηση από την οικογένεια έγιναν… περιττές, καθώς το ταλέντο του Κίμι στην γρήγορη οδήγηση άρχισε να φέρνει χορηγίες.
Μετά από μια σειρά επιτυχιών σε αγώνες καρτ σε Φινλανδία, Σκανδιναβία και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Ραϊκόνεν μεταπήδησε σε αγώνες μονοθεσίων και κατέκτησε τον τίτλο σε δύο πρωταθλήματα Formula Renault που διεξήχθησαν στη Βρετανία. Το φθινόπωρο του 2000, μολονότι είχε «τρέξει» σε μόλις 23 αγώνες με μονοθέσια (στους οποίους είχε πανηγυρίσει 13 νίκες), πήρε μια πρώτη… γεύση από τον κόσμο της Φόρμουλα Ένα, καθώς τον δοκίμασε η ομάδα της Sauber (νυν Alfa Romeo). Το τριήμερο τεστ έλαβε χώρα στην πίστα του Μουτζέλο, δύο ημέρες μετά το ιταλικό γκραν πρι που διεξήχθη στη Μόντσα. Σε αυτό έλαβαν μέρος η Ferrari και η McLaren, προκειμένου να συγκεντρώσουν δεδομένα και να δοκιμάσουν νέα μηχανικά μέρη για τους επόμενους αγώνες, και η Sauber, για να δώσει την ευκαιρία στον Ραϊκόνεν να δείξει τις ικανότητές του. Ο Φινλανδός «έλαμψε» σε αυτές τις δοκιμές, με αποτέλεσμα να αλλάξει για πάντα η ζωή του, αφού εντυπωσίασε όχι μόνο τους ανθρώπους της ελβετικής ομάδας, αλλά και τον Μίκαελ Σουμάχερ, ο οποίος ρώτησε να μάθει ποιος ήταν αυτός ο νέος οδηγός που οδηγούσε τη Sauber. Όταν του είπαν ότι τον έλεγαν Κίμι και ότι πριν από 12 μήνες «έτρεχε» σε αγώνες καρτ, ο Γερμανός απάντησε: «Λοιπόν, θα είναι πολύ, πολύ γρήγορος».
Φυσικό ήταν οι άνθρωποι της Sauber να υπογράψουν τον Κίμι Ραϊκόνεν ως οδηγό αγώνων για το 2001. Το γεγονός ότι διέθετε ελάχιστη εμπειρία «σήκωσε» μεγάλη συζήτηση για το αν άξιζε και το κατά πόσον ήταν έτοιμος να «τρέξει» στην κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Ο Ραϊκόνεν τερμάτισε έβδομος στο εναρκτήριο γκραν πρι της χρονιάς στην Αυστραλία, αλλά μετά τον αγώνα, λόγω τιμωρίας του Ολιβιέ Πανί, ανέβηκε στην έκτη θέση, με αποτέλεσμα να πάρει ένα βαθμό, στο ντεμπούτο του στη Φόρμουλα Ένα. Συγκέντρωσε συνολικά εννέα βαθμούς και κατετάγη δέκατος στους οδηγούς εκείνη τη χρονιά, ωστόσο προσέλκυσε το ενδιαφέρον της McLaren, οι άνθρωποι της οποίας τον έβλεπαν ως τον πιθανό διάδοχο του δις παγκόσμιου πρωταθλητή, Μίκα Χάκινεν. Πάντως, στη μετακίνηση του Ραϊκόνεν στη McLaren ενόψει του 2002 έβαλε το… χεράκι του και ο ίδιος ο Χάκινεν, ο οποίος, πριν αποχωρήσει από την ομάδα, είπε στον γενικό διευθυντή, Ρος Ντένις: «Αν θέλετε να νικήσετε, πάρτε τον Φινλανδό» (“If you want to win, get the Finn”).
Οι πέντε σεζόν του Ραϊκόνεν στη McLaren συνέπεσαν με μια περίοδο που τα μονοθέσιά της δεν είχαν σταθερή απόδοση, ενώ συχνά ήταν αναξιόπιστα. Παρ’ όλα αυτά, κατετάγη δεύτερος στο πρωτάθλημα οδηγών δύο φορές (το 2003 και το 2005), σημείωσε εννέα νίκες και τερμάτισε στην πρώτη τριάδα ενός αγώνα σε 36 γκραν πρι. Μάλιστα, ο Ντένις είναι ο… νονός του Φινλανδού, καθώς αυτός έβγαλε το «παρατσούκλι» Iceman στον Κίμι.
Όπως αναφέρει ο Κάρι Χοτακάινεν στο βιβλίο «Ο άγνωστος Κίμι Ραϊκόνεν», «αυτό δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το μισό αυτού που είναι ο Κίμι, αλλά καθορίζει με ακρίβεια την επαγγελματική ταυτότητά του: προέρχεται από ένα κρύο κλίμα, οδηγεί γρήγορα και μιλάει λίγο. Δεν εξηγεί τίποτα, κάνει τη δουλειά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και μετά προχωρά στον επόμενο αγώνα. Λίγο αργότερα, ο ρόλος συνεπάγεται τη χρήση σκούρων γυαλιών παντού, εκτός από τη βροχή».
Ωστόσο, η ιδιωτική ζωή του ήταν ιδιαίτερα… άστατη και απασχολούσε τα διεθνή ΜΜΕ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ότι ισπανικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν πως ο «Ιπτάμενος Φινλανδός» που αγαπά τη βότκα βρέθηκε να κοιμάται έξω από ένα μπαρ αγκαλιάζοντας ένα φουσκωτό πλαστικό δελφίνι. Επίσης, στο Μονακό ο τηλεοπτικός φακός τον «συνέλαβε» να χοροπηδάει πάνω σε ένα γιότ, όπου ταλαντευόταν σταθερά στο πάνω κατάστρωμα και στη συνέχεια έπεσε σε χαμηλότερο επίπεδο και «προσγειώθηκε» στο κεφάλι του. «Ό,τι κάνω στην ιδιωτική ζωή μου δεν με κάνει να οδηγώ πιο αργά» επέμεινε. Στην πραγματικότητα ο Φινλανδός είχε αποκατασταθεί, αφού το 2004 παντρεύτηκε την Τζένι Ντάλμαν, ένα πανέμορφο μοντέλο από τη Φινλανδία που στο παρελθόν είχε ανακηρυχθεί Μις Σκανδιναβία (σ.σ. πήραν διαζύγιο το 2014).
Το 2007 μεταπήδησε στη Ferrari, οι άνθρωποι της οποίας τον επέλεξαν για να καλύψει το μεγάλο κενό που άφησε ο επτάκις παγκόσμιος πρωταθλητής, Μίκαελ Σουμάχερ. Το ξεκίνημά του στους «κόκκινους» ήταν ιδανικό, καθώς πρώτευσε στο γκραν πρι της Αυστραλίας, με το οποίο «άνοιξε η αυλαία» της σεζόν. Μέχρι τον προτελευταίο αγώνα της χρονιάς είχε σημειώσει πέντε νίκες και ήταν τρίτος στην κατάταξη πίσω από το δίδυμο της McLaren. Ο δις παγκόσμιος πρωταθλητής, Φερνάντο Αλόνσο, και ο ρούκι Λιούις Χάμιλτον που σημείωνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο μετρούσαν από τέσσερις νίκες ο καθένας. Στον τελευταίο αγώνα της σεζόν, στη Βραζιλία, ο Ραϊκόνεν πήρε τη νίκη και κατέκτησε τον τίτλο στους οδηγούς για ένα βαθμό (σ.σ. ο Φινλανδός συγκέντρωσε 110 βαθμούς, την ώρα που οι οδηγοί της McLaren μετρούσαν από 109 έκαστος).
Στο βάθρο του αγώνα στο Ιντερλάγκος ο -συνήθως λιγομίλητος- νέος παγκόσμιος πρωταθλητής έσπασε τη σιωπή του και έβγαλε… λόγο, δηλώνοντας: «Είμαι πολύ χαρούμενος. Ήρθα σχεδόν από το πουθενά, αλλά η οικογένεια, οι φίλοι και οι χορηγοί μου με βοήθησαν να φτάσω εδώ. Ο κόσμος πιθανότατα θα με κοιτάζει διαφορετικά και θα φτιάχνει ιστορίες για μένα. Όμως, θα ζήσω τη ζωή μου όπως θέλω».
Στις επόμενες δύο σεζόν του με τη «σκουντερία» τα αποτελέσματά του δεν ήταν τόσο καλά και στο τέλος του 2009 η Ferrari του πρότεινε να εξαγοράσει τον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του, προκειμένου να δημιουργηθεί… χώρος για τον Φερνάντο Αλόνσο. Δεδομένου ότι δεν του έγινε κάποια πρόταση για να οδηγήσει ένα μονοθέσιο που θα μπορούσε να του χαρίσει νίκες, πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια «τρέχοντας» στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι (WRC). Όμως, στο WRC δεν βρήκε το… υποκατάστατο που ζητούσε κι επέστρεψε το 2012 στη Φόρμουλα Ένα για λογαριασμό της Lotus.
Η επιστροφή του στέφθηκε από επιτυχία. Κατετάγη τρίτος στη βαθμολογία των οδηγών, ενώ οδήγησε τη Lotus στην τέταρτη θέση στο πρωτάθλημα κατασκευαστών. Ήταν ο μόνος οδηγός που ολοκλήρωσε και τους 20 αγώνες της χρονιάς, ενώ πανηγύρισε μια νίκη που έμεινε… αξέχαστη στους οπαδούς του Ραϊκόνεν και της Φόρμουλα Ένα. Καθ’ οδόν για την επιτυχία του στο Αμπου Ντάμπι, ο Iceman εκνευρίστηκε από τις οδηγίες που του έδινε ο ανήσυχος μηχανικός αγώνα του και τον έκανε να… σωπάσει με μια φράση που πέρασε στην Ιστορία του πρωταθλήματος: «Άσε με ήσυχο, ξέρω τι κάνω»!
Ο Κίμι συνέχισε να ξέρει τι κάνει, καθώς πήρε τη νίκη στον πρώτο αγώνα του 2013, τερμάτισε δεύτερος σε άλλους έξι και συγκέντρωσε αρκετούς βαθμούς για να καταταγεί πέμπτος στους οδηγούς, μολονότι έχασε τα τελευταία δύο γκραν πρι, προκειμένου να υποβληθεί σε επέμβαση για να αντιμετωπίσει έναν τραυματισμό στη μέση. Στη συνέχεια, ανακοίνωσε ότι φεύγει από τη Lotus και πως το 2014 επιστρέφει στην ομάδα, με την οποία στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 2007, στη Ferrari.
Η επιστροφή του στη «σκουντερία» δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους… οιωνούς, καθώς ο Φερνάντο Αλόνσο τελείωσε τη χρονιά έχοντας συγκεντρώσει σχεδόν τριπλάσιους βαθμούς (σ.σ. 161 έναντι 55). Ο Ραϊκόνεν απέδωσε τα χειρότερα αποτελέσματα της καριέρας του στην αδυναμία να αλλάξει τον τρόπο χειρισμού του μονοθεσίου, προκειμένου αυτός να ταιριάζει στο οδηγικό στιλ του. Την άποψή του συμμερίζονταν και οι άνθρωποι της Ferrari και τον κράτησαν για το 2015.
Αυτή τη σεζόν σπάνια τα πράγματα πήγαν όπως τα ήθελε ο Ραϊκόνεν, με αποτέλεσμα να τελειώσει τη χρονιά στην τέταρτη θέση της κατάταξης των οδηγών, πολύ μακριά από τον νέο «ομόσταυλό» του, τον Γερμανό τετράκις παγκόσμιο πρωταθλητή, Σεμπάστιαν Φέτελ. Όμως, η Ferrari ανανέωσε το συμβόλαιό του και το 2016, παραμένοντας χαλαρός εν μέσω του χάους που ενοχλούσε τον Φέτελ και ανανεωμένος από την επέκταση της συνεργασίας του για το 2017, ήταν συχνά η βασική απειλή των «κόκκινων».
Ο Ραϊκόνεν συνέχισε και το 2017 να εκτελεί το ρόλο του ως «Νο 2» πίσω από τον Φέτελ, αλλά κατετάγη τέταρτος στο πρωτάθλημα των οδηγών και με τους 205 βαθμούς που συγκέντρωσε βοήθησε τη Ferrari να εξασφαλίσει την δεύτερη θέση στους κατασκευαστές. Για τη συμβολή του, η ιταλική ομάδα του επέκτεινε γι’ ακόμη ένα χρόνο το συμβόλαιο.
Το 2018 κατέκτησε την τρίτη θέση στο πρωτάθλημα οδηγών, καθώς συγκέντρωνε τακτικά βαθμούς (σ.σ. πλασαρίστηκε στην πρώτη τριάδα ενός αγώνα σε 12 γκραν πρι, ενώ πανηγύρισε την 21η νίκη της καριέρας του στο Όστιν των ΗΠΑ), με αποτέλεσμα να είναι ένα φωτεινό σημείο σε μια κακή χρονιά για τη Ferrari, της οποίας παραμένει μέχρι σήμερα ο τελευταίος οδηγός που στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής. Συνέχισε να απολαμβάνει τη δημοτικότητά του με τους φιλάθλους του, ένας από τους οποίους ήταν ο Φέτελ, ο οποίος χαρακτήρισε τον Κίμι ως τον καλύτερο «ομόσταυλο» που είχε ποτέ.
Ο Ραϊκόνεν ήταν πια χαρούμενος άνθρωπος, καθώς άφησε την… άστατη και εργένικη ζωή και ανέλαβε το ρόλο του επικεφαλής μιας ωραίας οικογένειας, την οποία συνθέτουν η σύζυγος Μίντου (σ.σ. παντρεύτηκαν το 2016), ο 5χρονος Ρόμπιν και η 3χρονη Ριάνα. Ωστόσο, αγαπούσε ακόμη τους αγώνες και, παρότι βρισκόταν στην ηλικία των 39 ετών, ήταν πολυεκατομμυριούχος και θα μπορούσε να αποσυρθεί στα πολυτελή κτήματά του σε Ελβετία και Φινλανδία, υπέγραψε διετές συμβόλαιο συνεργασίας με τη Sauber και επέστρεψε εκεί, όπου άρχισε η… περιπέτειά του στον κόσμο της Φόρμουλα Ένα.
Το 2019 ο Κίμι αποτέλεσε την «αιχμή του δόρατος» για την Alfa Romeo (πρώην Sauber), καθώς, αν και ήταν ο γηραιότερος οδηγός στο πρωτάθλημα, απέδειξε ότι είχε το κίνητρο συγκεντρώνοντας τους 43 από τους 57 βαθμούς της ομάδας και επικρατώντας στη «μάχη» με τον -κατά 15 χρόνια νεώτερο- «ομόσταυλό» του, Αντόνιο Τζιοβινάτσι.
Ο Ραϊκόνεν έχει… ταιριάξει με το περιβάλλον της ελβετικής ομάδας, στην οποία δεν υπάρχει η πίεση σε σχέση με τις μεγάλες ομάδες, ενώ τον ευνοεί και το ότι ζει κοντά στη «βάση» της Alfa Romeo. Έτσι, μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην οικογένειά του, καθώς φαίνεται από το βιβλίο για τη ζωή του ότι προτιμά να περνάει χρόνο με τα παιδιά του, αφού το να βρίσκεται 140 ημέρες το χρόνο μακριά τους δεν είναι ιδανικό.
«Θα ήθελα απλά να είμαι εκεί, να είμαι σπίτι» λέει ο Κίμι στο βιβλίο και προσθέτει ανάμεσα σε άλλα: «Αυτό είναι το πιο σημαντικό, όχι το τι κάνω με τα παιδιά».
Εφόσον, λοιπόν, ο Φινλανδός έχει… τακτοποιήσει την προσωπική και οικογενειακή ζωή του και συνεχίζει να του αρέσει η Φόρμουλα Ένα, εν μέσω της φημολογίας που έχει αναπτυχθεί γύρω από το αν θα συνεχίσει ή όχι στο πρωτάθλημα, δεν αποκλείεται και την επόμενη χρονιά να «τρέχει» στην κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού…
Δημήτρης Κοντογεώργος