«Νέο κρασί σε παλιό ασκό» χαρακτηρίζουν κάποιοι ειδικοί τη νέα έκθεση του πρώην προεδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, για την οικονομική πολιτική του μπλοκ, λοιδορώντας την εμμονή για… «ανταγωνιστικότητα». Γιατί όμως; Πρόσφατα, στις 9 Σεπτεμβρίου 2024, ο Μάριο Ντράγκι, έθεσε με έκθεσή του, για άλλη μια φορά στο επίκεντρο της χάραξης οικονομικής πολιτικής την ευρωπαϊκή «ανταγωνιστικότητα». Η έκθεσή του παρέχει άφθονα στοιχεία για το γεγονός ότι η οικονομία της ΕΕ υστερεί έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας όσον αφορά τις προηγμένες τεχνολογίες.
Οι μεγάλοι «ένοχοι» για το κενό καινοτομίας, σύμφωνα με τον Ιταλό ειδικό, είναι: η υπερβολική «γραφειοκρατία», που πρέπει να διορθωθεί με λιγότερους, απλούστερους κανονισμούς και μείωση λογοδοσίας εταιρειών, στην έλλειψη χρηματοδότησης, λόγω των κατακερματισμένων και υπερβολικά ρυθμιζόμενων κεφαλαιαγορών, γι΄ αυτό προτείνει επενδυτικό πρόγραμμα 800 δισ. ευρώ ετησίως, και στις αδύναμες ψηφιακές δεξιότητες του εργατικού δυναμικού. Ένα θετικό στην έκθεση είναι ότι προσδιορίζει την αύξηση της παραγωγικότητας στην ΕΕ ως τον πιο σημαντικό μοχλό μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και αύξησης του βιοτικού επιπέδου. Απορρίπτει μάλιστα, ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος που βασίζεται στα εμπορικά πλεονάσματα και τη μείωση του μισθολογικού κόστους.
Ωστόσο, Αυστριακοί ειδικοί αναρωτιούνται γιατί τότε η έκθεση επεκτείνει την «επικίνδυνη εμμονή» με έναν τόσο διφορούμενο όρο, όπως «ανταγωνιστικότητα» αντί να ονομαστεί η νέα ευρωπαϊκή ατζέντα «παραγωγικότητας και ανάπτυξης»; Με ανάλυσή τους στο Social Europe, οι Βέρνερ Ράζα (Αυστριακό ίδρυμα έρευνας για τη Διεθνή Ανάπτυξη), Μίκαελ Έρτλ (αυστριακό ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργασίας), Μίκαελ Σόντερ (Πανεπιστήμιο Βιέννης) δεν κρύβουν τον έντονο προβληματισμό τους για μια σημαντική έκθεση που όπως λένε «δείχνει την έλλειψη φαντασίας και θάρρους που επιδεικνύει η πολιτική ελίτ της ΕΕ στην αντιμετώπιση της τρέχουσας πραγματικότητας».
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν είχε εντοπίσει την πλάνη να πιστεύει κανείς ότι οι χώρες θα μπορούσαν να «ανταγωνίζονται» μεταξύ τους ωσάν εταιρείες. Ακόμα και η ίδια η έκθεση Ντράγκι παραδέχεται ότι το προηγούμενο εγχείρημα για ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, «στρατηγική της Λισαβόνας» το 2000, είχε μέτρια αποτελέσματα. Τότε, οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν υποσχεθεί να κάνουν την ΕΕ «την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο». Ήταν μια στρατηγική συνδεδεμένη με νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις βασισμένες στην «ευελιξία» της αγοράς εργασίας, την απορρύθμιση και την «απελευθέρωση».
Εν τούτοις, οι τρεις ειδικοί υπενθυμίζουν ότι το 1994 ο Πωλ Κρούγκμαν είχε εντοπίσει την πλάνη να πιστεύει κανείς ότι οι χώρες θα μπορούσαν να «ανταγωνίζονται» μεταξύ τους σαν εταιρείες. Όπως αναφέρουν, η έκθεση εστιάζει στη βελτίωση των επιχειρηματικών συνθηκών και αγνοεί άλλους κρίσιμους παράγοντες που οδηγούν την παραγωγικότητα, όπως οι συνθήκες εργασίας και οι μισθοί. Οι τρεις ειδικοί θέτουν και ζήτημα δημοκρατικότητας των προτάσεων Ντράγκι, αναφέροντας ότι οι προτεινόμενοι περιορισμοί σχετικά με τη ρύθμιση και η έκκληση για ομοιόμορφη εφαρμογή από τα κράτη μέλη θα υπονόμευαν την αποτελεσματική εθνική εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας της ΕΕ, όπως αυτή για την εταιρική κοινωνική δέουσα επιμέλεια.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της επιδιωκόμενης επένδυσης, η έκθεση αναγνωρίζει την έλλειψη κεφαλαίων στην ΕΕ, αλλά παραλείπει τα υποκείμενα προβλήματα. «Κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, ένα μακροοικονομικό πλαίσιο που επικεντρώνεται στη σταθερότητα των τιμών και τη δημοσιονομική λιτότητα περιόρισε τις δημόσιες επενδύσεις – αναμφισβήτητα τον πιο σημαντικό παράγοντα πίσω από τις θλιβερές επενδυτικές επιδόσεις της ΕΕ, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα» αναφέρουν στην ανάλυσή τους.
Οι τρεις ειδικοί απορούν όμως πώς θα βρει ο Ντράγκι τα 800 δισ. για το επενδυτικό πρόγραμμα, καθώς ένας αυξημένος προϋπολογισμός της ΕΕ αποτελεί ανάθεμα για ισχυρά κράτη μέλη όπως η Γερμανία. Στο πλαίσιο της εστίασης της «ανταγωνιστικότητας» στην εξωτερική πολιτική του μπλοκ, η έκθεση απαιτεί μια πιο «διεκδικητική» εμπορική πολιτική για την επιδίωξη της οικονομικής ασφάλειας. Δεδομένου του πολέμου στην Ουκρανία, υποστηρίζει μάλιστα ένα ευρωπαϊκό στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα, μέσω κοινοτικών στρατιωτικών προμηθειών και ενός πακέτου αμυντικών επενδύσεων 500 δισ. ευρώ.
Βέβαια, μια τέτοια πρόταση, σύμφωνα με τους τρεις ειδικούς, υπερεκτιμά κατάφωρα τη διεθνή επιρροή της ΕΕ. «Αν μη τι άλλο, η «στρατηγική του αυτονομία» έχει υποχωρήσει» λένε. «Η υλοποίηση της ατζέντας της ΕΕ για την απαλλαγή από τον άνθρακα θα είναι αδύνατη χωρίς κρίσιμες πρώτες ύλες και πράσινες τεχνολογίες από την Κίνα, η οποία είναι επίσης η πιο σημαντική αγορά για πολλά προϊόντα της ΕΕ». Επιπλέον, ακόμα και οι προτάσεις του Ντράγκι για προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες με χώρες του Νότου πλούσιες σε πόρους για να αγοράσει την καλή θέληση των κυβερνήσεων «μυρίζει νεοαποικιοκρατία».
Όσον αφορά την αμυντική πολιτική, οι Ράζα, Έρτλ και Σόντερ, λένε πως χάρη στην επανεισαγωγή των (αναθεωρημένων) δημοσιονομικών κανόνων μετά την πανδημία, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα προχωρήσουν σε έναν άλλο γύρο λιτότητας τα επόμενα χρόνια. Έτσι, οποιοσδήποτε «στρατιωτικός κεϋνσιανισμός» είναι απλώς από τα χαρτιά. Η ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικού-βιομηχανικού τομέα θα παρεμποδιστεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεδομένης της «βαθιάς ρήξης» μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και της βαθιάς αντιπάθειας μιας ανερχόμενης ακροδεξιάς στην Ευρώπη για οποιαδήποτε μεταφορά εξουσίας σε υπερεθνικό επίπεδο.
Η ατζέντα του Ντράγκι για διαρθρωτικές αλλαγές θα δημιουργούσε αναγκαστικά νικητές και ηττημένους, λένε οι ειδικοί. Η αποδοχή της θα εξαρτηθεί καθοριστικά από τις διανεμητικές επιπτώσεις ενώ η έκθεση δεν κάνει καμία προσπάθεια να συμβιβάσει την ανταγωνιστικότητα και αυτήν την κοινωνική διάσταση. Ως εκ τούτου, αποδέχεται σιωπηρά τη διάχυση του πλούτου προς τα κάτω, δηλαδή, όσο πιο καλά τα πάνε οι πλούσιοι, τόσο καλύτερα θα πηγαίνουν και όλοι οι άλλοι. Ενώ η έκθεση προτείνει το μεγαλύτερο επενδυτικό πρόγραμμα στην ιστορία της ΕΕ, απουσιάζουν οι κοινωνικοί όροι που απαιτούνται για να διασφαλιστεί ότι τα οφέλη θα κατανεμηθούν δίκαια.
Οι περιβαλλοντικοί στόχοι παραμένουν στο περιθώριο, με μερική εξαίρεση της ατζέντας για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές. «Στην αδιάλλακτη εστίασή της στην ανάπτυξη, η έκθεση δεν αντιμετωπίζει με κανέναν ουσιαστικό τρόπο την πρόκληση της αποσύνδεσης αυτής από την κατανάλωση ενέργειας και πόρων, εκτός από μερικές επιφανειακές αναφορές στην κυκλική οικονομία». Συνολικά, οι Ράζα, Έρτλ, Σόντερ καταλήγουν ότι, αν και η έκθεση περιέχει ενδιαφέρουσες αναλύσεις για ένα ευρύ φάσμα βιομηχανιών και ορισμένες επίκαιρες προτάσεις πολιτικής, δεν παρέχει ένα πειστικό πακέτο για την αντιμετώπιση των βασικών προκλήσεων της εποχής μας.