Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα που ενοχλούσε μπορούσε να μεταφερθεί σε μια τρίτη χώρα, συχνά με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής. Αυτή η πρακτική δημιουργεί σοβαρή γεωπολιτική εξάρτηση από συγκεκριμένες χώρες, τόσο για αγαθά όσο και για πρώτες ύλες.
Μάλιστα, η Ευρώπη συνειδητοποίησε ότι η πραγματική εξάρτηση από τις στρατηγικές πρώτες ύλες είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι παραδέχεται. Από τις 34 κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες, η παραγωγή των 26 ελέγχεται από την διευρυμένη ομάδα των BRICS, με την ομάδα αυτή να ελέγχει άμεσα και έμμεσα πάνω από 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής. Η Ευρώπη επιθυμεί να αυξήσει την εξορυκτική δραστηριότητα, γεγονός που θα προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις.
Το ζήτημα της κοινωνικής άδειας επαναφέρεται στην επικαιρότητα. Η κοινωνική άδεια δραστηριοποίησης είναι η άδεια που χορηγείται από την κοινωνία για την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας, και ενώ είναι κοινά αποδεκτό ότι ισχύει σε οργανωμένες κοινωνίες, οι ορισμοί της διαφέρουν. Είναι αναγκαίο να αναλυθεί ποια τμήματα της κοινωνίας θα χορηγήσουν αυτή την άδεια και με ποιες διαδικασίες.
Η διαδικασία χορήγησης της κοινωνικής άδειας θα πρέπει να περιλαμβάνει κριτήρια και προδιαγραφές για τη δραστηριότητα που θα ασκηθεί. Η αθέτηση αυτής της διαδικασίας μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις, οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν από την αυθόρμητη αντίδραση των πολιτών ή από επαγγελματίες που δημιουργούν προβλήματα.
Η ανάγκη για διαφάνεια και ανοιχτό διάλογο είναι κρίσιμη, καθώς η κοινωνία απαιτεί εχέγγυα για τη τήρηση των νόμων και των κανόνων. Η αποδοχή από την κοινωνία δραστηριοτήτων που μπορεί να προκαλούν ανησυχία προϋποθέτει γνώση και κοινωνική παιδεία.
Η πολιτεία έχει επίσης την ευθύνη να πείσει τους πολίτες ότι οι ισχύοντες κανόνες θα γίνονται σεβαστοί από όλους, ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκαιο και ισότιμο περιβάλλον.