Διεθνές Συνέδριο για τις Γλωσσικές Επαφές στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία

Διεθνές Συνέδριο για τις Γλωσσικές Επαφές στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία

Δίλαλοι ελληνο-αλβανόφωνοι Βορειοηπειρώτες στην Ελλάδα της δεκαετίας του ΄90, “ιδιότυπα” και με πολύγλωσσες ρίζες (ελληνικά, αραβικά, γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά) των Αιγυπτιωτών Ελλήνων, σλαβικά τοπωνύμια (αλλά και λέξεις της καθημερινότητας στη μεταβυζαντινή Ακαρνανία (μετά τον 6ο μ.Χ αιώνα μέχρι και σήμερα), Ελληνο-τουρκικά Καραμανλίδικα, ελληνικό συντακτικό και ελληνικά γράμματα σε τούρκικο κείμενο (σε “ιδίωμα” της Καππαδοκίας), Ελληνο-Καναδέζικα των μεταναστών… βουλγάρικες διάλεκτοι στην Αλβανία, Αλβανικές στη Βουλγαρία, τουρκικές επιρροές στις καυκάσιες γλώσσες,…
Την επαφή και την αλληλεπίδραση ανά τους αιώνες των γλωσσών στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία, με ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση μεταξύ ελληνικών και άλλων γλωσσών στις περιοχές αυτές και τη διαχρονική και διατοπική μελέτη της ελληνικής γλώσσας διερευνά το  Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη) του Α.Π.Θ  στις τριήμερες εργασίες του “2ου  Διεθνούς Συνεδρίου για τις Γλωσσικές Επαφές στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία” που ξεκινά σήμερα στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη.
Στο Συνέδριο έχουν προσκληθεί ως κύριοι ομιλητές, οι καθηγητές Petya Assenova (University of Sofia) και Bernt Brendemoen (Universitetet i Oslo), κορυφαίοι μελετητές ζητημάτων που σχετίζονται με τις Γλωσσικές Επαφές στις περιοχές που αποτελούν το αντικείμενο του Συνεδρίου.
“Η απόφαση να διοργανώσουμε ένα συνέδριο αφιερωμένο στις γλωσσικές επαφές στα Βαλκάνια και στη Μ. Ασία οφείλεται στη διαπίστωση ότι οι εργασίες που ερευνούν τις επαφές στις δύο περιοχές συνήθως κινούνται ανεξάρτητα και χωρίς να επωφελούνται αμοιβαία από τα συμπεράσματα και τα επιτεύγματα των ερευνών στην καθεμιά από αυτές, αν και οι δύο βασικές γλώσσες επαφής είναι οι ίδιες (ελληνική και τουρκική) και το ιστορικό πλαίσιο είναι σε σημαντικό βαθμό ενιαίο” σημειώνουν οι διοργανωτές.

-Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα απο τις γλωσσικές επαφές (είτε τα προηγούμενα χρόνια είτε τα σύγχρονα με την “αναγκαστική συνύπαρξη” στον ελληνικό χώρο με πολίτες άλλων εθνοτήτων και γλωσσών);

-“Η επαφή της ελληνικής γλώσσας με άλλες γλώσσες από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα ουδέποτε έθεσε σε κίνδυνο την ελληνική γλώσσα. Μάλλον την εμπλουτίζει -πάντα την εμπλούτιζε – παρέχοντας της καινούργια στοιχεία. Αντιθέτως η ελληνική είναι η γλώσσα που επηρέασε άλλες γλώσσες και την εξέλιξη τους ως “γλώσσα κύρους” -είτε αυτό γινόταν κατά την Βυζαντινή περίοδο είτε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας . Οι άλλοι ήθελαν να τη μιμηθούν καθώς οι Έλληνες ήταν συνήθως υψηλότερου πνευματικού θρησκευτικού – πολιτισμικού επιπέδου. Η ελληνική γλώσσα και επηρέασε και επηρεάστηκε, όμως, ως γλώσσα με μεγαλύτερο κύρος σε μεγάλο χρονικό διάστημα της ιστορίας της, είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει περισσότερο και να δημιουργήσει γλωσσικές καταστάσεις, όπως αυτό που ονομάζουμε “Sprachbund” (δέσμη γλωσσών, γλωσσική ένωση)”, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορικής Γλωσσολογίας του Α.Π.Θ., διευθυντής του διοργανωτή φορέα (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – “Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη”) και μέλος της Οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, Γεώργιος Παπαναστασίου.

– Και ποιός είναι ο πλέον…σημαντικός “εταίρος” στη διαμόρφωση της νέας ελληνικής γλώσσας; (σλαβική γλώσσα, λατινικά, τουρκικά;)

“…Είναι η τουρκική γλώσσα. Λόγω της τετράκις αιωνόβιας συνύπαρξης αλλά και της γεωγραφικής της επέκτασης (η οθωμανική αυτοκρατορία και η τουρκική γλώσσα έφτασε σε κάθε σημείο των ελληνόφωνων περιοχών -εκτός απ τα Επτάνησα ενώ οι σλαβικές γλώσσες περιορίστηκαν στον κεντρικό κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας” σημειώνει ο κ.Παπαναστασίου.

Τα “Αιγυπτιώτικα”, τα “ελληνικά των Βορειοηπειρωτών” και οι “Κουτσόβλαχοι του βάλτου…” (bolto)

Τα λεγόμενα “αιγυπτιώτικα” – μια από τις πολλές γλωσσικές ποικιλίες που δημιουργήθηκαν από την εγκατάσταση Ελλήνων σε έδαφος μη ελληνόφωνων κατοίκων, παρουσιάζουν σε σχέση με άλλες ποικιλίες της ελληνικής στη διασποράς, ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: πολύγλωσσο περιβάλλον (αραβικά, γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά) και όχι μόνο γεωγραφική, αλλά και κοινωνική ανομοιογένεια των ομιλητών τους καθώς και σχετικά μικρό χρονικό διάστημα ανάπτυξης (από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τη δεκαετία του ’60, οπότε και το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων της Αιγύπτου επαναπατρίζεται)” σημειώνει σε (αυριανή) παρουσίασή της στο συνέδριο με τίτλο “Τα ελληνικά των Ελλήνων της Αιγύπτου: ένα “ κοινωνιογλωσσολογικό πείραμα” η κ. Ρέα Δελβερούδη απο το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών .
Εδώ, σύμφωνα με την εισηγήτρια, τα ελληνικά περιέχουν στοιχεία δανεισμού, κυρίως από τη γαλλική και την αραβική, με διαφορετικό βαθμό προσαρμογής, ο οποίος εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες (κοινωνική τάξη ή/και φύλο των ομιλητών, βαθμός γνώσης της ξένης γλώσσας, κα) καθώς και επιπλέον, ιδιαιτερότητες, όπως: αποκλειστική χρήση ενός από δύο συνώνυμα που απαντούν στην κοινή (π.χ. από το ζεύγος των λέξεων αρακάς- μπιζέλι, οι Αιγυπτιώτες χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά τη δεύτερη) λέξεις που απαντούν με διαφορετικό γένος, συνήθως ουδέτερο αντί θηλυκού, π.χ. το ταράτσο -αντί η ταράτσα.
 – “Γλωσσική προσαρμογή των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα: μια ειδική περίπτωση διλαλίας”  τιτλοφορείται εισήγηση του Δώρη Κυριαζή (από το ΑΠΘ , σύμφωνα με την οποία : “Οι ομιλητές των νεοελληνικών ιδιωμάτων της νότιας Αλβανίας, αποκομμένοι επί μισό περίπου αιώνα (1945-1990) από τον εθνικό κορμό, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια νέα γλωσσική πραγματικότητα, όταν άνοιξαν τα σύνορα και κατέβηκαν στην Ελλάδα. Τα ιδιώματα αυτά, απαλλαγμένα μέχρι τότε από τη “διαβρωτική” επίδραση της κοινής νέας ελληνικής και επηρεασμένα από την αλβανική, επίσημη γλώσσα ενός κράτους με διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές δομές, ακολούθησαν μια δικιά τους πορεία στη μετά το 1990 εποχή. (Σχετικό υλικό ανιχνεύτηκε και στο έργο Bορειοηπειρωτών συγγραφέων, με σημείο αναφοράς τα πεζογραφήματα του Τ. Κώτσια).  
– Πληθώρα σλάβικων τοπωνυμίων (Σακαρέτσι, Ζάβιτσα, Ζαβέρδα, Ποδολοβίτσα, Κατούνα, Μουρστιάνου, Καλφενίκι, Δραγαμέστο, Λιάσκοβο, Λάλα Λάκα, Άμπλιανη, Σιβίστα, Ζελίχοβο, Κεράσοβο, Κράβαρα , αλλά και η ίδια η ακαρνανική γλώσσα που βρίθει  σλαβικών λέξεων (σέμπρος, καστραβέτσι, αστρέχα, βίτσα, ζαλίγκα, γκορτσιά, τζόρας, χουγιάζω, τσίτσα, τζάρος, γκλαβανή, μπουχός, βίδρα κτλ.) επιβεβαιώνουν και “καταγράφουν” το…” Αποτύπωμα της εγκατάστασης των Σλάβων στην Ακαρνανία” σύμφωνα με σχετική εισήγηση των : Μαρίας Χασιώτη & Κρυσταλλένιας Γαβριηλίδου απο το 2ο ΓΕΛ Μεσολογγίου & τον ιδιωτικό τομέα, στο συνέδριο.
“Μελετώντας την ιστορία του ελληνικού έθνους, μαθαίνουμε ότι, με την κατάρρευση των βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων, οι Σλάβοι διείσδυσαν στη Βαλκανική και περνώντας από τη Μακεδονία έφτασαν στην Πελοπόννησο, διαμέσου της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, ενώ η επέκτασή τους συνεχίστηκε έως το 641. Εγκαταστάθηκαν σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, αφού κύρια απασχόλησή τους ήταν η κτηνοτροφία. Η στρωματογράφηση του τοπωνυμιακού υποστρώματος της περιοχής αποτελεί πολύτιμο στοιχείο εθνοϊστορικής τεκμηρίωσης” σημειώνουν οι εισηγήτριες  συμπληρώνοντας πως “η περιοχή ήταν γνωστή ως Μικρή Βλαχία (τούρκικα: Κιουτσούκ Βαλαχί). Έτσι, η λέξη Κουτσόβλαχοι αποτελεί τη λόγια νεοελληνική απόδοση του “Κιουτσούκ Βαλάχ”, ήτοι “Μικρόβλαχοι” ενώ ως Ακαρνανία εννοούμε τις περιοχές του Ξηρομέρου και του Βάλτου, μακροτοπωνύμιο που προέρχεται από τη σλαβική λέξη bolto…
Το συνέδριο αυτό είναι το πέμπτο στη σειρά των ετήσιων διεθνών συνεδρίων για τη διαχρονική και διατοπική μελέτη της ελληνικής γλώσσας, που διοργανώνονται από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών και είναι αφιερωμένα εναλλάξ: στην ετυμολογία της ελληνικής, στις γλωσσικές επαφές στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία και στη διαμόρφωση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας.

Β.Χαρισοπούλου

©Πηγή: amna.gr

Loading