Για την προσπάθεια της Γερμανίας να απεξαρτηθεί από την ρωσική ενέργεια μίλησε ο Όλαφ Σολτς σε συνάντηση που είχε με δημοσιογράφο.
«Δεν είναι απαίσιο το συναίσθημα να εξαρτάται κανείς από τον Βλαντίμιρ Πούτιν;», ρώτησε πριν από μερικές ημέρες γερμανός δημοσιογράφος τον Όλαφ Σολτς. «Ναι», απάντησε εκείνος μονολεκτικά.
Τον τελευταίο τουλάχιστον ενάμιση μήνα η γερμανική κυβέρνηση αναλύει όλα τα πιθανά – και μερικά απίθανα – σενάρια προκειμένου να περιορίσει την εξάρτηση της χώρας από τη ρωσική ενέργεια.
Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει, ούτε λίγο ούτε πολύ, μέσα στους επόμενους λίγους μήνες να αναθεωρηθεί η πολιτική ολόκληρων δεκαετιών.
Χθες το ΓερμανικόΙνστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) παρουσίασε μελέτη σύμφωνα με την οποία η Γερμανία θα μπορούσε να επιβιώσει τον επόμενο χειμώνα χωρίς ρωσικό φυσικό αέριο, υιοθετώντας προσέγγιση με τρεις άξονες: τη διασφάλιση εναλλακτικών πωλητών, την αύξηση της αποθήκευσης και της αποδοτικότητας των αγωγών και τη μείωση της οικιακής και της βιομηχανικής κατανάλωσης.
«Αν μεγιστοποιηθεί η εξοικονόμηση ενέργειας και ταυτόχρονα οι παραδόσεις φυσικού αερίου αυξηθούν στα όρια που επιτρέπει η τεχνολογία, τότε οι γερμανικές ανάγκες σε αέριο για αυτή τη χρονιά και για τον χειμώνα 2022/2023 θα μπορούσαν να είναι διασφαλισμένες χωρίς εισαγωγές από τη Ρωσία», αναφέρεται στη μελέτη του DIW.
Επισημαίνεται ακόμη ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση για ρωσικό αέριο κατά 18-26%, ακόμη και μόνο κάνοντας οικονομία στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.
Το Ινστιτούτο εισηγείται μεταξύ άλλων τα νοικοκυριά να χαμηλώσουν τον θερμοστάτη και να χρησιμοποιούν λιγότερο ζεστό νερό και η βιομηχανία να στραφεί σε εναλλακτικά καύσιμα, όπως ο άνθρακας ή η βιομάζα.
Η εξοικονόμηση θα μπορούσε να υποστηριχθεί από εκτεταμένες εισαγωγές από «φιλικές χώρες» οι οποίες εξάγουν υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ), όπως η Νορβηγία και η Ολλανδία. Εκτιμάται πως μόνο με την αύξηση των εισαγωγών από τη Νορβηγία θα μπορούσε να καλυφθεί το 1/5 των σημερινών ετήσιων εισαγωγών από τη Ρωσία.
Επιπλέον, το DIW συνιστά τη χρήση υπαρχόντων τερματικών σταθμών ΥΦΑ στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία, προκειμένου να αυξηθεί ο όγκος που περνάει από τους αγωγούς. Έτσι, εκτιμά το γερμανικό Ινστιτούτο, θα μπορούσε να αντικατασταθεί το ένα τέταρτο της συνολικής ετήσιας εισαγωγής ενέργειας από τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, το DIW συνιστά να αυξηθεί η αύξηση του αποθέματος στο 80-90% της συνολικής δυναμικότητας, αξιοποιώντας το ευρωπαϊκό σύστημα αγωγών και τις εισαγωγές από την Αλγερία και τη Λιβύη μέσω ευρωπαϊκών χωρών.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχει θέσει ως στόχο την παραγωγή του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειάς της από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2035: φιλοδοξεί με άλλα λόγια να υπερδιπλασιάσει την παραγωγή της μέσα σε 13 χρόνια, όταν π.χ. εντός του 2021 δεν εγκαταστάθηκε ούτε ένα αιολικό πάρκο.
Τώρα η κυβέρνηση θέλει να αυξήσει την παραγωγή από λιγότερες από 8 GW που είναι σήμερα, σε 30 GW έως το 2030 και στις 40 γιγαβατώρες έως το 2035. Μέχρι το 2045 άλλωστε η Γερμανία φιλοδοξεί να πετύχει το «απόλυτο μηδέν» στην εκπομπή των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο θερμοκηπίου και την παραγωγή 70 GW σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις.
Δείτε επίσης: Σλοβακία: Η αντιπολίτευση αντιδρά στην αποστολή S-300 στην Ουκρανία
- ΕΛΓΑ: Καταβολές 2,6 εκατ. ευρώ σε δικαιούχους για ενστάσεις τεσσάρων ετών
- ΣΥΡΙΖΑ: Το τρίτο κόμμα στο κοινοβούλιο με προοπτικές αβεβαιότητας
- Η Ελλάδα πρωτοστατεί με τις υψηλότερες δαπάνες για υπηρεσίες υγείας λόγω παχυσαρκίας
- Συνταγή: Λαχταριστό κιουνεφέ με παραδοσιακή γεύση
- Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στη Νέα Φιλαδέλφεια για την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου