Η υγειονομική ρυθμιστική αρχή της Βραζιλίας απέρριψε το αίτημα πολλών πολιτειών της χώρας για να εισάγουν το ρωσικό εμβόλιο Sputnik V.
«Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ εκατομμύρια Βραζιλιάνοι να εκτεθούν σε προϊόντα χωρίς να υπάρχει ο κατάλληλος έλεγχος ποιότητας, αρτιότητας και αποτελεσματικότητας ή τουλάχιστον, σε αυτή τη σοβαρή κατάσταση που αντιμετωπίζουμε, χωρίς να υπάρχει μια έρευνα ότι τα πλεονεκτήματα υπερτερούν των κινδύνων», δήλωσε ο Αντόνιο Μπάρα Τόρες, πρόεδρος της Anvisa.
Η διεύθυνση της Anvisa ακολούθησε τις συστάσεις των ειδικών της που εξέφρασαν “ ανησυχίες” για το ρωσικό εμβόλιο, το οποίο δεν έχει λάβει ακόμη την έγκριση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) ή της αντίστοιχης υπηρεσίας των ΗΠΑ (FDA).
Η άρνηση να εισαχθεί το Sputnik V δεν επηρεάζει την ανάλυση που έχει ξεκινήσει η Anvisa για το εμβόλιο, μετά το αίτημα που έλαβε στα τέλη Μαρτίου για την έκτακτη χρήση του. Προς το παρόν η υπηρεσία δεν έχει δημοσιεύσει την απόφασή της επικαλούμενη έλλειψη στοιχείων.
Το Sputnik V χρησιμοποιείται ήδη σε πολλές χώρες εκτός Ρωσίας, όπως το Μεξικό, η Αργεντινή ή η Βενεζουέλα. Σύμφωνα με το ινστιτούτο Γκαμαλέγια, που δημιούργησε το εμβόλιο, έχει λάβει άδεια χρήσης σε περισσότερες από 60 χώρες.
Τον Φεβρουάριο το επιστημονικό περιοδικό The Lancet ανέφερε ότι το ρωσικό εμβόλιο κατά της covid-19 είναι αποτελεσματικό σε ποσοστό 91,6%, διαλύοντας τις αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά του.
Σε μια προσπάθεια να επιταχύνουν τις εμβολιαστικές τους εκστρατείες περίπου 10 πολιτείες της βόρειας και βορειοανατολικής Βραζιλίας υπέγραψαν συμβόλαια με το Ρωσικό Ταμείο Άμεσων Επενδύσεων (RDIF), το οποίο χρηματοδοτεί την ανάπτυξη του Sputnik V, για να λάβουν περισσότερες από 30 εκατομμύρια δόσεις. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας έχει παραγγείλει 10 εκατομμύρια δόσεις.
Οι παρασκευαστές του Sputnik V επέκριναν την “πολιτική”, όπως τη χαρακτήρισαν απόφαση, της βραζιλιάνικης ρυθμιστικής αρχής να εμποδίσει την εισαγωγή του ρωσικού εμβολίου
Oι παρασκευαστές του ρωσικού εμβολίου Sputnik V κατά της covid-19 επέκριναν την απόφαση της υγειονομικής ρυθμιστικής αρχής της Βραζιλίας (Anvisa) να εμποδίσει την εισαγωγή του εμβολίου, χαρακτηρίζοντάς την “ πολιτική” απόφαση.
«Οι καθυστερήσεις της Anvisa στην έγκριση του Sputnik V είναι δυστυχώς πολιτικής φύσης και δεν έχουν καμία σχέση με την πρόσβαση σε πληροφορίες ή με την επιστήμη», κατήγγειλαν στο Twitter οι παραγωγοί του ρωσικού εμβολίου.
Η Anvisa αντιτάχθηκε χθες Δευτέρα στο αίτημα πολλών πολιτειών της Βραζιλίας να εισάγουν το Sputnik V, εκτιμώντας ότι δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά του.
«Το υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ στην ετήσια έκθεσή του για το 2020 πριν πολλούς μήνες είχε αναφέρει δημοσίως ότι ο επιτετραμμένος για θέματα υγείας των ΗΠΑ ‘είχε πείσει τη Βραζιλία να απορρίψει το ρωσικό εμβόλιο», αναφέρουν οι ίδιοι.
Η διεύθυνση της Anvisa ακολούθησε τις συστάσεις των ειδικών της που εξέφρασαν “ ανησυχίες” για το ρωσικό εμβόλιο, το οποίο δεν έχει λάβει ακόμη την έγκριση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) ή της αντίστοιχης υπηρεσίας των ΗΠΑ (FDA).
«Οι επαφές θα συνεχιστούν. Αν δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, θα δοθούν. Δεν θα πρέπει να υπάρξει καμία αμφιβολία επ’ αυτού», τόνισε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ από την πλευρά του.
Το Sputnik V χρησιμοποιείται ήδη σε πολλές χώρες εκτός Ρωσίας, όπως το Μεξικό, η Αργεντινή ή η Βενεζουέλα. Σύμφωνα με το ινστιτούτο Γκαμαλέγια, που δημιούργησε το εμβόλιο, έχει λάβει άδεια χρήσης σε περισσότερες από 60 χώρες.
Τον Φεβρουάριο το επιστημονικό περιοδικό The Lancet ανέφερε ότι το ρωσικό εμβόλιο κατά της covid-19 είναι αποτελεσματικό σε ποσοστό 91,6%, διαλύοντας τις αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά του.
Σε μια προσπάθεια να επιταχύνουν τις εμβολιαστικές τους εκστρατείες περίπου 10 πολιτείες της βόρειας και βορειοανατολικής Βραζιλίας υπέγραψαν συμβόλαια με το Ρωσικό Ταμείο Άμεσων Επενδύσεων (RDIF), το οποίο χρηματοδοτεί την ανάπτυξη του Sputnik V, για να λάβουν περισσότερες από 30 εκατομμύρια δόσεις. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας έχει παραγγείλει 10 εκατομμύρια δόσεις.
Δείτε επίσης: Μόσχα: Οι ενέργειες της Ουάσινγκτον και του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη αυξάνουν τη στρατιωτική απειλή