Για όγδοη συνεχή οικονομική χρήση, ο Δήμος Αθηναίων έκλεισε με πλεόνασμα. Σε ειδική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, σήμερα, εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία ο απολογισμός-ισολογισμός και τα αποτελέσματα χρήσεως του 2018, που έκλεισαν με πλεόνασμα 22,3 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Μπρούλιας, και η αντιδήμαρχος οικονομικών, Εύα Κοντοσταθάτου, από 289 εκατομμύρια ευρώ που ήταν το 2010 οι οικονομικές υποχρεώσεις του Δήμου, αυτές μειώθηκαν στα 110 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, ο τραπεζικός δανεισμός περιορίστηκε από 219,18 εκατ. ευρώ σε 97,69 εκατ. ευρώ, οι βραχυχρόνιες απαιτήσεις του Δήμου ανέρχονται σε 180 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του σε 30 εκατομμύρια ευρώ.
Όπως είπε ο δήμαρχος, η οικονομική εξυγίανση και ανάπτυξη του δήμου έγινε «την ώρα που κάθε κρατική δομή κατέρρεε». Εν μέσω της κρίσης, πρόσθεσε, ο Δήμος Αθηναίων ανανέωσε τις υποδομές του, στήριξε 30 χιλιάδες πολίτες, που έβγαιναν στο περιθώριο, αντιμετώπισε την προσφυγική κρίση, εξασφάλισε 145 εκατ. ευρώ σε κονδύλια για 45 έργα, ενώ παράλληλα μείωσε τα δημοτικά τέλη κατά 6,5% στα νοικοκυριά -και έως και 20% κ.ά. «Αφήνουμε ένα δήμο με ταμειακά πλεονάσματα, με χρήματα στο ταμείο του δήμου που ξεπερνούν τα 70 εκατομμύρια ευρώ», είπε.
Ακόμη, υπογραμμίστηκε ότι, σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση του οίκου Moody’s, η πιστοληπτική ικανότητα του Δήμου Αθηναίων, σε σχέση με τα έσοδά του, βαθμολογείται με «άριστα», σχετικά με την «οικονομική ευρωστία», την «οικονομική σταθερότητα», το «πλεόνασμα» και το «μέγεθος του δανεισμού» του. Σε περίπου 250 πόλεις σε όλο τον κόσμο, μόνο σε 15 έχει προσδώσει αυτή την προοπτική.
Από την «Ανοιχτή Πόλη», ο δημοτικός σύμβουλος, Κώστας Αλεξίου, τόνισε ότι είναι «πλασματική» η εικόνα αφού περιλαμβάνει ανείσπρακτες οφειλές πολλών ετών. Επίσης, τόνισε ότι το υψηλό αποθεματικό, 73 εκατομμύρια ευρώ, «δεν τιμά το δήμο» και καταδεικνύει τις αδυναμίες απορρόφησης του σε έργα και δράσεις.
Από τη «Λαϊκή Συσπείρωση», ο δημοτικός σύμβουλος, Στέλιος Λάμπρου, σημείωσε ότι τα οικονομικά στοιχεία «αποδεικνύουν τη συντήρηση μιας κατάστασης με πολύ μικρή ανταπόκριση στις ανάγκες των πολιτών και την πολύ υψηλή φορολόγησή του, αφού το 60% προέρχεται από φορολόγηση των πολιτών και 40% από κρατική χρηματοδότηση, που κι αυτό προέρχεται από φορολόγηση».