Ψήφισμα κατά της «Συμφωνίας των Πρεσπών», η οποία, όπως καταγγέλλεται, «δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα» και «ανοίγει καινούριες πληγές αντί να κλείνει τις πληγές του παρελθόντος», ενέκρινε χθες βράδυ το Δημοτικό Συμβούλιο Νεάπολης-Συκεών, μετά από μια πολύωρη μεταμεσονύχτια συζήτηση του θέματος.
«Μία συμφωνία που αναγνωρίζει μακεδονική γλώσσα και εθνικότητα, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή. Δεν μπορεί οι γείτονες να αναγνωρίζονται με τη σφραγίδα μας ως ‘‘Μακεδόνες’’ και η γλώσσα να αναγνωρίζεται ως ‘‘Μακεδονική’’. Η περιβόητη ρηματική διακοίνωση δεν φέρνει καμία αλλαγή και βελτίωση. Τα όσα λέει για τη γλώσσα προβλέπονται ήδη στη συμφωνία, όσα, δε, λέει για την ιθαγένεια δεν αλλάζουν το χαρακτηρισμό της ως ‘‘μακεδονικής’’», αναφέρει μεταξύ άλλων των ψήφισμα που εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία.
Όπως τονίζεται, «είναι σαφές ότι ανεξάρτητα από τις υποσημειώσεις, τις ερμηνείες και τους αστερίσκους, με αυτή τη συμφωνία διατηρείται το πνεύμα και ο δυναμισμός του ‘‘Μακεδονισμού’’, που αποτελεί το βασικό όχημα του αλυτρωτισμού κατά της χώρας μας», με την πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων, που ενέκριναν το ψήφισμα το οποίο εισηγήθηκε η διοίκηση, να τονίζουν ότι «η συμφωνία δεν πρέπει να κυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο» και ότι «πρέπει να αλλάξει πριν είναι αργά».
Σύμφωνα με τον δήμαρχο Σίμο Δανιηλίδη, ο οποίος απηύθυνε έκκληση «να αποφύγουμε τον διχασμό της κοινωνίας», η «Συμφωνία των Πρεσπών» -όπως διαμορφώθηκε- αποτελεί μια βεβιασμένη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, εκτιμώντας ότι «στην παρούσα συγκυρία μπορούσαμε να την αποφύγουμε και να έλθει στην επιφάνεια μετά από λίγα χρόνια που οι διεθνείς συνθήκες θα ήταν καλύτερες».
«Το ονοματολογικό θα πρέπει να λυθεί με τρόπο που να διασφαλίζει πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα, να σέβεται τις ευαισθησίες του ελληνικού λαού και να εγγυάται απόλυτα ομαλές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες και σταθερότητα στα Βαλκάνια. (…) Η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής, και ιδιαίτερα σε ένα κρίσιμο ζήτημα όπως αυτό της ονομασίας των Σκοπίων, με όρους εσωτερικών πολιτικών και κομματικών υπολογισμών, φανερώνει ανευθυνότητα και διαρρηγνύει την αναγκαία και απαραίτητη εθνική ενότητα. Με μία αδιανόητη κρυφή διπλωματία η κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε μόνη της, μία συμφωνία η οποία δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Γιατί αντί να κλείνει πληγές του παρελθόντος, ανοίγει καινούργιες και αυτό φαίνεται ήδη από τη διαχείριση της υπόθεσης από την πολιτική ηγεσία της γείτονας χώρας. Αυτή η συμφωνία δεν αποτελεί μία βιώσιμη και αμοιβαία αποδεκτή λύση», προστίθεται στο ψήφισμα, με το οποίο καταγγέλλεται «ο ευρωοατλαντισμός που επιμένει και πιέζει για μια μη βιώσιμη λύση», ενώ τονίζεται ότι «εφόσον διεξήχθη δημοψήφισμα για ένα θέμα ήσσονος σημασίας θα έπρεπε να διεξαχθεί και για αυτό το μεγάλο εθνικό θέμα».
Να σημειωθεί, τέλος, ότι την εισήγηση της διοίκησης καταψήφισαν οι παρατάξεις της αντιπολίτευσης «ΑΥ.Ρ.Α.» και «ΛΑ.ΣΥ.», οι οποίες κατέθεσαν προς έγκριση δικό τους σχέδιο ψηφίσματος.