Κύπρος, 45 χρόνια μετά… Η μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε τα τραγικά γεγονότα

Κύπρος, 45 χρόνια μετά… Η μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε τα τραγικά γεγονότα

Κύπρος, χρόνια μετά… μαρτυρία ενός. Κάθε χρόνο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο τότε φοιτητής στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης, Θεόδουλος …. Κύπρος, χρόνια μετά… μαρτυρία ενός. Κάθε χρόνο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο τότε φοιτητής στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης, Θεόδουλος …. ροη

Κάθε χρόνο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο τότε φοιτητής στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης, Θεόδουλος Ταπανίδης, αντί για θερινές διακοπές, επέστρεφε στο χωριό του, τον Πομό, στην περιοχή Κοκκίνων της Κύπρου για να βοηθήσει τους γονείς του στις γεωργικές δουλειές. Αυτό έκανε και το καλοκαίρι του 1974, μόνο που αντί για το χωράφι βρέθηκε  με το όπλο στο χέρι να πολεμάει σε προκεχωρημένο φυλάκιο στο βουνό κατά των Τούρκων, υπερασπιζόμενος την  πατρίδα του από τους εισβολείς. 
«Δυστυχώς δεν είχαμε ούτε πολεμοφόδια,  οι σφαίρες ήταν ελάχιστες, όπως ελάχιστα και παμπάλαια ήταν και τα όπλα, ενώ ο στρατός ήταν χωρισμένος σε “Μακαριακούς” και “Γριβικούς”», αφηγείται στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο FM», με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα πέντε χρόνων από την εισβολή των Τούρκων στο νησί του.
«Η στιγμή που έχει μείνει εντονότερα χαραγμένη στη μνήμη μου ήταν εκείνη που σκοτώθηκε δίπλα μου, πολεμώντας, ένας φίλος μου», λέει καθώς ξεδιπλώνει τις σκέψεις του για τις δύσκολες εκείνες ώρες στη μάχη.
Ο Θεόδουλος Ταπανίδης είχε υπηρετήσει ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου και ως τέτοιος εκλήθη στις τάξεις της, βρισκόμενος  στην Κύπρο τις μέρες εκείνες, στις 17 Ιουλίου, τρεις μέρες πριν από την τουρκική εισβολή. 
«Μετά το προδοτικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, η εθνική φρουρά της Κύπρου διαλύθηκε. Χωριστήκαν σε Μακαριακούς και Γριβικούς και υπήρχε μια μεγάλος διχασμός. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, μίσους και διάλυσης, ο επικεφαλής του στρατού της Κύπρου κάλεσε όλους τους έφεδρους αξιωματικούς να παρουσιαστούν ούτως ώστε να συμμαζέψουμε τον διαλυμένο στρατό. Έτσι, παρουσιάστηκα στην περιοχή των Κοκκίνων», λέει. 
Τα Κόκκινα, ένας τουρκοκυπριακός θύλακος, κοντά στην Πάφο,  που θα μείνει γνωστός στην ιστορία της Κύπρου για τα αιματηρά επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες μεταξύ  Ελληνοκυπρίων και υποστηριζόμενων από την τουρκική πολεμική αεροπορία Τουρκοκυπρίων παραστρατιωτικών, στο διάστημα 6-8 Αυγούστου του 1964, απέχουν μόλις λίγα χιλιόμετρα από το ελληνικό χωριό Πομός, τόπο καταγωγής του Θεόδουλου Ταπανίδη και στα σχέδια της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν η κατάληψή του σε περίπτωση τουρκικής εισβολής.
Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού, πέριξ των Κοκκίνων  είχαν αναπτυχθεί σε τρία φυλάκια της εθνικής φρουράς είκοσι έφεδροι Ελληνοκύπριοι, υπό τη διοίκηση του έφεδρου αξιωματικού, που -όπως λέει- είχε τέσσερα χρόνια να πιάσει όπλο στα χέρια του. 
«Παραμονή της εισβολής σήμανε συναγερμός κατά τις 23.30, αλλά  έληξε λίγα λεπτά αργότερα. Στις 5 το πρωί, όμως, έρχεται ο σκοπός  και μας λέει: σηκωθείτε πάνω, γίνεται εισβολή. Στην αρχή, επειδή είχαμε βιώσει εμείς τα γεγονότα του ’64, βλέποντας τα τουρκικά αεροπλάνα, πιστεύαμε ότι ήρθαν για να βομβαρδίσουν και να φύγουν. Μας ειδοποίησαν, όμως, ότι σε όλα τα τουρκοκυπριακά φυλάκια υπήρχαν τούρκικες σημαίες, που ήταν σήμα για τα αεροπλάνα να μην βομβαρδίσουν εκεί. Ανοίξαμε τα ραδιόφωνα και ακούγαμε συνέχεια ότι έγινε εισβολή και ότι στην Κερύνεια καταφθάνουν τούρκικα πλοία και αποβιβάζουν στρατό».
Ο Θεόδουλος Ταπανίδης λέει ότι αιφνιδιάστηκαν, όπως, άλλωστε, όλη η ελληνοκυπριακή άμυνα. «Δεν είχαμε όπλα. Υπήρχαν κάποια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εγώ ως αξιωματικός είχα ένα «Στεν», ένα αυστριακό αυτόματο του Παγκοσμίου Πολέμου. Το πιο βαρύ όπλο που είχαμε ήταν ένα οπλοπολυβόλο βρετανικής κατασκευής και αυτό από τον Παγκόσμιο Πόλεμο, τύπου “Μπρεν”, ενώ οι Τούρκοι ήταν πλήρως εξοπλισμένοι με υπερσύγχρονα όπλα…», τονίζει.   
Με την έναρξη της εισβολής, ο Θεόδουλος Ταπανίδης και όλοι όσοι ήταν μαζί του ενεπλάκησαν σε μάχες, όχι όμως με τα τουρκικά στρατεύματα. «Δόθηκε εντολή από τη διοίκηση της εθνικής φρουράς,  όπου υπήρχαν  τουρκικοί θύλακες, να καταληφθούν. Ίσως αυτό να ήταν λάθος, γιατί θα έπρεπε ο περισσότερος στρατός να πάει να αντιμετωπίσει στην Κερύνεια τα τουρκικά στρατεύματα, που αποβιβάζονταν. Αλλά η διαταγή ήταν άλλη. Κάναμε δύο επιθέσεις στα Κόκκινα, αλλά δυστυχώς δεν μπορέσαμε να τα καταλάβουμε γιατί,  έχοντας ισχυρή συμβολική σημασία, λόγω των γεγονότων του ’64, οι  εκεί Τούρκοι ήταν άριστα εξοπλισμένοι με βαριά πολυβόλα. Δεν πολεμούσαμε με τον στρατό που ήρθε από την Τουρκία, αλλά με καλά εκπαιδευμένους και οπλισμένους  παραστρατιωτικούς των Κοκκίνων, οι οποίοι είχαν τα δικά τους φυλάκια απέναντι από τα δικά μας».
Μετά τις αποτυχημένες επιθέσεις για την κατάληψη των Κοκκίνων, ο Ταπανίδης και οι άντρες του παρέμειναν στα φυλάκιά τους, έχοντας ως καθήκον τους την προστασία των γύρω ελληνικών χωριών από την επιθετικότητα των Τουρκοκυπρίων. «Οι Τούρκοι των Κοκκίνων έκαναν επίθεση  και επιχείρησαν κάποια στιγμή να καταλάβουν το ελληνικό χωριό Κάτω Πύργος, όμως  οι δικοί μας φαντάροι και άλλοι εθελοντές τους απώθησαν» θυμάται.
Σε αυτές τις συγκρούσεις, ο Ταπανίδης έχασε τρεις από τους άντρες, με τον θάνατο ενός φίλου του στη μάχη να τον έχει σημαδέψει ανεξίτηλα. Όσο διαρκούσε η εισβολή και μαίνονταν οι μάχες, οι γονείς του Ταπανίδη αγνοούσαν την τύχη του. Όταν, μάλιστα, έφτασε στην Ελλάδα ένας κατάλογος με νεκρούς και τραυματίες στην Κύπρο και περιείχε και το όνομά του, ο αδερφός του, που εργαζόταν σε ξενοδοχείο στην Πιερία, αναστατώθηκε και ζήτησε από τον πάτερα τους να μεταβεί στο φυλάκιο για να τον αναζητήσει. «Ήρθε ο πατέρας και ρώτησε αλλά δεν του απάντησαν. Ωστόσο αυτός επέμενε να μάθει, δηλώνοντας πως δεν πρόκειται να φύγει, εάν δεν λάβει απάντηση. Όταν του είπαν  ότι είμαι ζωντανός και καλά στην υγεία μου, ανακουφίστηκε βεβαίως».
Με την  υπογραφή της οριστικής ανακωχής, ο Θεόδουλος Ταπανίδης επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη για να πάρει το πτυχίο του και πήγε στο ξενοδοχείο, όπου εργαζόταν ο αδελφός του. «Τον ζήτησαν και με ρώτησαν ποιος είμαι. Όταν του απάντησα ότι είμαι ο αδερφός του εξεπλάγησαν και μία από τις γυναίκες που εργαζόταν μού είπε: αποκλείεται, αυτός έχει σκοτωθεί στον πόλεμο!». 
Σαράντα πέντε χρόνια μετά, ο Θεόδουλος Ταπανίδης, που ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και πήρε σύνταξη ως μαθηματικός, διαπιστώνει με πικρία ότι ειδικά στους νέους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, το σύνθημα «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» έχει αρχίσει να ξεθωριάζει και αυτό, όπως λέει, είναι πολύ κακό στον αγώνα για την επίλυση του Kυπριακού.
Σταύρος Τζίμας – Σοφία Παπαδοπούλου
 

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading

Play