Ο θρίαμβος μιας «Τραβιάτας» έξυπνων επιλογών

Από Ευτύχιος Δ. Χωριατάκης

Θριαμβευτικής υποδοχής έτυχε η πρεμιέρα (27/7) της δημοφιλέστατης «Τραβιάτας» του Βέρντι στο Ηρώδειο, δεύτερης παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, που ολοκληρώνεται με επιτυχία σε ό,τι αφορά το μουσικό του σκέλος.

Η είδηση ότι η «Τραβιάτα», όπερα κατ’εξοχήν ενδεδειγμένη για κλειστό θέατρο, θα δινόταν σε ανοιχτό χώρο, και δη στο αχανές ρωμαϊκό ωδείο, εύλογα γεννούσε προβληματισμούς. Το τελικό αποτέλεσμα δικαίωσε όμως τους ανθρώπους του θεσμού, που προέβησαν σε μια σειρά έξυπνων επιλογών, αρχής γενομένης με την ανάθεση της σκηνοθεσίας στον Κωνσταντίνο Ρήγο.

Παρότι ο γνωστός χορογράφος και διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ δεν είχε ποτέ πριν σκηνοθετήσει όπερα, ο Γιώργος Κουμεντάκης δεν δίστασε να του εμπιστευθεί ένα τόσο σημαντικό έργο. Γνώριζε, βέβαια, την αγάπη του Ρήγου για την «Τραβιάτα», την επιτυχημένη του δουλειά (με το χοροθέατρο «Οκτάνα») πάνω στην «Κυρία με τις Καμέλιες» (πηγή έμπνευσης του λιμπρέτου), την εμπειρία του πάνω στο εν γένει μουσικό θέατρο.

Εκείνος ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω, προβαίνοντας με τη σειρά του σε ομοίως έξυπνες επιλογές. Αρχικά, προσπάθησε να αξιοποιήσει τον ιστορικό ανοιχτό χώρο του Ηρωδείου, εντάσσοντάς τον στη δράση.

Γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της στενόμακρης σκηνής, εκτυλίχθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος το «αέναο πάρτυ καταναγκαστικής ηδονής», που συνιστά γι’αυτόν η συγκεκριμένη όπερα.

Ένθεν κακείθεν του κόσμου των απολαύσεων, οριοθετήθηκαν δύο δωμάτια/εσωτερικοί τόποι (που έδεσαν αρμονικότερα με το χώρο απ’ότι αντίστοιχες κατασκευές στην «Κάρμεν» ή στον «Ντον Τζοβάννι» παλιότερα), επιτρέποντας την παρακολούθηση του ψυχογραφήματος της κεντρικής ηρωίδας.

Παρότι η σκηνή αναπόφευκτα «μπούκωνε», όταν συμμετείχε το σύνολο των χορωδών και χορευτών, οι υποβλητικοί φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα και οι ωραίες βιντεοπροβολές του Βασίλη Κεχαγιά στον τοίχο του μνημείου συνέβαλαν όμορφα στη διαμόρφωση της κατάλληλης ατμόσφαιρας και στον (επι)σχολιασμό των δρώμενων.

Η επιλογή μιας οπτικοποίησης, που επέτρεπε το συνεχή διάλογο σύγχρονου και παλιού, τόσο σε σκηνικό επίπεδο όσο και σε αυτό των κοστουμιών (εξαιρετική δουλειά της Ιωάννας Τσάμη!), αποτέλεσε, ακολούθως, το δεύτερο κομβικό στοιχείο της παράστασης.

Τον σκοτεινό και αλλοτριωμένο «εξωτερικό» κόσμο, μέσα στον οποίο ζει η ηρωίδα, τόνισαν -πέρα από τις διακριτικές neon ταμπέλες ή τις βιντεοπροβολές- τα κατά βάση μαύρου χρώματος συνθετικά κοστούμια για την χορωδία αλλά και τις τσιγγάνες, ενώ δεν έλειψαν και κάποιες πινελιές κιτς εξτραβαγκάντσας.

Την απολύτως ευπρόσδεκτη αντίστιξη παρείχαν τα καλόγουστα, vintage αισθητικής και παστέλ αποχρώσεων δύο δωμάτια και τα ιδιαίτερα εντυπωσιακά μεταξωτά ενδύματα, σε φωτεινά χρώματα, για την Βιολέττα.

Παρά τους φόβους ότι η προσέγγιση του έργου θα υπονομευόταν από την ενίοτε ναρκισσιστική εξωστρέφεια της εικόνας, το όλο σπάνια εξώκειλε σε ελαφρότητα: η τόσο κομβική εδώ χαρμολύπη αναδείχθηκε γλαφυρά, ίσως …παρά (και πέρα από) τις προθέσεις του Ρήγου!

Τέλος, ο σκηνοθέτης αντιλήφθηκε, ότι στην όπερα οι λυρικοί τραγουδιστές πρέπει να αισθάνονται διαρκώς σκηνικά ασφαλείς, κάτι που πέτυχε με προσεγμένη κινησιολογία και ευέλικτη υποκριτική καθοδήγηση. Το τραγούδι παρέμενε κυρίαρχο, μπολιασμένο με τις δέουσες δόσεις θεατρικότητας.

Η παράσταση διέθετε ροή, ρυθμό και αφηγηματική σαφήνεια. Επίσης, για πρώτη φορά τα εμβόλιμα χορευτικά δεν λειτούργησαν ως βινιέτες, αλλά χορογραφήθηκαν με φαντασία και δυναμισμό (ιδίως αυτό των ταυρομάχων με τρεις λαμπρούς πρωταγωνιστές: Ζέκα, Ανδρεούδη, Σιάτζκο).

Ο Ρήγος στάθηκε, εξ άλλου, τυχερός όσον αφορά τις (δύο) διανομές, που επελέγησαν με γνώση και άποψη. Διότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει η επιλογή ως πρωταγωνίστριας στην α’ διανομή της πλέον ανερχόμενης αυτή τη στιγμή διεθνώς υψιφώνου Λιζέτ Οροπέζα, και μάλιστα λίγο πριν αναλάβει το ρόλο -μετά από αρκετά χρόνια αποχής- σ’ένα ακόμη αχανέστερο ανοιχτό θέατρο (την περίφημη Αρένα της Βερόνας) αλλά και στην …Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης!

Είτε επέλεξε την Αθήνα για ροντάρισμα μελλοντικών εμφανίσεων είτε όχι, και μολονότι δεν διαθέτει πλήρως τη δέουσα φωνητική αρματωσιά, η εκλεκτή Κουβανέζικης καταγωγής Αμερικανίδα σοπράνο υπήρξε μία ονειρώδης Βιολέττα.

Γεννημένη για το ρομαντικό μπελ-κάντο, η 36χρονη λυρική υψίφωνος έκανε επίδειξη της μεγάλης κλάσης της: η μεσαίου μεγέθους, πλην καλοτοποθετημένη, φωτεινή φωνή της -προφανώς καταλληλότερη για τις πιο συγκινητικές δύο τελευταίες πράξεις παρά για τις δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της πρώτης- γέμιζε αβίαστα το τεράστιο ρωμαϊκό αμφιθέατρο, η αισθητική και το καλό γούστο του τραγουδιού της (τρίλιες, διανθίσεις) υπενθύμιζαν διαρκώς τις μπελ-καντίστικες οφειλές του πρώιμου Βέρντι, η σκηνική παρουσία υπήρξε αιθέρια, η συναισθηματική επένδυση ακριβής και με σωστές δόσεις πάθους.

Η Αθήνα είχε την τύχη να απολαύσει -και δίκαια αποθεώσει!- μία τραγουδίστρια που έχει όλα τα φόντα (νιάτα, ομορφιά, φωνή, σκηνικό εκτόπισμα) για να λάμψει παγκοσμίως στο ρόλο της τραγικής εταίρας!

Την ισχυρή πρώτη διανομή συμπλήρωσαν δύο συμπρωταγωνιστές εξίσου διεθνούς επιπέδου. Προερχόμενος και αυτός από τον κόσμο του μπελ-κάντο, παρότι η φωνή έχει πλέον βαρύνει, ο Αλβανός τενόρος Σαϊμίρ Πίργκου ενσάρκωσε έναν ευπρόσδεκτα άμεσο, τραχύ Αλφρέντο, με γενναιόδωρο τραγούδι.

Ο σημαντικός μας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς χάρισε στο ρόλο του πατέρα Ζερμόν το κύρος και το υπέροχο τίμπρο του -έστω και χωρίς το σμάλτο και την αυθάδεια εκφοράς του παρελθόντος- γνωρίζοντας αποθέωση ανάλογη αυτής της Οροπέζα.

Από τους αρκετούς δευτεραγωνιστικούς χαρακτήρες συγκρατεί κανείς, για την ισορροπημένη μουσικοδραματική τους παρουσία, τη μεσόφωνο Χρυσάνθη Σπιτάδη (Φλώρα Μπερβουά), τον βαρύτονο Νίκο Κοτενίδη (Μαρκήσιο του Ομπινύ) και τον τενόρο Γιάννη Καλύβα (Γκαστόνε). Απορεί, όμως, για τα λάθη διανομής σε άλλους, δραματουργικά πιο κρίσιμους ρόλους (Βαρώνος Ντουφόλ, Αννίνα, Δόκτωρ Γκρανβίλ).

Η βραδιά ευτύχησε και στο μουσικό της σκέλος, που σηματοδότησε την πρώτη από τις τελευταίες οπερατικές εμφανίσεις του Λουκά Καρυτινού ως μόνιμου αρχιμουσικού της ΕΛΣ, λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του.

Για ακόμη μία φορά, η μουσική του διεύθυνση συνδύασε νεύρο και σφρίγος αφήγησης, στήριξε ιδανικά μονωδούς και χορωδούς, άντλησε το καλύτερο από την Ορχήστρα της Λυρικής (έξοχες συνεισφορές από τους κορυφαίους των ξύλινων: Νικόπουλος, Σαφαριάν-Σιμονένκο, Σπύρος Τζέκος αλλά και το πίκκολο φλάουτο του Ζαχαρία Ταρπάγκου) και την σε γενικές γραμμές συντονισμένη Χορωδία (διδασκαλία: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος).

Ταυτισμένος όσο κανείς με το μονάκριβο λυρικό μας θέατρο για πάνω από 35 χρόνια, ο -και επιτυχημένος καλλιτεχνικός διευθυντής του μεταξύ 1999-2005- Καρυτινός θα εξακολουθήσει φυσικά να δηλώνει «παρών» στα μουσικά μας πράγματα. Η αναπλήρωσή του, όμως, στην ΕΛΣ μόνο εύκολη υπόθεση δεν θα είναι…

Σε μια τόσο όμορφη βραδιά, και παρά την αποπνικτική ζέστη, η υποδειγματική συμπεριφορά και ησυχία των χιλιάδων ακροατών, που κατέκλυσαν το Ηρώδειο, έλεγε πολλά για τον αντίκτυπο της παράστασης. Οι θυελλώδεις επευφημίες τους στο τέλος λειτούργησαν, εύλογα, άκρως λυτρωτικά!

“ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ”

 

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading