Αναδρομή στην φιλμογραφία του Ρ. Λινκλέιτερ

Αναδρομή στην φιλμογραφία του Ρ. Λινκλέιτερ

Από τον Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο

Ίσως μια οποιαδήποτε σκηνή από το «Slacker» είναι αρκετή για να μιλήσει κάποιος για το σινεμά του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Η κάμερα περιπλανιέται στους δρόμους της αγαπημένης του πόλης, του Όστιν στο Τέξας, όπου μια σειρά εκκεντρικών νεαρών μιλούν για τις εμμονές τους. Εικοσάρηδες χωρίς υποχρεώσεις περιφέρονται άσκοπα, συνθέτοντας το ψηφιδωτό μιας χαοτικής μεγαλούπολης.

Με το «Slacker» ο Λινκλέιτερ παρουσιάστηκε ως ένας από τους πιο ταλαντούχους νέους Αμερικανούς σκηνοθέτες. Η low budget αισθητική, η αντισυμβατική αφήγηση μιας εντελώς χαλαρής πλοκής, βασισμένης σε διαλόγους, η αποθέωση της αστικής μελαγχολίας και η πρωτότυπη διαχείριση του χρόνου ήταν μερικά από τα στοιχεία που το έκαναν να ξεχωρίσει αμέσως.

Στην ουσία ήταν ο τρόπος του Λινκλέιτερ να συστηθεί ως ένας δημιουργός που αγαπάει να κάνει σινεμά όσο και να γράφει για χαρακτήρες βγαλμένους από την πραγματικότητα γύρω του. Οι ήρωές του είναι βαθιά ελαττωματικοί, αλλά ταυτόχρονα αγαθοί και ειλικρινείς, ενώ ο ίδιος δεν παύει να πιστεύει σε αυτούς, παρά τις ατέλειές τους. Κάπως έτσι προσεγγίζει και την ηρωίδα τού «Πού Χάθηκες, Μπερναντέτ», με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία πρώτα ξεγράφει τα πάντα και στη συνέχεια φτιάχνει τη ζωή της από την αρχή.

Blanchett alert

Η οσκαρική ηθοποιός ενσαρκώνει μια επιτυχημένη αρχιτεκτόνισσα, η οποία σχεδίαζε στην ακμή της καριέρας της πρωτοποριακά έργα, που την έφεραν στην κορυφή. Ύστερα από είκοσι χρόνια όμως είναι μια αφοσιωμένη μητέρα που κάνει, με αυταπάρνηση, τα πάντα για την οικογένειά της. Μέσα της, και χωρίς να το γνωρίζει, σιγοβράζει μια υπαρξιακή κρίση, η οποία ξεσπά μόλις συνειδητοποιεί ότι τόσα χρόνια παραμελεί τον εαυτό της και πλέον δεν έχει ιδέα ποια είναι. Τότε αποφασίζει να εξαφανιστεί χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, σε ένα περιπετειώδες ταξίδι αυτογνωσίας.

Το «Πού Χάθηκες, Μπερναντέτ» ­διατηρεί τον ανέμελο, feelgood τόνο του νοσταλγικού σινεμά του Λινκλέιτερ, ενώ ταυτόχρονα δείχνει για άλλη μία φορά πώς η ρουτίνα μπορεί να είναι καταστροφική και ασφυκτική για έναν άνθρωπο όταν δεν συνοδεύεται από διαλείμματα αποσυμπίεσης. Πρόκειται δε για μια ταινία που υπενθυμίζει τον ετερόκλητο χαρακτήρα της φιλμογραφίας του Τεξανού, ο οποίος επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη και στιλ, καταφέρνοντας να διατηρήσει ένα ευδιάκριτο ύφος-σήμα κατατεθέν.

Ένας απρόσμενος προφήτης

Στις αρχές των ’00s ο Λινκλέιτερ έκανε δύο ταινίες που εντυπωσίασαν με την αισθητική τους πρωτοτυπία. Τα «Waking Life» και «A Scanner Darkly» γυρίστηκαν ροτοσκοπικά, δηλαδή πρώτα κινηματογραφήθηκαν ως live action και στη συνέχεια η εικόνα τους υπέστη επεξεργασία, έτσι ώστε να μοιάζει με κινούμενα σχέδια. Το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει την πραγματικότητα ιδωμένη σαν ένα ψυχεδελικό κράμα χρωμάτων και ρεαλισμού. Ο σκηνοθέτης επιδίωξε να κατασκευάσει μια εικόνα που μοιάζει με συνειδητό όνειρο (lucid dream), η οποία ταιριάζει με τις μεταφυσικές ανησυχίες των ηρώων.

Ταυτόχρονα οι ταινίες απεικονίζουν καταστάσεις δυστοπικές και απίθανες, σήμερα όμως δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή του «Waking Life» για παράδειγμα, προτού γίνει διάσημος για τις ακροδεξιές υστερίες του και τη διασπορά fake news, ο Άλεξ Τζόουνς εμφανίζεται να κυκλοφορεί με αυτοκίνητο και να φωνάζει σε ντουντούκα θεωρίες πολιτικής συνωμοσίας. Ο Λινκλέιτερ τον χρησιμοποίησε στην ταινία ως μεταφορά για τον κάθε γραφικό υπερσυντηρητικό, όμως -τι ειρωνεία!- σήμερα έχει εκατομμύρια υποστηρικτές και το δικό του ειδησεογραφικό δίκτυο.

Από την άλλη, στο «Scanner Darkly» οι ΗΠΑ απεικονίζονται ως ένα αστυνομοκρατούμενο έθνος που μαστίζεται από την «επέλαση» των ναρκωτικών ουσιών. Σήμερα στην Αμερική η αστυνομική βία βρίσκεται στα ύψη, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι είναι εθισμένοι στα οπιοειδή. Ακόμη και ο Λικλέιτερ έχει μείνει άναυδος, σύμφωνα με δηλώσεις του, για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα…

Ακομπλεξάριστα ρομαντικός

Την ίδια στιγμή ο Τεξανός έχει την ικανότητα να γυρίζει ιστορίες γεμάτες ζεστασιά, με πρωταγωνιστές που είναι αδύνατο να τους αντισταθείς. Ένας από αυτούς ήταν ο Τζακ Μπλακ στο «Ένα Σχολείο πολύ Ροκ» (2003), μία από τις πιο επιτυχημένες ταινίες του σκηνοθέτη, με τον ηθοποιό να μετατρέπει την αίθουσα διδασκαλίας σε προβάδικο και το rock ’n’ roll σε σανίδα σωτηρίας για τους μικρούς, απογοητευμένους με τον εαυτό τους μαθητές.

Καμία ταινία του Λινκλέιτερ όμως δεν υπήρξε τόσο συναισθηματικά ωμή και διαπεραστική όσο εκείνες της τριλογίας «Πριν» και του «Μεγαλώνοντας». Ο κεραυνοβόλος έρωτας του Τζέσι (Ίθαν Χοκ) με τη Σελίν (Ζιλί Ντελπί) στα «Πριν το Ξημέρωμα» (1995), «Πριν το Ηλιοβασίλεμα» (2004) και «Πριν τα Μεσάνυχτα» (2013) όπως και η πορεία του Μέισον (Έλαρ Κολτρέιν) προς την ενηλικίωση αποτελούν δύο ξεχωριστές ιστορίες που καθρεφτίζουν η μία την άλλη.

Σε αυτές αποκρυσταλλώνεται η ματιά του Λινκλέιτερ πάνω στη ζωή και στις επιπτώσεις της φθοράς του χρόνου. Από τη μία εμφανίζει την αγάπη ως μείζον συστατικό κάθε ανθρώπινης σχέσης, εκείνο που δίνει ουσία στην ύπαρξη, ενώ από την άλλη κάνει αισθητό το πέρασμα του χρόνου στις ρωγμές που σχηματίζονται στις σχέσεις των χαρακτήρων αλλά και στον τρόπο που αυτός αποτυπώνεται στα πρόσωπά τους. Στο «Μεγαλώνοντας» δε ο χρόνος αποκτά μεγαλύτερη σημασία, καθώς η ταινία γυριζόταν επί δώδεκα χρόνια. Προσπάθεια που αποζημιώθηκε με έξι οσκαρικές υποψηφιότητες και μία νίκη για την Πατρίσια Αρκέτ (α΄ γυναικείος ρόλος). Τώρα ο σκηνοθέτης ανεβάζει κι άλλο τον πήχη, μια και στα επόμενα σχέδιά του είναι η κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ «Merrily we Roll Along», το οποίο θα γυρίζει επί είκοσι χρόνια! Ραντεβού το 2039, λοιπόν…

ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

 

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading

Play