Από Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο
Ο προγραμματισμός των ταινιών την καλοκαιρινή περίοδο έχει αλλάξει πολλές πρόσωπο τις τελευταίες δεκαετίες ως αποτέλεσμα των προσπαθειών διανομέων και αιθουσαρχών να ανταπεξέλθουν στην πτώση των εισιτηρίων, στη συμμόρφωση με τις ημερομηνίες κυκλοφορίας των μεγάλων blockbuster και στην οικονομική κρίση.
Αρκετοί θα θυμούνται πως κάποτε τα θερινά σινεμά ήταν συνυφασμένα με τις επανεκδόσεις. Οι προβολές κλασικών φιλμ σπουδαίων δημιουργών ήταν το σήμα κατατεθέν των open air κινηματογράφων, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλές γενιές θεατών να γοητεύονται από τη μαγεία της μεγάλης οθόνης και να μαθαίνουν τα μυστικά της 7ης τέχνης από τους καλύτερους. Μαζί με τις επαναλήψεις των επιτυχιών της χειμερινής σεζόν, τα θερινά αποτελούσαν εγγύηση για την ψυχαγωγία των σινεφίλ και μη της πόλης, οι οποίοι είχαν δεδομένη την επίσκεψή τους στο κοντινότερο σινεμά.
Οι πρώτες αλλαγές όμως άρχισαν να φαίνονται όταν τα στούντιο του Χόλιγουντ έπρεπε να απαντήσουν στην ενίσχυση της πειρατείας και να εκμεταλλευτούν το διαφημιστικό μομέντουμ που τους προσέφερε η αμερικανική έξοδος ενός φιλμ. Δεν είχαν πλέον την πολυτέλεια να θυσιάσουν τη θερινή σεζόν, προγραμματίζοντας έτσι τις κυκλοφορίες των «δυνατών» τους blockbuster το καλοκαίρι, ταυτόχρονα με τις HΠΑ. Ο συνωστισμός των τίτλων περιόρισε το χώρο στις επανεκδόσεις, οι οποίες μειώθηκαν αισθητά, ενώ αντίστροφα αυξήθηκε ο αριθμός των ανά βδομάδα των νέων ταινιών (εδώ έπαιξε ρόλο και το φτηνό DCP έναντι της ακριβής κόπιας). Σχεδόν ταυτόχρονα παρατηρήθηκε μια ακόμα αλλαγή, αυτήν τη φορά στη συμπεριφορά των εγχώριων διανομέων, η οποία βάφτηκε… τρικολόρ.
Η σταθερή παρουσία του αγαπημένου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου κάθε άνοιξη τα τελευταία είκοσι χρόνια, κατεύθυνε τις εταιρίες να υπολογίζουν τις πρεμιέρες των γαλλικών παραγωγών τους στο πρόγραμμα της διοργάνωσης και την κυκλοφορία τους αμέσως μετά την ολοκλήρωση του φεστιβάλ. Συμπτωματικά δηλαδή, ακριβώς τη χρονική στιγμή που ανοίγουν τα πρώτα θερινά σινεμά. Υπήρξαν μικρές και μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες, μα το πρώτο σουξέ που έμελλε να αναδείξει σε «καθεστώς» την κυριαρχία των γαλλικών κομεντί ήρθε εντελώς απρόβλεπτα το 2014.
Ο συνωστισμός των τίτλων περιόρισε το χώρο στις επανεκδόσεις, οι οποίες μειώθηκαν αισθητά, ενώ αντίστροφα αυξήθηκε ο αριθμός των ανά βδομάδα των νέων ταινιών (εδώ έπαιξε ρόλο και το φτηνό DCP έναντι της ακριβής κόπιας).
Το «Θεέ μου, τι σου Κάναμε;» του Φιλίπ ντε Σοβερόν ήταν η λαϊκή κωμωδία που έκανε την έκπληξη εκείνη τη χρονιά προσελκύοντας στις αίθουσες πλήθος κόσμου για μήνες. Παρά την απουσία στο καστ γνωστών στην Ελλάδα ονομάτων, η ταινία επικοινώνησε βαθιά με τους θεατές, με αποτέλεσμα να διαδοθεί ευρέως από στόμα σε στόμα. Το ρόλο της έπαιξε και η υπόθεση της ταινίας, στην οποία παρακολουθούμε τους θεοσεβούμενους αστούς Βερνέιγ καθώς προσπαθούν να συμβιβαστούν με την ιδέα πως έχουν για γαμπρούς έναν Εβραίο, έναν Άραβα κι έναν Κινέζο, προτού προστεθεί και ένας Αφρικανός στο γαμήλιο κουαρτέτο. Η εικόνα των φιλήσυχων, αλλά συντηρητικών γονιών που καλούνται να συμφιλιωθούν με τις πολυπολιτισμικές προτιμήσεις των παιδιών τους και παράλληλα με τις προσωπικές τους ρατσιστικές προκαταλήψεις, είναι μια αν μη τι άλλο οικεία συνθήκη στη μοντέρνα Ελλάδα.
Η ταινία του ντε Σοβερόν είχε ήδη προσελκύσει πάνω από 13 εκατομμύρια θεατές στη Γαλλία, στην Ελλάδα όμως η επιτυχία της ήταν αναπάντεχη και «σιωπηλή». Ο λόγος εντοπίζεται στο γεγονός πως όταν κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου εκείνης της χρονιάς σημείωσε ένα αξιοπρόσεκτο άνοιγμα 7.284 εισιτηρίων από 14 αίθουσες πανελλαδικά, αριθμός όμως που σε καμία περίπτωση δεν προμήνυε τα νούμερα που θα πετύχαινε στη συνέχεια. Η ταινία κατάφερε να γίνει talk of the town, έτσι η κωμωδία του ντε Σοβερόν «κρατήθηκε» στις αίθουσες με αποτέλεσμα να παίζεται όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο φτάνοντας συνολικά τα 130.254 εισιτήρια.
Ως το απόλυτο sleeper hit των τελευταίων ετών, το κατάφερε μια τομή στην αγορά η οποία φάνηκε έντονα τα επόμενα χρόνια. Τα θερινά κατακλύστηκαν από γαλλικές και έτερες μεσογειακές κωμωδίες, με ορισμένες μάλιστα να «εμπνέονται» των ελληνικό τους τίτλο από την ταινία του ντε Σοβερόν. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των κωμωδιών με τον διάσημο στην Ιταλία Κέκο Ζαλόνε οι οποίες βαφτίστηκαν «Τι Όμορφη Μέρα Θεέ μου!» (2011) και «Πού Πάω, Θεέ μου;» (2016). Κάποιες από αυτές κατάφεραν να κάνουν γκελ στο κοινό, χωρίς όμως να βρεθεί εκείνη που θα επαναλάμβανε την επιτυχία του «Θεέ μου», με αποτέλεσμα έκτοτε το σχετικό ενδιαφέρον του κοινού να έχει ατονήσει αισθητά.
Η επιστροφή της οικογένειας Βερνέιγ στις 11/7 για το σίκουελ «Θεέ μου, τι σου Κάναμε; 2» βρήκε άμεση ανταπόκριση στο ελληνικό κοινό, με 27.871 εισιτήρια το πρώτο τετραήμερο κυκλοφορίας του, γεγονός αναμενόμενο μιας και αυτήν τη φορά όλοι γνώριζαν τι να περιμένουν. Σχεδόν ένα μήνα μετά η ταινία συνεχίζει να προσελκύει θεατές ξεπερνώντας τους 80.000 πανελλαδικά αυτήν την εβδομάδα, με το στοίχημα πλέον να είναι αν θα φτάσει ή και κατά πόσο θα περάσει τα 100.000 εισιτήρια. Μέχρι τις 22/8, όπου κάνουν πρεμιέρα οι καινούριοι Κουέντιν Ταραντίνο («Κάποτε στο… Χόλιγουντ») και Γούντι Άλεν («Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη») υπάρχει άφθονος καιρός. Θα αντέξει λοιπόν και αυτήν τη φορά ο νευρωτικός κύριος Βερνέιγ στις αίθουσες μέχρι τις παρυφές του χειμώνα; Ένας θεός ξέρει…
“ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ”