Από τον Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο
Την τελευταία διετία η Ιρλανδία έχει μεταλλαχθεί σε μια post punk όαση. Από το Ντάνταλκ ως το Δουβλίνο, η χώρα δονείται από τους ρυθμούς μιας σειράς νέων συγκροτημάτων που κυκλοφορούν με διαφορά λίγων μηνών τα ντεμπούτα τους, τα οποία τυγχάνουν άμεσης απήχησης και στρέφουν τα αυτιά του κόσμου στο πράσινο νησί.
Την τάση που ξεκίνησαν το 2015 οι θορυβώδεις και εξαιρετικά ταλαντούχοι Girl Band, οι οποίοι επιστρέφουν με το άλμπουμ «The Talkies» (27/9), συνέχισαν οι αιθέριοι Just Mustard με το περσινό «Wednesday», ενώ φέτος έχουμε την κυκλοφορία δύο πρώτων δίσκων που ήδη συγκαταλέγονται στους καλύτερους της χρονιάς.
Οι Fontaines D.C. με το «Dogrel» και οι Murder Capital με το «When I Have Fears» ανανεώνουν συνθετικά και θεματικά το ευρύ φάσμα του post punk, τη στιγμή που αποτυπώνουν στον ήχο τους την αύρα της πόλης τους, το Δουβλίνο. Επιπλέον, αμφότεροι κατάφεραν να δημιουργήσουν ενθουσιώδες σούσουρο γύρω από τα ονόματά τους προτού καν κυκλοφορήσουν κάτι ολοκληρωμένο, απλώς και μόνο από τα singles και τις συναυλίες τους.
Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και στην Ελλάδα η εμφάνιση των Fontaines D.C. στην Αθήνα τον περασμένο Δεκέμβριο έγινε σε ένα ασφυκτικά γεμάτο Death Disco. Ανταπόκριση που έφερε τους Ιρλανδούς ξανά στην Ελλάδα για το Release Athens Festival. Οι ομοιότητες όμως των δύο συγκροτημάτων σταματούν εδώ. Γιατί εκεί όπου οι Fontaines D.C. ξεσπούν σε νευρικά ξεσπάσματα συγχορδιών και στίχων, οι Murder Capital χαμηλώνουν τις ταχύτητες και αφήνουν το συναίσθημα να αναβλύσει.
Τα κομμάτια της πεντάδας των Τζέιμς ΜακΓκόβερν (φωνητικά), Ντάμιεν Τούιτ (κιθάρες), Κάθαλ Ρόπερ (κιθάρες), Γκάμπριελ Πασκάλ Μπλέικ (μπάσο) και Ντέρμουθ Μπρέναν (ντραμς) μιλούν για όσα ταλαιπωρούν το μέσα μας, για τα ψυχολογικά αδιέξοδα που βαραίνουν τόσο ώστε ακόμα και το να κρατηθεί κάποιος στη ζωή να είναι συνεχής αγώνας.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα μελαγχολίας που διατρέχει το «When I Have Fears» έρχεται ως φυσική συνέπεια του πραγματικού συμβάντος που ενέπνευσε τους Murder Capital. Λίγο πριν αρχίσουν να γράφουν το δίσκο ένας πολύ καλός τους φίλος έχασε τη ζωή του, γεγονός που οδήγησε το συγκρότημα να αντιμετωπίσει το άλμπουμ ως έναν άτυπο φόρος τιμής προς εκείνον, μια ευκαιρία να του εξομολογηθούν όλα όσα δεν πρόλαβαν.
Σε αυτήν τους την απόπειρα είχαν την πολύτιμη βοήθεια του Flood, κατά κόσμον Μαρκ Έλις, του θρυλικού παραγωγού ο οποίος ευθύνεται για τον ήχο κλασικών δίσκων όπως τα «From Her To Eternity» (Nick Cave and the Bad Seeds) και «Violator» (Depeche Mode).
Οι Αθηναίοι θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε από κοντά τους Murder Capital, μιας και η μπάντα επισκέπτεται το Death Disco (26/9) λίγο πριν αναχωρήσει για τη εκτεταμένη φθινοπωρινή τουρνέ του. Με αυτήν την αφορμή επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά με τον ντράμερ Ντερμουθ Μπρέναν ο οποίος απάντησε στις ερωτήσεις του «α».
Από τον πρώτο σας κιόλας δίσκο η υποδοχή που λαμβάνετε είναι εντυπωσιακή. Αποθεωτικές κριτικές, εκστασιασμένοι οπαδοί σε όλη την Ευρώπη… Ήταν κάτι που περιμένατε όταν ολοκληρώσατε το άλμπουμ;
Όχι, αλλά ταυτόχρονα όταν τελειώσαμε τις ηχογραφήσεις ξέραμε ότι έχουμε κάτι ξεχωριστό στα χέρια μας. Ήμασταν απόλυτα ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα. Τώρα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε τι απήχηση έχει στον κόσμο. Την περασμένη εβδομάδα παίξαμε σε μερικά δισκοπωλεία και μετά συνομιλούσαμε με κόσμο ο οποίος, με τον δίσκο ανά χείρας, μας περιέγραφε πώς ένιωθε ακούγοντάς το. Στιγμές σαν κι αυτή σε κάνουν να νιώθεις πολύ όμορφα αλλά και να συνειδητοποιείς το αντίκτυπο αυτού που κάνεις, γίνεται αληθινό.
Την ίδια στιγμή το άλμπουμ τα πήγε περίφημα στα ιρλανδικά και αγγλικά charts. Πόσο σας επηρεάζουν οι πωλήσεις; Είναι στόχος σας μια υψηλή επίδοση στα charts;
Περιμέναμε πολλούς μήνες για να κυκλοφορήσει το άλμπουμ, έτσι και μόνο ότι βρέθηκε κάποια στιγμή στα ράφια ήταν μια ανακούφιση. Το ότι στη συνέχεια υπήρξε πολύς κόσμος που το αγόρασε μιας συγκινεί και μας κινητοποιεί να συνεχίσουμε τη δουλειά. Μας δίνει επίσης την ευκαιρία να παίζουμε σε κοινό όλων των ειδών και να ταξιδεύουμε σε μέρη που δε θα φανταζόμασταν ποτέ, όπως η Ελλάδα!
Αλήθεια ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν μάθατε ότι θα παίξετε στην Αθήνα;
Ενθουσιαστήκαμε! Βοήθησε και το γεγονός ότι έχουν παίξει εκεί οι Fontaines D.C. οι οποίοι μας είπαν μόνο θετικά πράγματα για την πόλη, οπότε πλέον απλά ανυπομονούμε να έρθουμε. Ακόμα έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς να παίζουμε σε χώρους στο στιλ του Death Disco, όπου η επαφή με το κοινό είναι άμεση και οι ενέργειες πάνω και κάτω από τη σκηνή αναμειγνύονται.
Αμέσως μετά την Ελλάδα ξεκινάτε μια μακρά σε διάρκεια και πυκνή σε συναυλίες περιοδεία, ενώ πρόσφατα ολοκληρώσατε τις καλοκαιρινές συναυλίες. Όλα αυτά χωρίς να αναφέρω τις συνεντεύξεις, τα sessions και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που συνοδεύουν την κυκλοφορία ενός δίσκου. Υπάρχει χρόνος για αποσυμπίεση και ξεκούραση;
Εκμεταλλευόμαστε κάθε ευκαιρία που μας δίνεται να χαλαρώνουμε. Από τη στιγμή που βγήκε το άλμπουμ βρισκόμασταν από το ένα αεροπλάνο στο άλλο, μόλις πριν από μερικές μέρες γυρίσαμε στην Ιρλανδία. Την πρώτη μέρα της επιστροφής ένιωθα πως βρίσκομαι σε μια ζάλη, γιατί ένιωθα παράξενα συνειδητοποιώντας πως είμαι ξανά στο δικό μου δωμάτιο και όχι σε κάποιο ξενοδοχείο. Τώρα μπορούμε και με τα παιδιά της μπάντας να βγαίνουμε σαν άνθρωποι να βλεπόμαστε σε μια παμπ για αλλαγή αντί μέσα σε ένα βαν.
Το εξώφυλλο του «Murder Capital» ταιριάζει γάντι με το περιεχόμενό του. Τι ακριβώς απεικονίζει και πώς το διαλέξατε;
Είναι μια φωτογραφία που ανακαλύψαμε σε ένα αρχείο και τραβήχτηκε το 1990. Δείχνει μια ομάδα προσφύγων στη μέση μιας αμμοθύελλας. Η δύναμη της φωτογραφίας μας άφησε άναυδους, ιδιαίτερα ο τρόπος που προσπαθούν να προστατευθούν οι άνθρωποι αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο. Αυτή η εικόνα αναδύει ένα συναίσθημα απομόνωσης αλλά και κοινότητας την ίδια στιγμή, όσο περισσότερο την κοιτάς τόσο μεγαλύτερο αντίκτυπο σου προκαλεί. Ξέρεις εκείνο το συναίσθημα όταν έξω λυσσομανεί μια καταιγίδα αλλά εσύ είσαι στο δωμάτιό σου ασφαλής; Αυτήν τη μελαγχολική παρηγοριά μου προξενεί η φωτογραφία.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Flood;
(Ξεσπά σε γέλια) Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι για πουθενά! Είναι μια σατανική διάνοια! Αστειεύομαι φυσικά… Ο Flood ήταν φοβερός, καταλάβαινε τις διαθέσεις μας ως άτομα αλλά και ως σύνολο. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό ότι τον είχαμε στο ντεμπούτο μας. Έκανε συχνά ένα βήμα πίσω ώστε να μας επιτρέπει να παίρνουμε τα ηνία των τραγουδιών και να μη βιαζόμαστε να αποφασίσουμε για κάτι.
Ο Flood έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να διαχειρίζεται τον χρόνο, δεν τον απασχολεί καθόλου στην ουσία. Σκέψου ότι χρειαστήκαμε δύο εβδομάδες για να βρούμε ακριβώς τον ήχο που θέλαμε στα ντραμς, αλλά με τον Flood αυτό δεν είναι πρόβλημα, απολαμβάνεις απόλυτα τη διαδικασία. Ήθελε να είναι βέβαιος πως είμαστε ευχαριστημένοι με την παραμικρή λεπτομέρεια. Προσωπικά στην αρχή δεν ήξερα να περιμένω γιατί θα συνεργαζόμουν με έναν άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από δίσκους που λατρεύω. Αλλά από τη στιγμή που ξεκινάς τη δουλειά με τον Flood αυτά δεν έχουν καμία σημασία.
Στα τραγούδια υπάρχουν στιγμές που αφήνετε τον χώρο να ανοιχτεί και τα συναισθήματα να διογκωθούν. Αυτό είναι κάτι που επιδιώκετε στις συνθέσεις ή προκύπτει αβίαστα;
Ναι είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν αυτά τα σημεία στα κομμάτια, το εκτιμώ που το παρατήρησες. Πέρα από αυτό δε βάζουμε αυστηρά όρια στους εαυτούς μας. Όταν γράφουμε δεν κοιτάμε το ρολόι για παράδειγμα, αδιαφορούμε για τη διάρκεια που μπορεί να έχει ένα τραγούδι, αφήνουμε τη διαδικασία να εξελιχθεί όπως θέλει.
Έχετε επιλέξει να κυκλοφορήσετε μόνοι το «Murder Capital» μέσω της Human Season, της δισκογραφικής εταιρίας που διαχειρίζεστε οι ίδιοι. Ήταν απελευθερωτική αυτή η απόφαση ή δημιουργεί περισσότερα προβλήματα;
Λίγο από όλα να σου πω την αλήθεια. Όμως πιστεύω πως περισσότερο είναι όντως απελευθερωτικό. Δεν έχουμε κανέναν να μας πιέζει ή να παρεμβαίνει στις ηχογραφήσεις. Κανονίζουμε οι ίδιοι την πορεία μας και παίρνουμε άμεσα τις αποφάσεις που εμείς θέλουμε.
Οι Murder Capital θα εμφανιστούν στο Death Disco στις 26/9 (21.00), μαζί με τους Screaming Fly και Church of the Sea (είσ.: € 13, € 16).
ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ