Όταν πρόκειται για την περίπτωση του Γιάννη Τσαρούχη, ενός τόσο μεγάλου ονόματος για την ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής που κατάφερε να υπερακοντίσει αποστάσεις και εποχές με τα έργα του, μια έκθεση-επιστροφή στα βασικά κείμενα αποκτά νέο νόημα κάθε φορά. Και αυτό γιατί ο Τσαρούχης δεν ήταν ένα μόνο πράγμα.
Ακόμη και σήμερα, τριάντα χρόνια ύστερα από το θάνατό του, όταν στέκεσαι μπροστά από τα ζωγραφικά του -τους απολλώνιους νέους με το απλανές βλέμμα, τους αγαπημένους του ναύτες, τα νεοκλασικά κτίρια και τα καφενεία στην Ομόνοια ή τις πλουμιστές ανθοδέσμες-, κάτι μένει να ανακαλύψεις. Είναι σαν ένα αφράτο κρεμμύδι με στρώσεις από ρεαλισμούς και συμβολισμούς, τεχνοτροπίες και αναφορές, ρεύματα και φιλοσοφίες.
Φτάνοντας την επέτειο των είκοσι πέντε χρόνων, ένας από τους μακροβιότερους εικαστικούς θεσμούς της χώρας, οι «Πλόες» στο όμορφο και πολιτιστικά δραστήριο νησί της Άνδρου, συγχρονίζονται με τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το θάνατο του μεγάλου ζωγράφου και μεταμορφώνουν την έδρα τους, το υπέροχο κτίριο του Ιδρύματος Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως, σε ένα μεσοπολεμικό σκηνικό σπιτιού με πρωταγωνιστές εκατό περίπου έργα του Γιάννη Τσαρούχη.
«Με την κατάλληλα υποβλητική μετασκευή των χώρων του Ιδρύματος, σε ένα είδος παρεμβατικής θεατρικής σκηνογραφίας, προκειμένου ταιριαστά να υποδεχτεί και να πλαισιώσει τα έργα, η έκθεση στοχεύει πάνω απ’ όλα στη μεταφορά του θεατή από παθητικό αποδέκτη των έργων σε συμμέτοχο παράγοντα», είπε ο Νίκος Σιγάλας, ανιψιός του διάσημου ζεύγους και πρόεδρος του Ιδρύματος, στα εγκαίνια του φετινού αφιερώματος «Γιάννης Τσαρούχης: Επίκαιρος και διαχρονικός», ξεναγώντας το δημοσιογραφικό γκρουπ στο αρχοντικό των παιδικών του χρόνων που στέκει από το 1937.
Είναι η πρώτη φορά που γίνεται χωρική επιμέλεια στο διώροφο κτίριο: οι τοίχοι έχουν βαφτεί σε γήινα χρώματα, ξύλινα έπιπλα και αντικείμενα εποχής κοσμούν τα δωμάτια, στα ηχεία παίζει Μάνος Χατζιδάκις και τα έργα του Τσαρούχη, τριάντα τέσσερα πρωτότυπα και πενήντα επτά πολλαπλά, έχουν κορνιζαριστεί και τοποθετηθεί περισσότερο αισθαντικά παρά γραμμικά ή θεματικά.
Πέρα από την μεταπολεμική ατμόσφαιρα του χώρου, μέσα από το φετινό αφιέρωμα στο Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως φαίνεται ο τρόπος που ο Τσαρούχης προσέγγισε και χρησιμοποίησε την τεχνολογία της εποχής του. Για εκείνον, κάθε πρωτότυπο έργο ήταν ισάξιο με ένα πολλαπλό. ««Η μεταξοτυπία είναι ιδεώδης τρόπος να αναπαράγεις ένα έργο χρωματιστό, σε αναγκάζει να μετράς τα χρώματά σου και να μην κάνεις σπατάλες, που μόνο ακαταστασία μπορούν να φέρουν», έλεγε.
«Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν ιδέα, νομίζουν ότι ζωγραφική είναι αυτό που παριστάνει· ακόμη κι αν θέλουμε να είμαστε πιστοί στο μοντέλο, είμαστε πιστοί στην εικόνα που έχουμε για το μοντέλο», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του ο Γιάννης Τσαρούχης, γεγονός που εξηγεί την αψάδα που βλέπεις σε κάθε του πινελιά. Σε αυτό το σκεπτικό συνστρατεύεται το Ίδρυμα Κυδωνιέως.
«Ρεαλισμός δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, είναι και τα όνειρά μας, το υποσεινήδητό μας» πάντοτε ο ρεαλισμός έχει να κάνει με τι υπάρχει μπροστά και πίσω από το θέμα, με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί το έργο, τις αλληγορίες και τους συμβολισμούς του», εξήγησε η Αθηνά Σχινά, «ρεαλισμός, ή ορθότερα ρεαλισμοί, σε πληθυντικό αριθμό».
Σταθερή επιμελήτρια και διοργανώτρια του θεσμού Πλόες, η κριτικός και ιστορικός τέχνης που μέχρι στιγμής έχει υποστηρίξει στο νησί από ομαδικές εκθέσεις με σύγχρονους καλλιτέχνες μέχρι ατομικές παρουσιάσεις του Takis και του Τσόκλη, φέτος στρέφεται στο φάρο της Γενιάς του ’30, μιας ομάδας δημιουργών που αναστοχάστηκαν την ελληνική ταυτότητα, τον επονομαζόμενο Γιάννη Τσαρούχη.
Γεννημένος στον Πειραιά το 1910 από μεγαλοαστική οικογένεια, σε ένα πολύ όμορφο νεοκλασικό στη γωνία Λουκά Ράλλη και Βασιλέως Γεωργίου, ο Τσαρούχης βίωσε τις οδύνες του 20ου αιώνα, την Μικρασιατική καταστροφή, τους μεγάλους πολέμους, τον Εμφύλιο και την περίοδο αμέσως μετά, πέρασε τη πρώτη αστικοποίηση της Αθήνας και έζησε μερικά χρόνια έξω από την Ελλάδα, κρατώντας αμείωτο το πείσμα του για τη ζωγραφική τέχνη.
Χωρίς κόμπλεξ και ελιτισμούς, διαχωριστικά στεγανά και προκαταλήψεις, έβαλε δίπλα-δίπλα την «υψηλή» και τη λαϊκή τέχνη, τους μύθους και την παράδοση, την αρχαιοελληνική παρακαταθήκη και το Βυζάντιο, την μετεμπρισιονιστική χρωματική παλέτα και τον πολυμήχανο Καραγκιόζη, τα προσωπικά του πάθη και αδυναμίες.
Ο Τσαρούχης είναι ανεπιτήδευτη ωδή στην πολυσημία. Αν κοιτάξεις με προσοχή το «Αντιγραφή του Τισιανού», το πιο διεισδυτικό του έργο για εμένα, μια ελαιογραφία σε πανί του ’71 που συνδιαλέγεται με την Αναγέννηση και συγκεκριμένα το διάσημο έργο του Τιτσιανό, «Ο θάνατος του Ακταίωνα». Με φωτισμό από αριστερά προς τα δεξιά -στοιχείο της βυζαντινής τεχνοτροπίας- ο οποίος ξεχειλίζει από ένα παράθυρο, βλέπουμε τον Τσαρούχη σε αυτοπροσωπογραφία, με τα νώτα του στραμμένα προς τα εμάς να μεταγράφει το αναγεννησιακό έργο.
Στο μπροστά και αριστερά μέρος, ένας νεαρός-μοντέλο βρίσκεται ξαπλωμένος σε ένα βάθρο κοιτάζοντας χαμηλά ένα βιβλίο, σε στάση ανάλογη με τη δεξιά απόληξη του δυτικού αετώματος στον Παρθενώνα. Στο πάτωμα, στη μέση του έργου, υπάρχει ένα ανατολίτικο χαλί και στο βάθος δεξιά μια ανοιχτή πόρτα που εντείνει τη θεατρικότητα του χώρου. «Όταν το έργο τέχνης, για μένα, δεν βγάζει ποίηση, δεν το αισθανθείς, είναι αδύνατο να συλλάβεις την υπαινικτικότατα που κρύβει, να κάνεις τους συνειρμούς», σχολίασε η Αθηνά Σχινά.
«Επίκαιρος και διαχρονικός», λοιπόν, μέσα από αυτή την πολυσημία, το συγκερασμό αναφορών αλλά και τη θεατρικότητα που προσδίδει στα έργα του, μοιάζοντας περισσότερο με καρέ από σεκάνς παρά με μεμονωμένες στιγμές, όπως στο εξαιρετικό «Ο τσάμικος και ο ζεϊμπέκικος» ή τις «Τέσσερις εποχές». Η ματιά του καθίσταται άχρονη, προσαρμόσιμη στα εννοιολογικά πλαίσια κάθε εποχής.
«Υπάρχουν αρκετοί νέοι ζωγράφοι που τον θαυμάζουν κι εμπνέονται από το έργο του, κατ’ αναλογία, φυσικά, και με διαφορετικά ερεθίσματα: το ύφος, ο χειρισμός του φωτός, το κλίμα και η ελεγειακή κυρίως ατμόσφαιρα που υποβάλλει η ζωγραφική του δίνουν ακόμη τροφή καθώς και οι ποιοτικές διακρίσεις που χρησιμοποιούσε, όπως οι διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, οι υπαινικτικοί τρόποι ανάμεσα στις αντιθετικές ισορροπίες και τις συγκρουσιακές καταστάσεις που κρύβουν (δέσμευση-ελευθερία, έρωτας-απώλεια, πρόσωπο-προσωπείο)», συνεχίζει η επιμελήτρια ανατρέχοντας σε παραδείγματα νεότερων δημιουργών, όπως ο Αλέξης Βερούκας, ο Εκουάρδο Σακαγιάν, ο Κωνσταντίνος Κερεστετζής ή ακόμη η φωταύγεια με νέον του Στήβεν Αντωνάκου.
Το τσαρουχικό σύμπαν, που σμιλεύτηκε από τον ποιητικό Κωνσταντίνο Παρθένη στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, τον Φώτη Κόντογλου και τη βυζαντινή ζωγραφική, από τα ταξίδια του στη Γαλλία και την Ιταλία, τον κλασικισμό και τον νεοκλασικισμό, τον Ανρί Ματίς και τον Πωλ Σεζάν, το φωβισμό, τον μεταϊμπρεσιονισμό και ενίοτε τον κυβισμό και τον ιμπρεσιονισμό, το είχαμε δει αναλυτικά στη διπλή αναδρομική του Μουσείου Μπενάκη πριν από τρία χρόνια.
Τι έχει να δώσει η καλοκαιρινή έκθεση στο Ίδρυμα Κυδωνιέως; Πέρα από την μεταπολεμική ατμόσφαιρα του χώρου, «μέσα από το φετινό αφιέρωμα φαίνεται ο τρόπος που ο Τσαρούχης προσέγγισε και χρησιμοποίησε την τεχνολογία της εποχής του, τις λιθογραφίες και τις μεταξοτυπίες», απαντάει η Αθηνά Σχινά. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως χωρίς τον Άλμπρεχτ Ντύρερ δεν θα είχαν διαδοθεί οι ιδέες της Αναγέννησης, ο Τσαρούχης δίνει ισότιμη αξία στο πρωτότυπο και το πολλαπλό έργο. Όπως γνωρίζουμε από συνεργάτες του, παρακολουθούσε στενά τα στάδια της εκτύπωσης των έργων και όπου χρειαζόταν τα επιμελούταν προσωπικά, προσπαθώντας να δώσει τις κατάλληλες λεπτομέριες…
Στην έκθεση περιλαμβάνονται αρκετά πολλαπλά από την περίοδο 1936 έως 1989. Πρόκειται, ουσιαστικά, για έργα που επέλεγε ο ίδιος ο Τσαρούχης να αναπαραχθούν και συνέλεγε ο Δημήτρης Τσίτουρας για χρόνια. Στόχος του ήταν να αντιπροσωπεύουν το σύνολο της δουλειάς του και, κοστίζοντας προφανώς πολύ φθηνότερα από τα πρωτότυπα, να φτάσουν σε όσους είχαν χαμηλό βαλάντιο.
Δίπλα-δίπλα με τα πρωτότυπα έργα, οι αριθμημένες μεταξοτυπίες αποδεικνύουν τη ζέση του Τσαρούχη να διατηρήσει τη χρωματική ζωντάνια, τη διαύγεια των μορφών του και την τονικότητα, όπως στο περίφημο «Αναχώρηση» και τις παραλλαγές του, με τον καθισμένο ναύτη να ατενίζει το λιμάνι του Πειραιά, ή στις κυβιστικά επηρεασμένες εκδοχές του «Ποδηλάτη».
«Η μεταξοτυπία είναι ιδεώδης τρόπος να αναπαράγεις ένα έργο χρωματιστό, σε αναγκάζει να μετράς τα χρώματά σου και να μην κάνεις σπατάλες, που μόνο ακαταστασία μπορούν να φέρουν. Για όποιον αγαπά την ακρίβεια, η μεταξοτυπία είναι ένα σίγουρο μέσο έκφρασης, φτάνει να ξέρεις την τέχνη σου», είχε πει ο ίδιος.
Στο αφιέρωμα του Κυδωνιέως, μέσα από τα πρωτότυπα και τα πολλαπλά, υπάρχουν όλα τα μοτίβα και οι θεματικές που χαρακτήρισαν τον Τσαρούχη: οι ένστολοι ναύτες σε διάφορες στάσεις και σκηνές, πορτρέτα απολλώνιων νέων συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, του Ντομινίκ, νεοκλασικά σκηνογραφικά κτίρια, κομμένες ανθοδέσμες σε βάζα, γυναίκες με τοπικές ενδυμασίες, μυθολογικές και λαϊκές αφηγήσεις, δάφνινα στεφάνια, μακέτες θεατρικών σκηνικών, σπουδές για εικονογραφήσεις βιβλίων, ζωδιακοί πίνακες καθώς και δείγμα από τα λίγα -μα πολύ επιδέξια- σουρεαλιστικά σχέδια με πενάκι που έκανε μετά από τα πρώτα ταξίδια του στο εξωτερικό.
Παράλληλα, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο, με φερφορζέ έπιπλα από την εποχή που το κτίριο κατοικούταν από το ζευγάρι Κυδωνιέως, προβάλλεται το ντοκιμαντέρ «Γιάννης Τσαρούχης: Σπουδή για πορτραίτο» (1981) του Αλέξανδρου Βερνίκου – ένας πολύ καλός τρόπος για να γνωρίσετε την ιδιοσυγκρασία του μεγάλου ζωγράφου. Τις σκηνογραφικές επεμβάσεις για την παρουσίαση της έκθεσης επιμελήθηκε ο Σταμάτης Ζάνος, ενώ τα μουσικά έργα του Χατζηδάκι που ακούγονται, καθώς και την διαδοχή τους, επέλεξε ο γιος του συνθέτη, Γιώργος Χατζηδάκις.
Άγγελος Κλάδης [email protected]
“ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ”