Από Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο
«Τα βιβλία που έχω γράψει είναι ίσως πιο κοντά στην ουσία μου από ότι οι ταινίες και πιστεύω ειλικρινά πως θα “ ζήσουν” περισσότερο από αυτές» μας εκμυστηρευόταν ο Βέρνερ Χέρτζογκ όταν επισκέφθηκε την Αθήνα τον περασμένο Απρίλιο καλεσμένος του Ιδρύματος Ωνάση. Είναι η φράση που σκεφτόμουν περισσότερο διαβάζοντας το βιβλίο του «Οδοιπορία στον πάγο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Alloglotta (μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη) και η οποία στο τέλος της ανάγνωσης με έπεισε για την αλήθεια της.
Στο ημερολογιακού χαρακτήρα βιβλίο, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1978, ο ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης καταθέτει τις εμπειρίες του από τη στιγμή που αποφάσισε το Νοέμβριο του ‘74 να διασχίσει με τα πόδια την απόσταση 774 χιλιομέτρων από το Μόναχο στο Παρίσι, για να επισκεφθεί την άρρωστη κριτικό κινηματογράφου και φίλη του Λότε Άισνερ. Για τον Χέρτζογκ αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο ταξίδι αλλά η υπέρτατη απόδειξη της αφοσίωσής του, ένα ιδιότυπο προσκύνημα το οποίο πίστευε πως θα ήταν αρκετό να κρατήσει την Άισνερ στη ζωή. Ας μην ξεχνάμε πως μια κίνηση ανήκουστη για οποιονδήποτε άλλο είναι αυτονόητη για κάποιον σαν τον Χέρτζογκ. Πρόκειται για τον άνθρωπο ο οποίος λίγα χρόνια μετά θα «αναγκαζόταν» να φάει ένα παπούτσι, αποτέλεσμα της απώλειας ενός στοιχήματος, ενώ αργότερα δε θα δίσταζε να μεταφέρει ένα ατμόπλοιο πάνω σε βουνό στην ταινία – μύθο «Fitzcarraldo». Η ζωή για τον Χέρτζογκ είναι μια συνεχής μεταφυσική εμπειρία, απόλυτα αντίθετη στις συμβάσεις κι η οποία τροφοδοτείται διαρκώς από νέες, συχνά αλλόκοτες, προκλήσεις.
© Lena Herzog
Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο «Οδοιπορικό» όταν ο Χέρτζογκ υπερασπίζεται την απόφασή του για το ταξίδι, υποστηρίζοντας πως η Άισνερ δεν πρέπει να πεθάνει γιατί «το γερμανικό σινεμά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν». Η τριών και πλέον εβδομάδων πεζοπορία, με μοναδικό εξοπλισμό μια τσάντα, μια πυξίδα και ένα καινούριο ζευγάρι μπότες, αντιμετωπίζεται ως ένα αναπόφευκτο χρέος του Χέρτζογκ προς την Άισνερ, την οποία ο σκηνοθέτης θαύμαζε απεριόριστα. Η 78χρονη τότε κριτικός είχε επιζήσει στρατοπέδου συγκέντρωσης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προτού αναδειχθεί σε εμβληματική φιγούρα του σινεμά ως συνιδρύτρια της Γαλλικής Ταινιοθήκης με τον Ανρί Λανγκλουά, για να εργαστεί αργότερα ως συντάκτρια του ιστορικού περιοδικού Cahiers du Cinema, την εποχή που τα κείμενά του σμίλευαν τη νουβέλ βαγκ. Ήταν τα βιβλία της όμως τα οποία την ανέδειξαν σε μια από τις επιδραστικότερες πένες της εποχής της, με χαρακτηριστικό το «Η δαιμονική οθόνη: Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός στον κινηματογράφο» (εκδ. Αιγόκερως).
Χάρη σε αυτά μια νέα γενιά Γερμανών σκηνοθετών όπως ο Χέρτζογκ και o Bιμ Βέντερς (ο οποίος αφιέρωσε στην Άισνερ το αριστουργηματικό «Παρίσι, Τέξας») ήρθε σε επαφή με την κινηματογραφική κληρονομιά μιας χώρας που προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με το παρελθόν, ενώ από τη μεριά της η ίδια η Άισνερ υποστήριξε τους νεαρούς δημιουργούς όσο λίγοι συνάδελφοί της. Δεν ήταν όμως μόνο το αίσθημα του καθήκοντος που οδήγησε τον Χέρτζογκ σε ένα δρόμο με αμφίβολη επιστροφή.
Η Λότε Άισνερ με τον Βέρνερ Χέρτζογκ
Οι εικόνες που κυριαρχούν στις σελίδες βρίσκονται μίλια μακριά από τις ειδυλλιακές αφηγήσεις άλλων αντίστοιχων ταξιδιωτικών βιβλίων. Εδώ τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι ο αδιάκοπος πόνος (οι καινούριες μπότες δε φέρθηκαν καλά στον Χέρτζογκ), η επίμονη δυσφορία και η αποπνικτική κούραση. Πολύ συχνά οι σκέψεις του Γερμανού ταξιδιώτη μοιάζουν με παραληρήματα, ενώ ο ίδιος περιγράφει καταστάσεις στις οποίες αντιμετωπίζεται σαν αγρίμι από την αστυνομία. Μέσα σε όλα, ο Χέρτζογκ χρειάστηκε να επιβιώσει διαδοχικών καταιγίδων ευρισκόμενος εν κινήσει και δίχως να γνωρίζει εάν η Άισνερ είναι ακόμα ζωντανή. Προσωπικά, βρίσκω ακόμα αδιανόητο πώς η ματαιότητα, η απόγνωση και η μοναξιά δεν οδήγησαν τον Χέρτζογκ στο πρώτο λεωφορείο.
Η απάντηση για αυτά είναι απλή και εντοπίζεται στις ταινίες του σκηνοθέτη. Οι χαρακτήρες του ουδέποτε επιλέγουν τον εύκολο δρόμο και συνήθως κοντράρονται με το απόλυτο κυνηγώντας την περιπέτεια. Οι στόχοι τους μοιάζουν αδύνατοι, για αυτό αφιερώνονται σε αυτούς ολόψυχα αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Ο μόχθος, η πυρετώδης ατμόσφαιρα και η ρευστή ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο είναι κυρίαρχα συστατικά στο γεμάτο χειροπιαστές εικόνες σινεμά του Χέρτζογκ. Πρόκειται για στοιχεία που βίωσε στο κορμί του ταξιδεύοντας από το Μόναχο στο Παρίσι.
Έτσι επιστρέφουμε στη φράση του προλόγου η οποία βρίσκει στο βιβλίο την επαλήθευσή της. Διότι εάν στις ταινίες του Χέρτζογκ βλέπουμε μια αντανάκλαση της φαντασίας και των συναισθημάτων του, στο «Οδοιπορικό» γίνεται ξεκάθαρο πως η στάση του απέναντι στη ζωή διέφερε ελάχιστα από αυτήν των ηρώων του.Παθιασμένοι, πεισματάρηδες και αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, υπερβαίνουν την ύπαρξη και ανοίγουν μια άλλη διάσταση στη συμβατική εμπειρία. Επομένως το «Οδοιπορικό» δεν είναι το τυπικό ταξιδιωτικό βιβλίο, καθώς έχει γραφτεί από χέρια που έτρεμαν από την κούραση, αγνοώντας εάν θα έχουν στέγη το επόμενο βράδυ. Ο Χέρτζογκ γίνεται ένα με το άλγος της οδύσσειας που ο ίδιος επέλεξε για τον εαυτό του και ενδόμυχα ίσως να το απολαμβάνει.
Εάν τώρα αναρωτιέστε τι συνέβη στην Αίσνερ, η κριτικός ευτύχισε να ζήσει για ακόμα εννέα χρόνια. Έτσι από ότι φαίνεται το «οδοιπορικό στον πάγο» πέτυχε το σκοπό του…
“ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ”