9 +1 αλλαγές στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της προστασίας του καταναλωτή

9 +1 αλλαγές στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της προστασίας του καταναλωτή

Της Αθηνάς Ι. Κοντογιάννη, πρώην Αν. Συνηγόρου του Καταναλωτή
Διδάσκουσας στη Νομική Σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
 

Από τις 8 Ιανουαρίου 2020 τέθηκε σε ισχύ η Οδηγία 2019/2161/ΕΕ που είναι γνωστή ως «Νέα Συμφωνία για τους Καταναλωτές» (“New Deal for Consumers”). Η Νέα Συμφωνία τέθηκε σε διαβούλευση με τις ενώσεις καταναλωτών και προμηθευτών και τους εν γένει αρμόδιους φορείς, στην οποία είχε την τιμή να συμμετάσχει και η γράφουσα. Oι νέοι κανόνες αποσκοπούν ιδίως στην κάλυψη κενών που διαπιστώθηκαν μετά από αξιολόγηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, πολλά από τα οποία συνδέονται με τις ψηφιακές συναλλαγές, και, γενικότερα, με την ψηφιακή αγορά. Ωστόσο, αν και θα ανέμενε κανείς από τον τίτλο τον επαναπροσδιορισμό των αρχών της προστασίας του καταναλωτή στη νέα εποχή, πρόκειται για επιμέρους ρυθμίσεις, στην πλειοψηφία τους βελτιώσεις, του υφιστάμενου πλαισίου.
Το τελικό κείμενο της Οδηγίας, το οποίο πρέπει να ενσωματωθεί στις εθνικές έννομες τάξεις μέσα σε δύο έτη, τροποποιεί 4 βασικές Οδηγίες (για τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, για τις καταχρηστικές ρήτρες και για την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές) και  προβλέπει, μεταξύ άλλων, τις εξής αλλαγές:

1. Ο καταναλωτής αποκτά δικαίωμα σε ατομικά μέσα έννομης προστασίας, αναλογικά και αποτελεσματικά, όταν θίγεται από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένου του επιθετικού marketing. Αυτό δεν αποτελούσε έως τώρα περιεχόμενο της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, η οποία προέβλεπε μόνο την επιβολή κυρώσεων από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές στον προμηθευτή που παραβίαζε την καταναλωτική νομοθεσία (δημόσια επιβολή). Δηλαδή, ο καταναλωτής αποκτά πλέον αξίωση κατά του παραγωγού για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας από την αθέμιτη εμπορική πρακτική, ενώ διατηρεί, βεβαίως, τις αξιώσεις του από τη σύμβαση με τον αντισυμβαλλόμενο προμηθευτή, π.χ. για ελαττώματα ή έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων, όπως και πριν, δυνάμενος να ζητήσει ακόμη και την αποδέσμευσή του από τη σύμβαση.  
Σκοπός της συμπλήρωσης της νομοθεσίας είναι να καλυφθεί το κενό που διαπιστώθηκε, με αφορμή την υπόθεση του «Dieselgate», όπου η μόνη νομική βάση που είχαν οι ζημιωθέντες καταναλωτές ήταν να αποδείξουν έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας στα αυτοκίνητα και να ασκήσουν τα δικαιώματά τους έναντι των αντισυμβαλλομένων τους πωλητών, οι οποίοι, όμως, μπορούσαν να αποδείξουν την έλλειψη ευθύνης τους. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν πολλοί καταναλωτές απροστάτευτοι, αφού δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν αποζημίωση απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία. Αυτή τη νομική βάση την αποκτούν τώρα.

2. Διαφάνεια στις επιγραμμικές αγορές (πλατφόρμες), ώστε να γνωρίζει ο καταναλωτής ότι, κατά κανόνα, δεν συναλλάσσεται με την ίδια την πλατφόρμα, αλλά με το ηλ. κατάστημα που φιλοξενείται σε αυτή και έναντι του οποίου δικαιούται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Επίσης, να γνωρίζει με ποιόν συναλλάσσεται, δεδομένου ότι, αν ο αντισυμβαλλόμενός του είναι ιδιώτης, δεν εφαρμόζεται η καταναλωτική νομοθεσία και πρέπει να υπάρχει στην πλατφόρμα σχετική ενημέρωση.
Αλλά και διαφάνεια ως προς τις πληροφορίες που λαμβάνει ο καταναλωτής από την επιγραμμική αγορά ή τη μηχανή αναζήτησης και σύγκρισης προϊόντων και υπηρεσιών, ιδίως με τη μορφή της κατάταξης των αποτελεσμάτων αναζήτησης ή σύγκρισης ή παρουσίασης προσφορών. Θα πρέπει να καθίσταται σαφές, δηλαδή, στον καταναλωτή αν το αποτέλεσμα της αναζήτησης, παρουσίασης ή σύγκρισης προϊόντων και υπηρεσιών εκ μέρους της πλατφόρμας σε απάντηση του ερωτήματός του είναι χορηγούμενη από προμηθευτή (κρυφή) διαφήμιση ή όχι και, γενικότερα, αν γίνεται έναντι καταβολής στην πλατφόρμα άμεσου ή έμμεσου ανταλλάγματος, καθώς και με ποιες γενικές παραμέτρους γίνεται η κατάταξη και σε ποιο βαθμό επικρατούν τελικώς αυτές έναντι άλλων.

3. Προστασία των καταναλωτών από ψευδείς προσφορές, με την καθιέρωση υποχρέωσης των προμηθευτών να συνοδεύουν κάθε ανακοίνωση για μείωση τιμής, υποδεικνύοντας την προγενέστερη τιμή που εφάρμοζαν αποδεδειγμένα πριν από τη μείωση, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των 30 ημερών.

4. Απαγόρευση μεταπώλησης στους καταναλωτές εισιτηρίων για πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις από προμηθευτές που τα απέκτησαν, χρησιμοποιώντας λογισμικό (π.χ. bots, δηλαδή αυτοματοποιημένοι λογαριασμοί), το οποίο παρακάμπτει τους τεχνικούς ή άλλους περιορισμούς του αρχικού πωλητή, για να διασφαλίσει την ελεύθερη διάθεσή τους γενικά προς το κοινό.  

5. Επέκταση του δικαιώματος της κατάλληλης προσυμβατικής ενημέρωσης, αλλά και της 14ήμερης υπαναχώρησης, εφαρμογή δηλαδή της Οδηγίας για τις εξ αποστάσεως συμβάσεις, και σε συμβάσεις προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου (π.χ. εφαρμογών, παιχνιδιών), αλλά και στις εν γένει διαδικτυακές συμβάσεις (π.χ. υπηρεσία ηλ. ταχυδρομείου, φιλοξενίας αρχείων, αποθήκευση στο νέφος), όπου το αντάλλαγμα εκ μέρους του καταναλωτή δεν είναι χρήματα, αλλά προσωπικά δεδομένα του.

6. Αλλαγές στο δικαίωμα υπαναχώρησης στις εξ αποστάσεως συναλλαγές:
α) Κατάργηση της υποχρέωσης του προμηθευτή να επιστρέψει στον καταναλωτή το τίμημα, αμέσως μετά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης εκ μέρους του καταναλωτή και προτού επιστραφεί το εμπόρευμα, για να έχει ο προμηθευτής τη δυνατότητα επιθεωρήσει την κατάσταση του προϊόντος και, εν συνεχεία, να επιστρέψει το τίμημα, αν κρίνει ότι δεν χρησιμοποιήθηκε.
β) Ρητή πρόβλεψη ότι ο προμηθευτής δεν είναι υποχρεωμένος να δέχεται την υπαναχώρηση του καταναλωτή, όταν το εμπόρευμα χρησιμοποιήθηκε, υπό την έννοια ότι έγινε υπέρβαση των ορίων της απλής δοκιμής του για τη διαπίστωση των ιδιοτήτων του.
Επισημαίνεται ότι η νέα ρύθμιση, κατ’ αποτέλεσμα, επιρρίπτει στον καταναλωτή το βάρος της απόδειξης ότι το προϊόν δεν έχει υποστεί μείωση αξίας, ενώ έως σήμερα συνέβαινε το αντίστροφο. Αυτό πέραν της εγγενούς ανισότητας που υπάρχει, μπορεί να δημιουργήσει περαιτέρω προβλήματα σε κάποιες μορφές συμβάσεων, ιδίως με αντικείμενο προϊόντα τεχνολογίας, όπου ο καταναλωτής δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις για να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης. Παραμένουν, επίσης, ερμηνευτικά ζητήματα, π.χ. ως προς τα προϊόντα ψηφιακής τεχνολογίας, όπου η διάκριση ανάμεσα στη χρήση και τη δοκιμή δεν είναι πάντοτε ευχερής, π.χ. διάρρηξη ταινιών ασφαλείας ή ενεργοποίηση λογισμικού, χωρίς την οποία, όμως, ο καταναλωτής δεν μπορεί να διαπιστώσει τις ιδιότητές του.
Σημειώνεται ότι, δεδομένου ότι η προθεσμία για το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή, βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ, επιμηκύνεται σε 12 μήνες με αφετηρία  την παράδοση, αν πρόκειται για προϊόντα, ή την κατάρτιση της σύμβασης, αν πρόκειται για υπηρεσίες, στην περίπτωση που ο προμηθευτής δεν ενημέρωσε τον καταναλωτή προσυμβατικά για το δικαίωμα υπαναχώρησης, με τη νέα ρύθμιση δημιουργείται η εξής νομική κατάσταση: Ο καταναλωτής έχει μεν δικαίωμα υπαναχώρησης για όλο το ανωτέρω διάστημα ως «τιμωρία» του προμηθευτή για την παραβίαση της υποχρέωσής του, αλλά ο προμηθευτής δεν θα το αποδέχεται, όταν ασκηθεί, επικαλούμενος χρήση του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Με τον τρόπο αυτόν αποδυναμώνεται, κατ’ αποτέλεσμα, η υποχρέωση ενημέρωσης για το δικαίωμα υπαναχώρησης, αλλά και η ίδια η άσκηση του δικαιώματος.

7. Απαγόρευση της παραπλανητικής πρακτικής των προϊόντων «δύο ποιοτήτων», κατά την οποία προϊόντα του ίδιου παραγωγού, ιδίως τρόφιμα, διατίθενται με πανομοιότυπη συσκευασία και λογότυπο, αλλά με σημαντικά διαφορετική σύσταση ή χαρακτηριστικά στα διάφορα κράτη μέλη. Η πρακτική αυτή, ενδέχεται να παραπλανά τον καταναλωτή και να τον οδηγεί σε οικονομική συμπεριφορά, δηλαδή σε αγορά, στην οποία δεν θα προχωρούσε, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, π.χ. ότι συγκεκριμένη παιδική τροφή της εταιρείας Χ, όταν πωλείται στην Ανατολική Ευρώπη περιλαμβάνει στα συστατικά της φοινικέλαιο, ενώ, όταν πωλείται στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όχι. Οι προμηθευτές πρέπει πλέον να καθιστούν σαφή τη διαφοροποίηση, η οποία θα πρέπει να οφείλεται σε λόγους αντικειμενικούς και θεμιτούς που υπόκεινται σε έλεγχο από τις αρχές.

8. Θέσπιση ειδικής απαγόρευσης προς τους προμηθευτές να μην διαγράφουν αρνητικά σχόλια και, γενικότερα, να μην αλλοιώνουν τα σχόλια ή τις αξιολογήσεις και την κριτική καταναλωτών για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, συμπεριλαμβανομένης και της απαγόρευσης θέσης “like” στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ενέργειες των προμηθευτών ή με ανάθεση σε τρίτους έναντι ανταλλάγματος. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες οι καταναλωτές πρέπει να ενημερώνονται με σαφήνεια και ειλικρίνεια, αν τα ανωτέρω σχόλια ή κριτικές είναι πραγματικές και ανήκουν σε υπαρκτούς καταναλωτές που πράγματι αγόρασαν το προϊόν ή την υπηρεσία ή αν πρόκειται για κεκαλυμμένη διαφήμιση και να παρέχουν πληροφόρηση για τις μεθόδους ελέγχου αξιοπιστίας που υιοθετούν. Πρακτικές που παραβιάζουν τα ανωτέρω, είναι άνευ ετέρου αθέμιτες.

9. Ενίσχυση της εφαρμογής της καταναλωτικής νομοθεσίας, με επιβολή αυξημένων κυρώσεων από τις εθνικές αρχές σε ποσοστό έως το 4% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης, ανάλογα με την έκταση της παραβίασης και λαμβανομένης υπόψη και της διασυνοριακότητάς της.
Το ανωτέρω πλαίσιο συμπληρώνεται με την Πρόταση Οδηγίας που θεσπίζει αντιπροσωπευτικές αγωγές σε όλα τα κράτη μέλη για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών (COM2018/184 final). Πρόκειται για συλλογικά μέσα δικαστικής προστασίας των καταναλωτών που ασκούνται από νομιμοποιούμενο φορέα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, π.χ. ένωση καταναλωτών ή δημόσια ανεξάρτητη αρχή. Με τον τρόπο αυτόν απαλλάσσονται οι καταναλωτές από τις καθυστερήσεις και το κόστος ατομικών μέσων προσφυγής.

©Πηγή: amna.gr

Loading

Play