Αεροπορικό δυστύχημα στην Ουάσιγκτον προκαλεί ανησυχίες για την ασφάλεια των πτήσεων και ευθύνες πολιτικών. Η πρόσφατη αεροπορική τραγωδία που έλαβε χώρα το πρωί της Πέμπτης στην Ουάσινγκτον έχει προκαλέσει σοκ και θλίψη στις Ηνωμένες Πολιτείες, φέρνοντας στο προσκήνιο σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια των αερομεταφορών. Η σύγκρουση ενός επιβατικού αεροσκάφους με στρατιωτικό ελικόπτερο οδήγησε στην αναγκαστική αποστολή σωστικών συνεργείων, τα οποία μέχρι στιγμής έχουν ανασύρει περισσότερες από 40 σορούς από τον ποταμό Ποτόμακ, κοντά στο αεροδρόμιο Ρόναλντ Ρίγκαν.
Η έρευνα για τα αίτια του δυστυχήματος ανατίθεται στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας Μεταφορών (NTSB), με την ελπίδα ότι μια προκαταρκτική έκθεση θα είναι διαθέσιμη εντός 30 ημερών. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι οι πιλότοι και των δύο αεροσκαφών διέθεταν ικανότητα να πλοηγούνται σε πολύπλοκο εναέριο χώρο, προσθέτοντας ότι είναι πρώιμο να διατυπώνονται υποθέσεις για την αιτία του συμβάντος.
Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, έσπευσε να αποδώσει ευθύνες, ισχυριζόμενος ότι το ατύχημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, και ότι οι πολιτικές ποικιλίας στον δημόσιο τομέα είναι εν μέρει υπεύθυνες για την κατάσταση. Δήλωσε μάλιστα ότι οι πρωτοβουλίες για τη διαφορετικότητα έχουν υπονομεύσει τα πρότυπα αεροπορικής ασφάλειας, κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς προκατόχους του. Ο Τραμπ, μάλιστα, προχώρησε σε νέες εκτελεστικές εντολές κατά των προγραμμάτων αυτών, παρόλο που οι οικογένειες των θυμάτων θρηνούν την απώλειά τους.
Το δυστύχημα έχει επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση ζητήματα ασφάλειας στην αεροπορία, με αναφορές για υποστελέχωση στο πύργο ελέγχου του αεροδρομίου Ρόναλντ Ρίγκαν. Έως τον Σεπτέμβριο του 2023, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας ήταν λιγότεροι από τους απαραίτητους, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ασφάλεια των πτήσεων στην περιοχή.
Πηγή περιεχομένου: in.gr