Αυξημένος Κίνδυνος Νοσηλείας για Αναπνευστικές Παθήσεις λόγω Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Έλλειψης Πρασίνου

Η μακροχρόνια έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση και η περιορισμένη πρόσβαση σε χώρους πρασίνου ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο νοσηλείας για αναπνευστικές παθήσεις, σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, στη Βιέννη.

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει τη σύνδεση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της αύξησης των αναπνευστικών παθήσεων, καθώς και τη θετική επίδραση των πάρκων στη μείωση των παθήσεων αυτών. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο αναπνευστικό σύστημα δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς.

Η ερευνητική ομάδα, υπό την καθοδήγηση της Σανσάν Ξου από το Τμήμα Παγκόσμιας Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Πανεπιστημίου του Μπέργκεν στη Νορβηγία, ανέλυσε δεδομένα από 1.644 συμμετέχοντες σε πέντε χώρες της βόρειας Ευρώπης. Η έρευνα αξιολόγησε τη συσχέτιση μεταξύ της αναπνευστικής υγείας και της μακροχρόνιας έκθεσης σε αιωρούμενα σωματίδια, διοξείδιο του αζώτου, μαύρο άνθρακα, καθώς και τη βλάστηση κατά την περίοδο 1990-2000.

Παρά τα σχετικά χαμηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη βόρεια Ευρώπη, παρατηρήθηκε ότι τα αιωρούμενα σωματίδια, ο μαύρος άνθρακας και το διοξείδιο του αζώτου αυξάνουν τον κίνδυνο νοσηλείας για αναπνευστικές παθήσεις. Αντίθετα, η παρουσία πρασίνου σχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο νοσηλείας για το αναπνευστικό σύστημα, αν και παρατηρήθηκε αύξηση των επισκέψεων στα επείγοντα περιστατικά, ειδικά σε περιπτώσεις που συνυπήρχε αλλεργική ρινίτιδα.

«Η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί επίμονη φλεγμονή και οξειδωτικό στρες στο αναπνευστικό σύστημα. Αυτές οι επιβλαβείς διαδικασίες συμβάλλουν στην ανάπτυξη και επιδείνωση χρόνιων αναπνευστικών παθήσεων, οδηγώντας σε σοβαρά επεισόδια υγείας που απαιτούν νοσοκομειακή περίθαλψη. Είναι επίσης πιθανό ότι η μακροχρόνια έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση να μειώνει την ανοχή ή να αυξάνει την ευαισθησία σε αυτούς τους ρύπους, εξηγώντας έτσι γιατί ακόμη και μέτρια ή χαμηλά επίπεδα μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία συγκεκριμένων πληθυσμών», επισήμανε η επικεφαλής ερευνήτρια.

Σε δεύτερη μελέτη που παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο, διαπιστώθηκε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση που σχετίζεται με την κυκλοφορία έχει στενή σύνδεση με την εξέλιξη του άσθματος σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ).

Οι ερευνητές, υπό την καθοδήγηση του Σάμουελ Κάι από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Υγείας και Βιωσιμότητας του Πανεπιστημίου του Λέστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανάλυσαν δεδομένα από 46.832 συμμετέχοντες με άσθμα από τη βρετανική βάση δεδομένων «UK Biobank». Τα επίπεδα δύο κύριων ατμοσφαιρικών ρύπων, σωματιδίων και διοξειδίου του αζώτου, εκτιμήθηκαν για τη διεύθυνση κατοικίας κάθε συμμετέχοντα. Επίσης, υπολογίστηκε για κάθε συμμετέχοντα ένα γενετικό σκορ κινδύνου, βασισμένο στα γενετικά χαρακτηριστικά και την πιθανότητα εμφάνισης άσθματος και ΧΑΠ.

Διαπιστώθηκε ότι για κάθε δέκα μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο υψηλότερης έκθεσης σε αιωρούμενα σωματίδια, ο κίνδυνος ανάπτυξης χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας ήταν 56% υψηλότερος για τους ασθενείς με άσθμα. Επίσης, η υψηλότερη έκθεση σε διοξείδιο του αζώτου αυξάνει τον κίνδυνο, και όταν τα άτομα διαθέτουν μέτριο ή υψηλό γενετικό κίνδυνο, ο κίνδυνος αυτός είναι σημαντικά μεγαλύτερος, καθιστώντας την αυξημένη έκθεση σε διοξείδιο του αζώτου παράγοντα που προκαλεί χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.

©

Loading