Αύξηση της μέσης θερμοκρασίας αέρα στην Αθήνα κατά πάνω από 3,5 βαθμούς Κελσίου αναμένεται για την περίοδο 2041-2070

Εκτιμάται ότι η μέση θερμοκρασία αέρα στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας μπορεί να αυξηθεί κατά πάνω από 3,5 βαθμούς Κελσίου κατά την περίοδο 2041-2070 σε σύγκριση με την περίοδο 1971-2000. Αυτή η εκτίμηση προκύπτει από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, με βάση τα νέα σενάρια, συγκεκριμένα το πιο δυσμενές σενάριο της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή καθώς και το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας. Αυτά τα συμπεράσματα προκύπτουν από έρευνα του ΕΚΠΑ και του καθηγητή Κωνσταντίνου Καρτάλη, μέλους της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή, στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου CLIMPACT 2. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι αυτή η αύξηση θα εντείνει σημαντικά τον θερμικό κίνδυνο στην Αθήνα κατά την προαναφερθείσα μελλοντική περίοδο. Σε αυτήν την έρευνα, ο θερμικός κίνδυνος στην Αθήνα κατηγοριοποιείται σε πέντε επίπεδα (πολύ χαμηλός, χαμηλός, μέτριος, υψηλός, πολύ υψηλός). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι κεντρικές περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, καθώς και ο Πειραιάς και οι γύρω δήμοι, καταγράφουν πολύ υψηλό θερμικό κίνδυνο, ενώ οι χαμηλότεροι κίνδυνοι εντοπίζονται κυρίως στα βορειοανατολικά και ανατολικά τμήματα της Αθήνας.

Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Καρτάλης τόνισε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξημένη συχνότητα, ένταση και διάρκεια ακραίων καιρικών φαινομένων στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, με τις συνέπειές τους να καταγράφονται και στην Αττική. Οι συνθήκες αυτές σχετίζονται κυρίως με υψηλές θερμοκρασίες και καύσωνες. Τα δεδομένα δεν αποτελούν μια ιδιαιτερότητα της Ελλάδας αλλά καταγράφουν τις θερμοκρασιακές τάσεις παγκοσμίως, οι οποίες δείχνουν μία σημαντική θέρμανση του πλανήτη τα τελευταία 150 χρόνια εξαιτίας ανθρώπινης παρέμβασης. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται παγκοσμίως μια αξιοσημείωτη αύξηση στα επεισόδια καύσωνα, που γίνονται συχνότερα, διαρκούν περισσότερο και ενδέχεται να είναι πιο έντονα. Αναφέρονται χαρακτηριστικά τα επεισόδια καύσωνα στην Αττική το 2022 και το 2023, τα οποία συνδύασαν υψηλές θερμοκρασίες με μεγάλη διάρκεια, επιδεινώνοντας τις θερμικές συνθήκες σε πολλές αστικές περιοχές.

Σύμφωνα με τον κ. Καρτάλη, οι πόλεις είναι γενικότερα ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, καθώς αυτή συνδυάζεται με το φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας (ΑΘΝ), δηλαδή το γεγονός ότι οι αστικές περιοχές είναι θερμότερες από τις γειτονικές περιοχές υπαίθρου, λόγω της χαμηλότερης βλάστησης, της υψηλότερης απορρόφησης ηλιακής ακτινοβολίας και των ανθρωπογενών πηγών θερμότητας (αυτοκίνητα, κτίρια, βιομηχανία).

Η Αστική Θερμική Νησίδα είναι συνήθως ισχυρότερη κατά τις νυχτερινές ώρες, καθώς προκύπτει από τον βραδύτερο ρυθμό ψύξης των αστικών περιοχών σε σχέση με την ύπαιθρο, με μια εντονότερη θερμική επιβάρυνση και υψηλότερη ενεργειακή κατανάλωση για ψύξη κατά τις μεσημεριανές ώρες.

Ο κ. Καρτάλης υπογραμμίζει ότι πολλές μελέτες του ΕΚΠΑ αλλά και άλλων οργανισμών στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Για παράδειγμα, η ζήτηση στις αστικές περιοχές έχει υπολογιστεί ότι παρουσιάζει αύξηση από 0.5% έως 4.5% (ανάλογα με την περιοχή μελέτης) για κάθε βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας. Ειδικότερα στην Αθήνα, η αύξηση της κατανάλωσης κατά έναν βαθμό Κελσίου είναι της τάξης του 4.1%. Επιπλέον, η θερμική επίδραση της πόλης έχει μεγάλο δυσμενή αντίκτυπο στην υγεία των κατοίκων, ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες. «Η συγκριτική μελέτη ημερήσιων θνησιμότητας από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά αίτια στην Αθήνα κατέδειξε ότι η θνησιμότητα των ατόμων άνω των 65 ετών αυξάνεται κατά 20% στις υψηλές και κατά 35% στις ακραίες θερμοκρασίες», υπογράμμισε.

Στα πλαίσια του ερευνητικού έργου CLIMPACT 2, αξιοποιήθηκαν παράμετροι όπως η επιφανειακή θερμοκρασία εδάφους (LST), ο δείκτης βλάστησης και η πυκνότητα πληθυσμού για άτομα άνω των 65 ετών, κατατάσσοντας το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας σε πέντε τάξεις θερμικού κινδύνου: πολύ χαμηλός, χαμηλός, μέτριος, υψηλός και πολύ υψηλός.

Όπως αποτυπώνεται και σε χάρτη που ακολουθεί, οι κεντρικές περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας καθώς και δήμοι στο Πειραιά, καταγράφουν πολύ υψηλό θερμικό κίνδυνο, ενώ οι χαμηλότεροι κίνδυνοι εντοπίζονται κυρίως στα βορειοανατολικά και ανατολικά τμήματα.

Επιπλέον, εκτιμήθηκε η διαφορά θερμοκρασίας για την περίοδο 2041-2070 σε σύγκριση με την περίοδο 1971-2000, χρησιμοποιώντας το σενάριο SSP5-8.5, που είναι το πιο δυσμενές και αναφέρει ότι θα συνεχιστεί η αύξηση των αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Για την εκτίμηση χρησιμοποιήθηκαν τρία κλιματικά μοντέλα με βελτιωμένη χωρική κλίμακα 12.5×12.5 χιλιομέτρων και διάφορες προγνωστικές παραμέτρους.

Η εκτίμηση της αύξησης της θερμοκρασίας για το ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας προκύπτει ότι υπερβαίνει τους 3.5 βαθμούς Κελσίου, συνδυάζοντας τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, πλην των παράκτιων ζωνών και των περιοχών βόρεια της Αθήνας. Η ανάλυση υποδεικνύει ότι μια τέτοια αύξηση θα επιδεινώσει τον θερμικό κίνδυνο στην Αθήνα την περίοδο 2041-2070.

«Η καταγραφή και ανάλυση των παραμέτρων που ενισχύουν την ανθεκτικότητα μιας πόλης απέναντι στην κλιματική αλλαγή απαιτεί βάθος γνώσεων, με την αξιοποίηση τόσο επίγειων όσο και δορυφορικών δεδομένων. Το πρόγραμμα CLIMPACT λειτουργεί ως καινοτόμα πλατφόρμα συνεργασίας μεταξύ Πανεπιστημίων και Ερευνητικών Κέντρων στην Ελλάδα, εστιάζοντας στη μελέτη της κλιματικής αλλαγής και της κατανόησης των πολύπλοκων κλιματικών διαδικασιών, προάγοντας την ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων που είναι απαραίτητα για την ανθεκτικότητα της Αθήνας και άλλων πόλεων», επισημαίνει ο καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος στο ΕΚΠΑ.

©Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Loading