Ανοδική τάση ακολουθούν οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου στην Κύπρο την τελευταία διετία. Το 2018, ανήλθαν σε 2,8 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 3% συγκριτικά με το 2017. Το ελληνικό ελαιόλαδο που εξήχθη στην Κύπρο το 2018 είχε ως μέση τιμή τα 3,6 ευρώ ανά κιλό (έναντι 4,2 ευρώ το 2017).
Σύμφωνα με ενημερωτικό έγγραφο της πρεσβείας μας, η Ελλάδα είναι ο κύριος προμηθευτής της Κύπρου σε ελαιόλαδο, αφού το μερίδιό της επί του συνόλου των κυπριακών εισαγωγών στο συγκεκριμένο προϊόν είναι ιδιαίτερα σημαντικό (90% το 2018 έναντι 86% το 2017). Γι’ αυτόν τον λόγο, η ετήσια μεταβολή στις εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου στην Κύπρο κινείται σχεδόν παράλληλα με την αντίστοιχη μεταβολή του συνόλου των εισαγωγών.
Το 2018 η Κύπρος προμηθεύτηκε από την χώρα μας το 89% του παρθένου ελαιολάδου που εισήγαγε, με μια μέση τιμή που ανήλθε σε 4,2 ευρώ ανά κιλό (έναντι 3,6 ευρώ ανά κιλό το 2017 και 2,6 ευρώ το 2015 – Στοιχεία CYSTAT). Η αξία των ελληνικών εξαγωγών παρθένου ελαιολάδου στην Κύπρο το 2018 ήταν 2,155 εκατ. ευρώ, έναντι 2,182 εκατ. ευρώ το 2017 (-1%).
‘Αλλες χώρες που εξήγαγαν παρθένο ελαιόλαδο στην Κύπρο το 2018 ήταν η Ισπανία (με μέση τιμή 2,78 ευρώ ανά κιλό) , η Βουλγαρία (0,77 ευρώ ανά κιλό) και η Ιταλία (7,2 ευρώ ανά κιλό).
Οι εξαγωγές αυτών των χωρών αποτέλεσαν συνολικά μόλις το 11% του συνόλου των κυπριακών εισαγωγών στο συγκεκριμένο προϊόν. Οι κυπριακές εξαγωγές παρθένου ελαιολάδου είναι πολύ μικρές, ενώ κινούνται καθοδικά. Το 2018, ανήλθαν σε 127.798 ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 62% έναντι του 2017 και κατά 70% έναντι του 2016.
Ελληνικές εξαγωγές εξευγενισμένου ελαιόλαδου στην Κύπρο
Το 2018, οι ελληνικές εξαγωγές εξευγενισμένου ελαιολάδου στην Κύπρο αποτέλεσαν το 93% του συνόλου των κυπριακών εισαγωγών στο συγκεκριμένο προϊόν και ανήλθαν σε 656.728 ευρώ (+ 21% συγκριτικά με το 2017). Το εξευγενισμένο ελαιόλαδο που προμηθεύτηκε η Κύπρος από την Ελλάδα το ίδιο έτος κόστισε κατά μέσο όρο 2,75 ευρώ ανά κιλό (έναντι 2,61 ευρώ το 2017 και 3,19 ευρώ το 2016).
‘Αλλες χώρες που εξήγαγαν εξευγενισμένο ελαιόλαδο το 2018 ήταν το Ην. Βασίλειο (με μέση τιμή 11,3 ευρώ ανά κιλό), η Ισπανία (με 4,7 ευρώ) και οι ΗΠΑ με 9,16 ευρώ). Το σύνολο των εν λόγω εξαγωγών αντιστοιχεί σε ποσοστό μόλις 8% των συνολικών εισαγωγών της χώρας στο συγκεκριμένο προϊόν. Οι κυπριακές εξαγωγές εξευγενισμένου ελαιολάδου κινούνται σε χαμηλά επίπεδα και καταγράφουν επίσης καθοδική τάση. Το 2018, άγγιξαν τις 20.388 ευρώ (έναντι μόλις 266 ευρώ το 2017 και 43.093 ευρώ το 2016).
Οι ανταγωνιστές μας
Η Ελλάδα είναι, με διαφορά, ο βασικότερος εξαγωγέας ελαιολάδου στην κυπριακή αγορά, τουλάχιστον από το 2004 και μετέπειτα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της CYSTAT. Ειδικά το 2018, οι κυριότεροι ανταγωνιστές της χώρας μας στην κυπριακή αγορά ήταν, κατά σειρά, η Ισπανία (με μερίδιο 6% επί του συνόλου), το Ην. Βασίλειο (2%), η Βουλγαρία (1%) και η Ιταλία (0,8%). Οι χώρες αυτές ήταν μέσα στους 5 πρώτους προμηθευτές της Κύπρου και για τα έτη 2017 και 2016. Μέχρι και το 2015, στην πρώτη πεντάδα ήταν επίσης το Βέλγιο και οι ΗΠΑ, που εκτοπίστηκαν στην συνέχεια από την Βουλγαρία και την Ιταλία.
Το 2018, η υψηλότερη μέση τιμή παρατηρήθηκε στις εισαγωγές ελαιολάδου στην Κύπρο από το Ην. Βασίλειο (με 10,6 ευρώ ανά κιλό ελαιολάδου) ενώ η χαμηλότερη στις εισαγωγές από τη Βουλγαρία (0,77 ευρώ ανά κιλό).
Εισαγωγές
Οι εισαγωγές ελαιολάδου στην κυπριακή αγορά δεν παρουσιάζουν σταθερή πορεία. Το 2018 ανήλθαν σε 3,13 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας ελαφρά μείωση σε σχέση με το 2017 (-1%). Το ελαιόλαδο που εισήγαγε η Κύπρος το 2018, συνολικού βάρους 888,6 τόνων, είχε ως μέση αξία τα 3,52 ευρώ ανά κιλό. Η τάση στις εισαγωγές κατά την τελευταία τετραετία είναι αρνητική, με εξαίρεση το 2017, χρονιά κατά την οποία υπήρξε σημαντική αύξηση (+37%), προφανώς λόγω της μειωμένης παραγωγής εγχώριου ελαιολάδου του 2016.
Παραγωγή κυπριακού ελαιόλαδου
Η μέση ετήσια παραγωγή κυπριακού ελαιολάδου την τελευταία τετραετία άγγιξε τους 2.769 τόνους. Η εγχώρια παραγωγή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της κυπριακής αγοράς. Συγκεκριμένα, το 2018 η εγχώρια ζήτηση υπολογίζεται ότι ανήλθε στους 4.566 τόνους, από την οποία το 67% καλύφθηκε από την εγχώρια παραγωγή και το υπόλοιπο 23% από τις εισαγωγές.