του Branko Milanovic (*)
Σε μια σειρά από βιβλία, και ιδιαίτερα στο «Αντιεύθραυστα», ο Νασίμ Ταλέμπ έχει εισαγάγει μια σημαντική έννοια – το να είσαι αντιεύθραυστος, δηλαδή να κερδίζεις από την αταξία. «Εύθραυστο» είναι φυσικά το αντίθετο: κάτι που ευδοκιμεί σε σταθερές συνθήκες, αλλά διαλύεται σε συνθήκες αστάθειας. Ενδιαμέσως βρίσκεται το «ανθεκτικό», που αντέχει εν μέσω της αβεβαιότητας και της αναταραχής, χωρίς να επωφελείται από αυτό.
Η αντίθεση μεταξύ του αντιεύθραυστου και των άλλων δύο κατηγοριών σχετίζεται με την αντίθεση μεταξύ συγκεντρωτικών σχηματισμών (όπως τα ομοιογενή κράτη) και αποκεντρωμένων, πιο ευέλικτων, ομοσπονδιακών δομών. Παράδειγμα των τελευταίων είναι η Ελβετία, με το αποκεντρωμένο σύστημα των καντονιών και τη δημοψηφισματική δημοκρατία.
Η Ελβετία είναι όμως και αντιεύθραυστη. Ιστορικά, είναι μια χώρα που έχει επωφεληθεί από την αναταραχή και την αταξία εκτός των συνόρων της (πόλεμοι, εθνικοποιήσεις, αβέβαια ιδιοκτησιακά δικαιώματα). Είτε πρόκειται για Εβραίους που ήθελαν να σώσουν την περιουσία τους από την «αριανοποίηση» είτε για κινέζους εκατομμυριούχους που φοβόντουσαν μια επανάσταση ή αφρικανούς πλούσιους που αναζητούσαν καταφύγιο, η Ελβετία πρόσφερε ασφάλεια. Ήταν λοιπόν, και είναι, ο ορισμός του αντιεύθραυστου κράτους: επωφελείται από την αταξία.
Αλλά δεν είναι η μόνη. Η παγκοσμιοποίηση και η διεθνής αναταραχή, σε συνδυασμό με το άνοιγμα των κεφαλαίων, έχουν επιτρέψει σε πολλές μικρές οικονομίες να ειδικευτούν σε διάφορες δραστηριότητες, από ξέπλυμα χρημάτων μέχρι φοροδιαφυγή. Στη δυτική Ευρώπη, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία έχουν επιδοθεί σε ευρεία φοροδιαφυγή. Αλλού, όπως στην Καραϊβική, μικρά εθνικά κράτη έχουν ειδικευτεί στην παροχή του νομικού πλαισίου για εταιρείες κέλυφος, οι οποίες έπαιξαν τεράστιο ρόλο στο ξέπλυμα χρήματος που ακολούθησε τις ιδιωτικοποιήσεις σε πολλές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες μετά το 1989.
Όλες αυτές οι χώρες είναι αντιεύθραυστες με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Ταλέμπ. Η επιτυχία τους όμως μας διδάσκει κι ένα μάθημα για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Μας δείχνει δηλαδή ότι η παλιά έννοια της «βιωσιμότητας» ενός κράτους – που βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο όριο μεγέθους – είναι λανθασμένη.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η εξειδίκευση μικρών κρατών σε συγκεκριμένες δραστηριότητες τους επιτρέπει να ευδοκιμούν: δεν χρειάζεται να παράγουν αυτοκίνητα ή κινητά τηλέφωνα για να πλουτίσουν. Δεν χρειάζεται καν να έχουν μια εγχώρια αγορά. Αρκεί να βρουν μια δραστηριότητα που σχετικά λίγες άλλες χώρες προσφέρουν και για την οποία υπάρχει αυξημένη παγκόσμια ζήτηση. Κι έτσι γίνονται αντιεύθραυστα.
Η επιτυχία αυτών των κρατών αναπαράγεται και σε μικρότερο επίπεδο. Μεγάλες πόλεις όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, το Μαϊάμι και η Βαρκελώνη προσφέρουν πολλές από τις υπηρεσίες και ανέσεις που βρίσκουμε σε μικρά εθνικά κράτη, επιπλέον όμως προσφέρουν τα πλεονεκτήματα από τη φυσική παρουσία πολλών εταιρειών. Είναι λοιπόν κι εκείνες αντιεύθραυστες.
Αυτό έχει συνέπειες για την πολιτική ζωή των εθνικών κρατών όπου βρίσκονται αυτές οι πόλεις. Οι παγκόσμιες πόλεις (villes-monde, όπως τις έλεγε ο Φερνάν Μπροντέλ) είναι όλο και περισσότερο συνδεδεμένες με άλλες παγκόσμιες πόλεις και άλλες χώρες και όλο και λιγότερο συνδεδεμένες με τις χώρες στις οποίες βρίσκονται. Θυμίζουν τις μεσαιωνικές πόλεις, που ήταν συχνά ισχυρότερες από μεγαλύτερες χώρες.
Ενώ λοιπόν τα εθνικά κράτη πολιτικά και οικονομικά κατακερματίζονται, οι παγκόσμιες πόλεις ανθίζουν. Πολλές από αυτές ψηφίζουν ήδη διαφορετικά από τις χώρες τους: το Λονδίνο έχει μια ισχυρή πλειοψηφία κατά του Brexit, η Βουδαπέστη, η Κων/πολη και η Μόσχα ψήφισαν εναντίον των αυταρχικών ηγετών των χωρών τους και η Νέα Υόρκη ηγείται της «ανταρσίας» εναντίον ενός Νεοϋορκέζου που είναι σήμερα πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το μεγάλο πολιτικό ερώτημα του 21ου αιώνα θα είναι πώς μπορεί να επιτευχθεί ένα modus vivendi ανάμεσα στις παγκοσμιοποιημένες μεγάλες πόλεις και τις χώρες στις οποίες βρίσκονται.
(*) Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς είναι οικονομολόγος που ειδικεύεται στις ανισότητες
(Πηγή: Social Europe)