Είναι 1958 και ο δεκάχρονος Στέλιος Παπαδόπουλος, που κάθε τόσο παίρνει το λεωφορείο με τον αριθμό «10», για να φτάσει από τη Χαριλάου στη μικρή εμπορική επιχείρηση του πατέρα του στα Λαδάδικα, πιθανότατα δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτό το ευωδιαστό μαγαζί μπαχαρικών στη Θεσσαλονίκη θα αποδειχθεί μεγάλο σχολείο. Μια γεννήτρια εμπειριών, που θα τον βοηθούσε μια μέρα να κρατήσει το «τιμόνι» ενός γίγαντα της βιοτεχνολογίας με κεφαλαιοποίηση δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά και να διαπραγματεύεται με εκπροσώπους επιχειρηματικών κολοσσών στην Αμερική. Μετά τα 15 του χρόνια, άρχισε να «κρατάει» το μαγαζί κάθε απόγευμα μετά το σχολείο, όταν ο πατέρας και ο θείος του έλειπαν σε ταξίδια και θυμάται πως «ξαφνικά σαν μικρό παιδί ήμουν ανάμεσα στους άντρες και μεγάλωσα και εγώ στο δικό μου το μυαλό». Πήγαινε στις τράπεζες, πλήρωνε γραμμάτια, έκανε συναλλαγές… Ανεκτίμητα τα μαθήματα που πήρε εξ απαλών ονύχων για το πώς λειτουργεί το εμπόριο -«αν ο κοινός πελάτης το πιπέρι το πλήρωνε 110 το κιλό, ο καλός το πλήρωνε 105 κι ο μπαταχτσής 115»- αλλά και επίμονη η συμβουλή του πατέρα του: «Εσύ αγόρι μου, να μη γίνεις σαν εμένα, να μην ταλαιπωρείσαι σαν σκλάβος στη δουλειά, εσύ να μάθεις γράμματα, να γίνεις επιστήμονας».
Κάποια χρόνια αργότερα, το 1966, ο Στέλιος Παπαδόπουλος έφυγε για τις ΗΠΑ με 200 δολάρια στην τσέπη, για να συνεχίσει τις σπουδές του εκεί. Για να επιβιώσει, χρειάστηκε αμέσως να εργαστεί. Οι δουλειές που έκαναν τότε οι νεαροί μετανάστες όπως εκείνος ήταν συνήθως δύο: σερβιτόροι σε εστιατόρια και πωλητές παγωτών στους δρόμους. Ένιωσε πως ήταν πανέτοιμος για κάθε δουλειά, γιατί είχε πείρα στο «πάρε-δώσε», έχοντας ήδη «τριφτεί» με την πραγματικότητα της αγοράς ως παιδί. Κι όταν, περισσότερα χρόνια αργότερα, έχοντας πια ολοκληρώσει τις σπουδές του, έφτασε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με μεγάλα ονόματα της επιχειρηματικότητας στις ΗΠΑ συνειδητοποίησε πως «πολλά από τα μικρά μαθήματα που πήρα 10 χρονών στα Λαδάδικα, ήταν χρήσιμα και στα 50 μου, στις συναλλαγές με τους γίγαντες των παγκόσμιων εταιρειών». Σήμερα είναι πρόεδρος της Biogen Inc, συνιδρυτής του Fondation Santé* και θεωρείται διεθνώς ως «πατριάρχης της βιοτεχνολογίας». Ωστόσο, όπως εξομολογήθηκε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στη Θεσσαλονίκη, του λείπουν «τα Λαδάδικα εκείνης της εποχής».
Με τη Θεσσαλονίκη βέβαια, τον συνδέουν πολλές ακόμα αναμνήσεις, μέσα και έξω από το μαγαζί μπαχαρικών, που έδρευε αρχικά στην Αγίου Μηνά 3 μεταξύ Κατούνη και Ίωνος Δραγούμη και μετέπειτα στην Ολυμπίου Διαμαντή. Μάλιστα, όπως λέει, η πρώτη ανάμνησή του από την πόλη σίγουρα ήταν …ποδοσφαιρική, αφού μεγάλωσε στη Χαριλάου, στην περιοχή της Παπαναστασίου, απέναντι από την παλιά Οσία Ξένη. Το ολοκαίνουργιο γήπεδο του Άρη ήταν κοντά και ο ίδιος και η παρέα του συνήθιζαν να παίζουν μπάλα σε ένα μικρό τριγωνάκι γης στη γειτονιά, ήδη από τεσσάρων χρονών. ‘Εγινε οπαδός του Άρη, αλλά όχι …ποδοσφαιριστής, αφού πέρασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο οποίο όμως φοίτησε για μόλις τρεις μήνες. Στη συνέχεια έφυγε για τις ΗΠΑ, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του πάνω στα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Βιολογία, έκανε το μεταπτυχιακό του και μετά στράφηκε στη βιοφυσική.
Aρχικά ακολούθησε την ακαδημαϊκή οδό, αλλά τελικά μεταπήδησε στον τομέα των επενδύσεων και στη Wall Street. ‘Ενα τέτοιο άλμα δεν ακούγεται ιδιαίτερα παράξενο για έναν άνθρωπο που η κινητήρια δύναμή του είναι η περιέργεια, όπως είπε ο ίδιος («έχω τρομερή περιέργεια, η οποία οδηγεί στην ανάγκη για μάθηση»). Δεν ήταν όμως τεράστιο ρίσκο να αφήσει τη σιγουριά μιας ακαδημαϊκής καριέρας, για να μπει σε έναν εντελώς καινούργιο χώρο; «Σίγουρα, βλέποντας πίσω, ήταν ρίσκο αυτό, αλλά πολλές φορές οι αποφάσεις που παίρνουμε εν αγνοία καταστάσεων, δεν καθρεφτίζουν σωστά το ρίσκο που μπορεί να έχουν. Η απόφασή μου να αφήσω τις σπουδές στο Μετσόβιο το 1966 και να πάω στην Αμερική, ολομόναχος χωρίς καμία οικονομική στήριξη, αυτή και αν ήταν ρίσκο! Αλλά νέος ήμουν, δεν ήξερα τίποτα και είχα καημό να πάω στην Αμερική, έφυγα. Οσον αφορά την απόφαση να φύγω από τον ακαδημαϊκό χώρο για να πάω στη Wall Street, είχα κάποια ιδέα ότι αυτό που συνέβαινε γύρω μου ήταν σημαντικό, ήταν οι αρχές. Οι πρώτες εταιρείες στον χώρο της βιοτεχνολογίας ζητούσαν κεφάλαια από επενδυτές (…) και κατάλαβα ότι κάτι θα γινόταν. Για το τεράστιο οικοδόμημα που χτίστηκε βέβαια, ιδέα δεν είχα!» είπε χαρακτηριστικά, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) κι απαντώντας σε ερωτήσεις που του έθεσε η δημοσιογράφος Τασούλα Επτακοίλη.
Είκοσι χρόνια αναμονή, τα κεφάλαια και η αξιοκρατία
Ποια θα μπορούσε να είναι η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη της βιοτεχνολογίας; Κατά τον δρα Παπαδόπουλο, για να στηθούν εταιρείες βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα, οι οποίες θα δημιουργήσουν νέα φάρμακα προς χρήση σε όλον τον κόσμο, πρέπει καταρχήν να υπάρχουν αρκετές πρωτότυπες, ενδιαφέρουσες, πρωτοποριακές επιστημονικές ιδέες και οι κατάλληλοι άνθρωποι. Όπως επισήμανε, αυτά που είναι τα λιγότερο αναγκαία είναι εκείνα που συχνά προβάλλονται ως τα πιο σημαντικά, όπως τα κεφάλαια ή περισσότεροι δικηγόροι που να γνωρίζουν από πατέντες.
«Το κεφάλαιο ακολουθεί την ευκαιρία. Αν ξαφνικά πεις σε κεφάλαια αμερικανικά ότι επενδύοντας στην Ελλάδα σε μια εταιρεία βιοτεχνολογίας θα βγάλουν λεφτά, θα έρθουν αμέσως (…). Τα κεφάλαια δεν είναι λοιπόν το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν οι πρωτοποριακές ιδέες, οι οποίες κατεξοχήν ξεκινούν από τον πανεπιστημιακό χώρο. Δεν έχουμε αυτή την υποδομή, δεν έχουμε αρκετούς τέτοιας ποιότητας επιστήμονες (…) (Οι Έλληνες επιστήμονες) είναι αρκετά καλοί και μερικοί θα μπορούσαν να κάνουν ενδιαφέρουσα καριέρα στο εξωτερικό, αλλά εδώ (στην Ελλάδα), με τις μικρές ομάδες και με την έλλειψη άμιλλας και επαφής με τα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού, είναι δύσκολο. Υπάρχει έστω ένα φάρμακο στην ιστορία της ιατρικής, που ν’ ανακαλύφθηκε σε ελληνικό πανεπιστήμιο ή εταιρεία και να διανέμεται στο εξωτερικό; (…) Όχι, γιατί δεν έχουμε τις υποδομές και τα προβλήματα δεν λύνονται με startups. Για να στηθεί πραγματικός χώρος για τη βιοτεχνολογία στην Ελλάδα απαιτείται μια δεκαετία τουλάχιστον, για να μην πω 20ετία, για την αναδιοργάνωση του χώρου των πανεπιστημίων. Και χρειάζεται αξιοκρατία, που αμφιβάλω αν θα τη βρούμε ποτέ στα πανεπιστήμια τα ελληνικά» σημείωσε.
Πρόσθεσε ότι χρειάζεται επίσης ένας «λογικός» διαμοιρασμός των κεφαλαίων της έρευνας στους κατάλληλους επιστήμονες. «Αυτή τη στιγμή είναι τόσο κομματιασμένο αυτό, δίνουν κονδύλια τα υπουργεία Γεωργίας, Ανάπτυξης, Εμπορίου, Ναυτιλίας, Παιδείας, αλλά δεν υπάρχει ένα κεντρικό σώμα που να ξέρει όλα τα λεφτά πού δίνονται και πώς δίνονται (…) Πρέπει να δημουργηθεί ένας ενιαίος χώρος σαν ομπρέλα, να μοιράζονται από εκεί όλα τα κονδύλια, και να βάλουμε αξιοκρατία στα πανεπστήμια. Αν τα δύο αυτά γίνουν, σε 20 χρόνια ίσως έχουμε ομάδες που μπορούν να κάνουν κάτι σημαντικό» συμπλήρωσε.
Σε ερώτημα ειδικά για τη Θεσσαλονίκη και τους πυλώνες στους οποίους θα μπορούσε να στηρίξει την αναπτυξιακή προοπτική της, «έδειξε» δύο τομείς: τον τουρισμό (πέρα από το δίπτυχο «ήλιος-θάλασσα», αφού πρόκειται όπως είπε για μια εξαιρετική πόλη με ιδιαίτερη ποικιλία στον πολιτισμό και την κουλτούρα) και την τεχολογία. Χαρακτήρισε υποδομές όπως το υπό δημιουργία τεχνολογικό πάρκο τέταρτης γενιάς ThessINTEC ως το μέλλον, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει λόγος η Θεσσαλονίκη να μη φιλοξενεί ένα παγκόσμιο κέντρο έρευνας και ανάπτυξης.
«Δεν έχουμε το δικαίωμα να γινόμαστε φιλάνθρωποι με τα λεφτά άλλων ανθρώπων»
Μπορεί η επιστήμη να είναι μπίζνες; Προς τα πού γέρνει η ζυγαριά; Προς το κέρδος ή προς την προσδοκία να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές; «Πρέπει να ξεχωρίζουμε την επιστήμη και την έρευνα στον ακαδημαϊκό χώρο, στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, εκεί που είναι καθαρή επιστήμη, η οποία οδηγείται από την περιέργεια του ερευνητή (…) Αυτή είναι η έρευνα από όπου ξεκινούν οι πρωτότυπες, πρωτοποριακές ιδέες (…) Από τη στιγμή όμως που στήνεις μια εταιρεία που ανήκει στους επενδυτές, είναι μια επιχείρηση. Σίγουρα, κανένας από εμάς δεν θα παραβιάσει τον νόμο, δεν θα είναι ανήθικος, αλλά σε τελική ανάλυση ο σκοπός και η υποχρέωσή μας είναι να επιστρέψουμε στους επενδυτές ανάλογα λεφτά με αυτά που επένδυσαν και το ρίσκο που πήρανε. Το να πούμε ότι μας ενδιαφέρει μόνο να γλιτώσουμε ζωές είναι υποκριτικό. Αν κάτι που ανακαλύψαμε είναι χρήσιμο ιατρικά, αλλά δεν είναι εμπορικά βάσιμο, μπορούμε να κάνουμε δωρεά την επιστημονική βάση στο κράτος ή σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα, για να την αναπτύξουν παραπάνω. Δεν έχουμε όμως το δικαίωμα με τα λεφτά άλλων ανθρώπων να γινόμαστε εμείς φιλάνθρωποι» απάντησε.
Όπως εξομολογήθηκε ο δρ Στέλιος Παπαδόπουλος, όταν τον ρωτούν από πού είναι, δεν απαντά από την Ελλάδα, αλλά από τη Θεσσαλονίκη, ενώ στο ερώτημα πώς διατηρεί την ελληνική ταυτότητα ένας άνθρωπος που ζει επί δεκαετίας στο εξωτερικό, απάντησε: «Για να διατηρήσεις μια ταυτότητα, καταρχήν υποτίθεται πως την είχες κάποτε. Πολλοί από αυτούς που χάνουν την ταυτότητά τους είτε δεν την είχαν ποτέ είτε τους υπερχειλίζει με εμπειρίες ο νέος χώρος και ξεχνούν από πού ξεκίνησαν. Η Αμερική δεν θέλει τόσο να σε συγχωνεύσει, όσο θέλει να δώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι. Και πολλοί από εμάς έχουμε μια διπλή ταυτότητα. Είμαι 100% Αμερικανός στους τρόπους μου, ιδιαίτερα στο εμπορικό κομμάτι και ταυτόχρονα είμαι Έλληνας. Δεν είναι ανάγκη να είσαι μόνο ένα πράγμα. Μπορείς να είσαι και το ένα και το άλλο (…) Αυτό βέβαια απαιτεί αγάπη για τις δύο ταυτότητες και απαιτεί προσπάθεια σίγουρα, ιδιαίτερα στο θέμα της γλώσσας. Και κάτι ακόμα: Είναι μερικοί που φεύγουν και άλλοι που φεύγουν και δεν φεύγουν. Εγώ έφυγα και δεν έφυγα. Το μυαλό μου είναι εκεί, η καρδιά μου είναι εδώ» κατέληξε. Τον δρα Παπαδόπουλο καλωσόρισε στη Θεσσαλονίκη η πρόεδρος του ΣΒΕ, Λουκία Σαράντη._
Αλεξάνδρα Γούτα
*Μέσω του Ιδρύματος οι συνιδρυτές του στηρίζουν τους Έλληνες ερευνητές, αλλά και τους ξένους επιστήμονες που ασχολούνται με την έρευνα στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο το ίδρυμα διαθέτει περίπου μισό με ένα εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο, από δωρεές των δημιουργών του, άλλων Ελλήνων της Διασποράς και φιλελλήνων