της Sylvie Kauffmann (*)
Η τελευταία επίσκεψη του Τζο Μπάιντεν στην Ευρώπη χρονολογείται από τον Φεβρουάριο του 2019. Στη Διάσκεψη του Μονάχου για την ασφάλεια, ο αντιπρόεδρος Πενς τα έψελνε στους ευρωπαίους ηγέτες, καλώντας τους να αποσυρθούν, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Ανεβαίνοντας στη συνέχεια στο βήμα, ο Τζο Μπάιντεν ήταν καθησυχαστικός. «Θα περάσει κι αυτό, θα δείτε», είπε ο πρώην αντιπρόεδρος. «Θα επιστρέψουμε!»
Οι Ευρωπαίοι δεν τον πήραν πολύ στα σοβαρά. Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία τούς είχε βυθίσει σε έναν στρατηγικό εφιάλτη. Εβλεπαν ότι η Αμερική τούς είχε εγκαταλείψει και δεν ενδιαφερόταν παρά για μερικές λαϊκιστικές κυβερνήσεις.
Ο Τζο Μπάιντεν τήρησε όμως την υπόσχεσή του: επέστρεψε. Στις 20 Ιανουαρίου, όταν εγκατασταθεί στο Οβάλ Γραφείο, θα είναι ο πιο έμπειρος αμερικανός πολιτικός στις διεθνείς σχέσεις από την εποχή του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου. Επιπλέον, η ομάδα της εξωτερικής πολιτικής που ανακοίνωσε έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας «dream team». Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Τόνι Μπλίνκεν έχει μεγαλώσει στο Παρίσι και γνωρίζει καλά την Ευρώπη. Αλλά και η υπόλοιπη ομάδα εγγυάται την επιστροφή του κεντρώου κατεστημένου.
Θαύμα; Η αντικατοπτρισμός; Αν υπάρχουν ακόμη κάποιοι αφελείς στην Ευρώπη που νομίζουν ότι αυτή η ειδυλλιακή εικόνα προαναγγέλλει μια σχέση όπως παλιά, σύντομα θα διαψευστούν. Ο διάλογος που έχει ξεκινήσει εδώ και πολλές εβδομάδες ανάμεσα σε ευρωπαίους και αμερικανούς ειδικούς αποκαλύπτει δύο πράγματα: ότι το μέλλον των ευρωαμερικανικών σχέσεων θα είναι διαφορετικό και πολύ πιο ενδιαφέρον.
Θα είναι διαφορετικό, γιατί ο κόσμος έχει αλλάξει – και όχι μόνο τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Οι τάσεις που εξηγούν εν μέρει την εκλογή του Τραμπ έχουν οξυνθεί: κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, άνοδος της Κίνας, κυριαρχία της τεχνολογίας, άνοδος του αυταρχισμού. Στις τάσεις αυτές πρέπει να προστεθούν τώρα και οι συντριπτικές συνέπειες της πανδημίας.
Οι αμερικανοί ειδικοί που έλαβαν μέρος στην προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών δεν κρύβουν ότι άμεση προτεραιότητά τους θα είναι η ανάκτηση του ελέγχου της πανδημίας και η επανεκκίνηση της αμερικανικής οικονομίας. Ο βαθύς διχασμός της χώρας δεν θα διευκολύνει το έργο τους: το γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν και την επιδείνωση της εικόνας της δημοκρατίας τους. Ο νέος σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν υπόσχεται μια εξωτερική πολιτική «για τη μεσαία τάξη» – την αμερικανική μεσαία τάξη. Ενας άλλος ειδικός προβλέπει ότι ο Μπάιντεν θα αφιερώσει το 80% της ενέργειάς του στην εσωτερική πολιτική και μόνο το 20% στην εξωτερική πολιτική.
Και από αυτό το 20%, η Κίνα θα έχει τη μερίδα του λέοντος. Τι μένει λοιπόν στους παλιούς ευρωπαίους συμμάχους, τους οποίους τόσο κακομεταχειρίστηκε ο Τραμπ; Δεν είναι και λίγο: να πάψουν να αποτελούν αντικείμενο κακομεταχείρισης. Ο Μπάιντεν θα έρθει να τους δει και θα επουλώσει τις πληγές. Θα επαναφέρει επίσης την Ουάσινγκτον στο πολυμερές παιχνίδι. Θα ευχαριστήσει τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία που «κράτησαν τη θέση» της Αμερικής αγωνιζόμενες επί τέσσερα χρόνια για να μην καταρρεύσει η συμφωνία με το Ιράν.
Τα υπόλοιπα είναι στο χέρι των Ευρωπαίων. Κι εδώ είναι που το πράγμα γίνεται ενδιαφέρον. Θέλετε περισσότερη αυτονομία; Πολύ καλά, μας βολεύει, δείχνει να απαντά το περιβάλλον του Μπάιντεν. Η Ασία δεν μας αφήνει έτσι κι αλλιώς να διαχειριστούμε όλες αυτές τις συγκρούσεις στις πύλες της Ευρώπης, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο, στην ανατολική Μεσόγειο και στην Αφρική. Ας κατανείμουμε λοιπόν τους ρόλους.
Αν η Ευρώπη θέλει να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, θα πρέπει έτσι να διατυπώσει τις προτάσεις της και κυρίως να ξεπεράσει τις διαιρέσεις της. Όπως λέγεται και από τις δύο πλευρές, υπάρχει ένα παράθυρο, μια μοναδική ευκαιρία: να επανεφευρεθεί η σχέση της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν διαφορετικό κόσμο.
(*) Η Σιλβί Κoφμάν είναι αρθρογράφος της Monde