Το πρώτο κύμα της πανδημίας Covid-19 ευθύνεται για τον θάνατο περισσοτέρων των 206.000 ανθρώπων, κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο, σε 21 δυτικές χώρες, σύμφωνα με διεθνή έρευνα που δημοσιεύεται σήμερα στην επιθεώρηση Nature Medicine.
Ομως, μόνο 167.000 θάνατοι έχουν αποδοθεί επισήμως στην Covid-19 στις χώρες αυτές. Η διαφορά, δηλαδή περίπου 40.000 θάνατοι, προστίθεται στον απολογισμό των θανάτων της επιδημίας κατά δύο τρόπους: αμέσως, εξαιτίας του γεγονότος ότι στην αρχή της επιδημίας τα υπερκορεσμένα νοσοκομεία δεν είχαν την δυνατότητα να πραγματοποιούν συστηματικά διαγνωστικά τεστ σε όλους τους ασθενείς, και εμμέσως, με τους θανάτους που οφείλονται σε άλλα αίτια, θανάτους τους οποίους δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν τα συστήματα υγείας εξαιτίας του υπερκορεσμού τους.
Δεκαεννέα χώρες της Ευρώπης, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία κατέγραψαν συνολικά περί τους «206.000 θανάτους επιπλέον του αναμενομένου, δηλαδή αν η πανδημία Covid-19 δεν είχε ενσκήψει», στο διάστημα από τα μέσα του Φεβρουαρίου μέχρι το τέλος του Μαΐου, συμπεραίνει η μελέτη που πραγματοποιήθηκε με την επεξεργασία μαθηματικών μοντέλων.
Η Αγγλία και η Ουαλία, καθώς και η Ισπανία, εμφανίζονται ως οι πλέον πληγείσες χώρες, με μία αύξηση κατά 37%-38% της θνητότητας σε σχέση με τα αναμενόμενα επίπεδα εάν δεν υπήρχε η πανδημία – έναντι αύξησης 18% στο σύνολο των αναλυομένων χωρών.
Ακολουθούν η Ιταλία, η Σκωτία και το Βέλγιο, ενώ η Γαλλία καταλαμβάνει την 8η θέση, με αύξηση των θανάτων κατά 13%.
Μία ομάδα δέκα χωρών, στις οποίες συγκαταλέγονται η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Ουγγαρία και η Νορβηγία, «απέφυγαν μία ορατή αύξηση των θανάτων».
Η νόσος που προκαλεί ο ιός Sars-Cov-2 έχει προκαλέσει αμέσως περισσότερο από ένα εκατομμύριο θανάτους στον κόσμο, σύμφωνα με τους επίσημους απολογισμούς, αλλά προκάλεσε επίσης θανάτους κατά έμμεσο τρόπο, εξαιτίας οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, καθώς και εξαιτίας της διατάραξης της λειτουργίας των συστημάτων υγείας (απώλεια εισοδήματος, καθυστερήσεις στην διάγνωση, αναβολή εγχειρήσεων, μείωση της φυσικής δραστηριότητας, αύξηση των αυτοκτονιών, ενδοοικογενειακή βία κλπ).
«Λαμβάνοντας υπ΄όψιν αυτούς τους παράγοντες, η εξέταση μόνο των θανάτων της Covid-19 είναι πολύ περιορισμένη· η εξέταση των θανάτων από όλα τα αίτια μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα πόσο αποτελεσματικά οι χώρες διαχειρίσθηκαν την επιδημία», δήλωσε ο Βασίλης Κόντης (Vasilis Kontis), εκ των επικεφαλής της μελέτης.
«Αντίστοιχη με τον καρκίνο του πνεύμονα»
Αντίθετα, η μείωση της κυκλοφορίας οχημάτων ή η βελτίωση της ποιότητας του αέρα κατά την διάρκεια του lockdown οδήγησαν σε αποφυγή θανάτων που θα είχαν επισυμβεί αν απουσίαζε η επιδημία.
Η γνώση των έμμεσων επιπτώσεων «είναι αναγκαία για την κατανόηση των πραγματικών συνεπειών της πανδημίας με όρους δημόσιας υγείας», εξηγούν οι ερευνητές του Imperial College του Λονδίνου.
«Ο αριθμός των 206.000 θανάτων είναι αντίστοιχος με τον συνολικό αριθμό των θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα και άνω του διπλάσιου του αριθμού των θανάτων που συνδέονται με τον διαβήτη ή τον καρκίνο του μαστού στις χώρες αυτές σε επίπεδο έτους», επισημαίνεται σε ανακοίνωση του Institut national d’études démographiques (Ined), το οποίο συμμετείχε στην μελέτη.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στοιχεία για την θνητότητα που χρονολογούνται από το 2010 στις υπό μελέτη χώρες, για να διαπιστωθεί πόσοι θάνατοι θα είχαν κανονικά καταγραφεί κατά την περίοδο από τα μέσα του Φεβρουαρίου μέχρι τον Μάιο 2020, εάν δεν είχε προκύψει η πανδημία Covid-19.
Στην συνέχεια, συνέκριναν αυτούς τους αριθμούς με τον αριθμό των θανάτων που καταγράφηκαν κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου και οφείλονταν σε όλα τα αίτια, για να εξαχθεί ο αριθμός των υπερβαλλόντων θανάτων που αποδίδονται στην Covid-19.
Οι χώρες που επιλέχθηκαν για την μελέτη είναι χώρες με πληθυσμό άνω των 4 εκατομμυρίων κατοίκων και για τις οποίες οι ερευνητές διέθεταν εβδομαδιαία στοιχεία θνητότητας, με βάση ηλικιακές κατηγορίες και φύλο από το 2015 τουλάχιστον.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, οι διαφορές μεταξύ των χωρών «απηχούν τις διαφορές στα χαρακτηριστικά του πληθυσμού, των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν κατά της πανδημίας και της ετοιμότητας των συστημάτων δημόσιας υγείας».
Στην μελέτη επισημαίνεται ότι για να μειωθούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, η σωστή κατηγοριοποίηση των ασθενών και η φροντίδα εκείνων που βαρύνονται με χρόνιες παθήσεις είναι τόσο σημαντικές, όσο και η αντιμετώπιση της μετάδοσης του ιού.
«Τα αποτελέσματα αυτής της ερευνητικής εργασίας θα βοηθήσουν στην εισαγωγή πολιτικών που θα περιορίσουν την θνητότητα κατά τα μελλοντικά κύματα της επιδημίας», σημειώνει το Ined.
«Οι χώρες που εφαρμόζουν αποτελεσματικές και εξαντλητικές εκστρατείες διαγνωστικών τεστ και ιχνηλάτησης των επαφών σε τοπικό επίπεδο ή εκείνες που έχουν επιβάλει έγκαιρα και αποτελεσματικά περιοριστικά μέτρα είχαν χαμηλότερη θνητότητα κατά το πρώτο κύμα της επιδημίας», σύμφωνα με τον Jonathan Pearson-Stuttard, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Imperial College , εκ των συντακτών της μελέτης.
«Την στιγμή που μπαίνουμε στο δεύτερο κύμα, τα προγράμματα τεστ και ιχνηλάτησης, καθώς και η υποστήριξη των ανθρώπων που πρέπει να απομονωθούν, αποτελούν τα σημαντικότερα εργαλεία για την μείωση των επιπτώσεων της πανδημίας», προσθέτει.
Οι 21 χώρες που περιλήφθηκαν στην μελέτη είναι: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Δανία, Τσεχική Δημοκρατία, Αγγλία και Ουαλία, Σκωτία, Φινλανδία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Ισπανία, Σουηδία και Ελβετία.