ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ / Από τον Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο
Ξεκίνησε ως νοσηρό αστείο, όταν ένας χρήστης του Reddit, με το ψευδώνυμο «deepfake», ανάρτησε στο σάιτ πορνογραφικό βίντεο με «πρωταγωνίστρια» την Γκαλ Γκαντότ. Σύντομα το ίντερνετ γέμισε μιμητές, οι οποίοι έφτιαξαν τα δικά τους κάλπικα κλιπ ερωτικού περιεχομένου, με τα πρόσωπα των ηθοποιών να έχουν αντικατασταθεί από εκείνα των σταρ του Χόλιγουντ, ακόμη και ανθρώπων του στενού τους περιβάλλοντος. Τα deepfakes, όπως ονομάστηκαν τα πλαστά βίντεο, διαδόθηκαν αστραπιαία χάρη στην ευκολία με την οποία κατασκευάζονται και στο καθολικά προσβάσιμο λογισμικό, γεγονός που βοήθησε και στο να βελτιωθεί η ποιότητά τους, ώστε οι διαφορές από τα πρωτότυπα βίντεο να είναι δυσδιάκριτες.
Η τρομακτική εξέλιξή τους είχε ως αποτέλεσμα τα deepfakes να αναβαθμιστούν από εργαλείο ικανοποίησης ερωτικών φαντασιώσεων μερικών αντρών σε παντοδύναμο πολιτικό εργαλείο. Χαρακτηριστικό είναι το συμβάν με την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Νάνσι Πελόζι. Τον περασμένο Μάιο η πολιτικός παρουσιάστηκε να τραυλίζει σε δύο βίντεο. Το γεγονός ότι ήταν εμφανώς παραποιημένα δεν εμπόδισε τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να αναρτήσει τα συγκεκριμένα deepfakes στο Twitter ως πειστήρια με αποτέλεσμα να ξεπεράσουν τα 3 εκατ. προβολές. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί η αλήθεια να αποκαταστάθηκε άμεσα χάρη στη σύγκριση με το αυθεντικό υλικό, ο φόβος όμως ήταν πλέον πραγματικός· εξαιτίας των deepfakes ακόμη και μια εμπειρία που αποκτάς με τις ίδιες σου τις αισθήσεις τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Στο σινεμά έχουμε δει ήδη την εν λόγω τεχνολογία σε χρήση, αν και για εντελώς διαφορετικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, ο Πίτερ Κάσινγκ «αναστήθηκε» για τις ανάγκες του «Rogue One: A Star Wars Story», ενώ φέτος στον «Ιρλανδό» (Μάρτιν Σκορσέζε) και στο «Gemini Man» (Ανγκ Λι) οι πρωταγωνιστές απεικονίζονται σε νεαρότερη ηλικία με μεγάλη πειστικότητα. Ενώ όμως από τη μία μιλάμε για πολύ υψηλής ποιότητας εφέ τα οποία κοστίζουν εκατομμύρια, η πρόσβαση στα… ερασιτεχνικά deepfakes έχει μηδενικό κόστος, το αποτέλεσμα είναι αρκούντως πειστικό κι έχει ως μοναδική προϋπόθεση τον άπλετο ελεύθερο χρόνο.
Επομένως, για το σινεμά τα deepfakes κρύβουν έναν άλλου είδους κίνδυνο, της μετατροπής της 7ης τέχνης σε ένα «οπτικοακουστικό κουκλόσπιτο»: Θα παρέχονται η πλοκή, οι χαρακτήρες και τα σκηνικά, κι εμείς θα επιλέγουμε τους πρωταγωνιστές. Οι διαμαρτυρίες για την επιλογή ενός ηθοποιού σε ένα ρόλο θα είναι ανούσιες, μια και η τεχνολογία θα επιτρέπει την αντικατάστασή του με έναν της αρεσκείας μας ή -γιατί όχι;- ακόμη και μ’ εμάς τους ίδιους. Στην τελευταία περίπτωση, ο διαχωρισμός φαντασίας και πραγματικότητας καταργείται και μεταφερόμαστε σε έναν κόσμο που μοιάζει με ανεστραμμένη εκδοχή του «Πορφυρού Ρόδου του Καΐρου». Για την ώρα, βρισκόμαστε μακριά από αυτό το δυστοπικό σενάριο, ωστόσο το ερώτημα παραμένει: Θα αντισταθούμε στο δέλεαρ αυτής της δύναμης που θα αλλάξει για πάντα το σινεμά όπως το ξέραμε; Και ας ρισκάρουμε να μην «εμφανιστούμε» ποτέ στη μεγάλη οθόνη…