ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ / Από τον Σπύρο Πετρουνάκο
Ρηχό νερό, σκιές (Άκης Παπαντώνης)
Πόσες όψεις μπορεί να έχει η ανάμνηση ενός συμβάντος; Πώς διαπιστώνεται η αξιοπιστία της περιγραφής συμβάντων με μόνον έναν μάρτυρα, πώς ακριβώς μετριέται η αγάπη ή η αφοσίωσή μας σε κάποιον άλλον άνθρωπο ή έναν ανώτερο σκοπό, πώς ζυγίζονται οι πράξεις που συντελούνται υπό ακραίες συνθήκες στο όνομα κάποιας οριακά, πλέον, κατανοητής αξίας; Ποια είναι τέχνη που αφήνουν κομβικά γεγονότα, όπως η έκρηξη στο Τσερνομπίλ, που προκαλούν αγεφύρωτα χρονικά ρήγματα, επιβάλλοντας ένα αμείλικτο «πριν» και «μετά»; Η μνήμη, «δύναμη ενισχυτική της βαρύτητας», στο μυθιστόρημα του Άκη Παπαντώνη εγκλωβίζει το βίωμα τη στιγμή που επιλέγει η συνείδηση του καθενός, κρατά σε ομηρία εκδοχές προηγούμενου εαυτού, είναι «αστείρευτο πηγάδι ψέματα», όπου κάθε ψέμα «πρέπει να το κάνεις με το στανιό να ταξιδεύει μαζί σου» αν θέλεις να το ξεχάσεις. Όπως και οι φωτογραφίες στα σπίτια και στους χώρους που κινούνται οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, οι μνήμες ασκούν και αυτές βία, ενώ η εξιστόρησή τους, το άκουσμα ενός ονόματος, φέρνει στο νου το ίδιο πρόσωπο ως αγαπητό, μισητό, επιθυμητό, πρόωρα χαμένο.
Οι άνθρωποι στο μυθιστόρημα του Παπαντώνη βρίσκονται όλοι υπό το καθεστώς μιας τύχης που την αποφασίζουν άλλοι, ενός τρομερού συμβάντος το οποίο αν και αφορά άμεσα τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, αποκτά υπόσταση και γίνεται αποδεκτό ως γεγονός μόνο σε συνάρτηση με ιδεολογικές και πολιτικές προτεραιότητες. Το σύμπαν του κάθε ανθρώπου που κατοικεί σε αυτό το εξαιρετικό σπονδυλωτό μυθιστόρημα βρίσκεται στο έλεος μακρινών κέντρων αποφάσεων αλλά και των πολλαπλών εκδοχών του παρελθόντος: «Η Ρεγγίνα Ζαπόλσκαγια, φορώντας πάντα φαρδιά φορέματα για να καλύπτουν όσα της έδωσαν και όσα της στέρησαν τα χρόνια, δεν είχε κάνει ποτέ ούτε ένα βήμα έξω από το δωμάτιό της στο ισόγειο του μπλόκ της οδού Έντουζιάστιφ «ο χρόνος της κυλούσε, παγωμένο νερό ανάμεσα απ’τα δάχτυλα, μέσα σε μια ζάλη που κρατούσε σχεδόν σαράντα τέσσερα χρόνια».
i Εκδ. Κίχλη | Τιμή: € 12,50
Βουδαπέστη (Σίκο Μπουάρκε)
Ο Ζοζέ Κόστα είναι ghostwriter που βιοπορίζεται από την κατά παραγγελία συγγραφή κειμένων για λογαριασμό ασήμων και διασήμων, από τους οποίους κάποιοι παραλαμβάνουν τα κείμενα τους υπό συνθήκες ψυχροπολεμικής μυστικότητας. Το συγγραφικό πάθος του Ζοζέ εκτονώνεται «στα τετράδια άλλων», «όπως ο ηθοποιός, μεταμφιέζεται σε χίλια πρόσωπα για να μπορεί να είναι χίλιες φορές ο εαυτός του». Περιστασιακά, για να κατευνάσει ορισμένες μικροενοχές, δημιουργεί διάφορα θεωρητικά σχήματα κωμικής αυταπάτης, όπως ακριβώς ένας λογοκλόπος θα επιστράτευε όλο το θεωρητικό του οπλοστάσιο για να πειστεί και να πείσει ότι, κατά μία έννοια, όλοι κλέβουν απ’όλους σε αυτό το ρευστό παιχνίδι της τέχνης. Γενικότερα όμως, ο Ζοζέπ αραμένει απολύτως συμφιλιωμένος με την ιδιότητά του, το έχει φιλοσοφήσει, ενώ κυριεύεται από μια ιδιαίτερη ηδονή όταν το αυτί του πιάνει τυχαία σχόλια θαυμασμού για κείμενα του, τα οποία, φυσικά, υπογράφουν άλλοι. Μάλιστα, έχει αποκτήσει και τους μιμητές του, τους οποίος και μιμείται με τη σειρά του, μέσα σε ένα αέναο κύκλο παραγωγής κειμένων κάθε λογής. Αποκορύφωμα, η στιγμή που η πολυάσχολη σύζυγός του, με την οποία διατηρεί μια σχέση παθιασμένης ψυχρότητας, του προτείνει ένα βιβλίο (τόσο καλό που η ίδια το έχει διαβάσει ήδη τρεις φορές) στο οποίο αναγράφεται ως συγγραφέας ένας αντίζηλός του, αν και στην πραγματικότητα το έχει γράψει ο ίδιος.
Ο Ζοζέ, θα μπορούσε κανείς να πει, κατέχει μια περίοπτη θέση στη σκιά, είναι ένας απολύτως φτασμένος αφανής: «Το όνομά μου δεν εμφανιζόταν φυσικά, από την αρχή ήμουν προορισμένος να μένω στη σκιά, όμως το ότι οι δικές μου λέξεις έφεραν την υπογραφή ονομάτων ολοένα και πιο διάσημων ήταν για μένα διεγερτικό, ήταν σαν να ανέβαινα επίπεδο παραμένοντας στη σκιά». Κάποια στιγμή, μέσα από μια σειρά από αμελητέα μικροσυμβάντα, από αυτά που θα μπορούσαν να μην είχαν συμβεί αλλά όταν συμβαίνουν οδηγούν νομοτελειακά εκεί που τα ίδια θέλουν, θα ερωτευθεί τα Ουγγρικά. Και φυσικά όποιους, και ειδικά όποιες, έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη γλώσσα.
i Μτφ. Μ. Παπαδήμα | Εκδ. Καστανιώτη | Τιμή: € 12
Μορφωμένη (Tara Westover)
Το «Μορφωμένη» είναι ίσως από τα συγκλονιστικότερα αυτοβιογραφικά βιβλία της χρονιάς,τόσο ως ιστορία απεγκλωβισμού από ασφυκτικά ιδεολογικά, ψυχολογικά και υλικά δεσμά, όσο και ως ιστορία απότομης ενηλικίωσης και προσαρμογής στην κανονικότητα. Κύριος εμπνευστής της κοσμοθεώρησης της αποκομμένης από τον πολιτισμό οικογένειας της Westover είναι ο Μορμόνος πατέρας της, ο οποίος επιβάλλει στην πολυμελή οικογένειά του μια καθημερινότητα που κινείται κυρίως μεταξύ μιας μάντρας με παλιοσίδερα και της ανάγνωσης θρησκευτικών εδαφίων. Ο ίδιος τον περισσότερο χρόνο βρίσκεται σε μια παραληρηματική μέθη θρησκοληψίας, συνωμοσιολογίας και παγανισμού, την οποία συμμερίζονται εν μέρει τα περισσότερα μέλη της οικογένειας ως μοναδικό παράθυρο προς τον «έξω κόσμο». Η Westover γράφει με αφοπλιστική απλότητα και αποστασιοποιημένη ουδετερότητα, ακόμα και όταν βρίσκεται στο επίκεντρο ανεξέλεγκτων καταστάσεων που από θαύμα δεν αποβαίνουν μοιραία. Κεντρικό σημείο αναφοράς της αφήγησης είναι η προσωπική της διαδρομή από την άγνοια και τις ηθικές αξίες που επιβάλλει ο πατέρας της, προς τη σταδιακή συνειδητοποίηση ότι η καθημερινότητα της οικογένειάς της μοιάζει με προσπάθεια επιβίωσης ναυαγών, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε μικρή απόσταση από αυτοκινητόδρομους, εμπορικά κέντρα, και σχολεία (η Westover επισκέπτεται το σπίτι ενός άλλου παιδιού και μαθαίνει για τη ζωή στο σχολείο για πρώτη φορά στα 13 της).
Σε ανησυχητική εγγύτητα με ορισμένες σημερινές αντιεπιστημονικές αντιλήψεις, ο γονείς της πιστεύουν επίσης ότι η φύση έχει προνοήσει για τα πάντα, ενώ η παραδοσιακή ιατρική θεωρείται όχι μόνο περιττή αλλά και επικίνδυνη. Όταν για παράδειγμα η Westover παθαίνει αμυγδαλίτιδα, ο πατέρας της την προτρέπει να ανοίγει κάθε μέρα το στόμα της και να στρέφει το πρόσωπό της προς τον ήλιο. Αντιστοίχως, σοβαροί τραυματισμοί που απαιτούν μήνες ανάρρωσης, αντιμετωπίζονται απλώς με επιθέματα βοτάνων. Ωστόσο, το «Μορφωμένη» είναι και μια ιστορία οδυνηρής ρήξης της Westover με το ίδιο της το παρελθόν και με ανθρώπους που δεν παύουν να αποτελούν σημείο αναφοράς και, τα πρώτα χρόνια μακριά τους, υπόσχεση ασφάλειας και θαλπωρής: «Τώρα, στα είκοσι εννέα, κάθομαι για να γράψω, να αναπλάσω το περιστατικό από τους απόηχους και τις κραυγές μιας κουρασμένης μνήμης. Γράφω αργά. Όταν φτάνω στο τέλος, κάνω μια παύση. Υπάρχει μια ανακολουθία, ένα φάντασμα σ’αυτή την ιστορία».
i Μτφ. Μ. Φακίνου | Εκδ. Ίκαρος | Τιμή: € 11,99
Ο Αίγαγρος (Διονύσης Τεμπονέρας)
Ο Λίαμ, κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος του Τεμπονέρα είναι απόκληρος, «Άραβας», «μαύρος», «μούλος», όπως τον αποκαλούν τα μέλη της ασφυκτικά μικρής κοινωνίας στο «νησί-κουκκίδα» που καταφθάνει ως πρόσφυγας μαζί με την οικογένειά του. Πρόκειται για ένα περιβάλλον απ’ όπου θα αντλήσει την πρώτη ύλη που θα αρχίσει να σιγοβράζει ως μείγμα εκδικητικότητας και ηδονής στις μελλοντικές μεταλλάξεις του εαυτού του: Στο απόγειο της επαγγελματικής τους καριέρας και μέσα στη μέθη κατακτήσεων παντός είδους, θα στρέφεται συνεχώς και σχεδόν αδιακρίτως προς υπαρκτούς και δυνητικούς εξουσιαστές, αλλά και κοντινά του πρόσωπα.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο Λίαμ δεν έχει κανένα λόγο να επαναπαύεται με τη σκέψη μιας κατά βάθος ενάρετης ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα, στον μικρόκοσμο του νησιού, όπου οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι «ξένοι» θα το μετατρέψουν σε «πύργο της Βαβέλ» και θα «πάρουν τα χωράφια» τους, ο Λίαμ θα βρεθεί αντιμέτωπος όχι μόνο την απόρριψη αλλά κυρίως μετο δηλητήριο τη ςκάλπικης οικειότητας ανθρώπων που το επόμενο λεπτό θα τον κουτσομπολέψουν πίσω από την πλάτη του: «Φυσικά, αγόρι μου, ας περάσει όποτε θέλει [η μητέρα σου], πετάχτηκε πάλι η κυρα-Δέσπω. Εδώ μια οικογένεια είμαστε όλοι» θα πει μια γειτόνισσα λίγο πριν τον κακολογήσει. Είναι όμως η πόλη και όχι η ασφυκτική συμβίωση στο νησί που θα του επιτρέψει να αποβάλλει την ταυτότητα του παρία, πριν την απότομη ενηλικίωσή του στην εκρηκτική ατμόσφαιρα της Αθήνας των 80ς (την οποία ο Τεμπονέρας αποδίδει με σχεδόν βιωματική ακρίβεια και παλμό) και την ανασυγκρότηση ενός κόσμου με αυτόν σε κυρίαρχη θέση: «Η μεγάλη πόλη ωστόσο μου ταίριαζε καλύτερα. Εδώ οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε το όνομά μου ούτε από πού ερχόμουν. Έξω από τα καφενεία κανείς δεν μου έριχνε υποτιμητικά βλέμματα, ενώ τις Κυριακές δεν ήμουν αναγκασμένος να πηγαίνω στην εκκλησία».
i Εκδ. Θίνες | Τιμή: € 15
Απορία τέχνες και σκέψεις κατεργάζεται (Φαίη Ζήκα)
Είναι το φαγητό τέχνη; Και αν ναι, γιατί ακριβώς; Ένα ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης, όπως διαβάζουμε στο ιδιαίτερα συναρπαστικό βιβλίο της Φαίης Ζήκα, βρίσκεται στο έργο του φιλόσοφου David Hume, όπου πραγματεύεται το ζήτημα της γεύσης με όρους σωματικής αίσθησης και ως νοητικό αίσθημα ηδονής ή απώθησης, δηλαδή αυτό που λέμε γούστο. Εδώ βρισκόμαστε ήδη ένα βήμα πριν το ακανθώδες ζήτημα της υποκειμενικότητας, ενώ τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο αν αναλογιστούμε πόσο ασταθείς και ρευστές είναι η χρωματική όραση και η γεύση. Ωστόσο, παρά το χάος που δημιουργείται στην ανταλλαγή απόψεων με κύριο γνώμονα το γούστο ή την απόλαυση, υπάρχει η δυνατότητα ανεύρεσης ενός αντικειμενικού κριτηρίου, που σημαίνει ότι η συζήτηση δεν τελειώνει με το γνωστό «περί ορέξεως» (όπου η αλήθεια μετατρέπεται σε υποκειμενική υπόθεση), ή με κάποιο σχετικιστικό και συχνά κοινότοπο συμπέρασμα. Αντίθετα, η ανταλλαγή επιχειρημάτων μπορεί να μεταφερθεί στο ευρύτερο πεδίο της φιλοσοφικής διερεύνησης του ορισμού και της αναγνώρισης ενός έργου τέχνης, δύο κεντρικά σημεία αναφοράς του βιβλίου της Ζήκα αλλά και κάθε σχετικής συζήτησης.
Ένα δεύτερο και εξίσου σημαντικό σημείο προβληματισμού της Ζήκα είναι η ίδια η τέχνη η οποία κινείται «με ρυθμούς και προς κατευθύνσεις» που καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο το εγχείρημα κάποιας θεωρητικής προσέγγισης – εκτός και αν, όπως προτείνει, απομακρυνθούμε από το «πάθος για γενίκευση» και τη μανία να τα βάλουμε όλα «σε ένα καλούπι». Στο «Απορία Τέχνες και Σκέψεις Κατεργάζεται» η θεωρητική πρόκληση της τέχνης αποτελεί το κύριο έναυσμα για μια «αμφίδρομη αναζήτηση και διάδραση», για ένα συνεχή διάλογο «μεταξύ καλλιτεχνών και θεωρητικών, μεταξύ φιλοσοφίας και τέχνης».
i Εκδ. Άγρα | Τιμή: € 13,90
Τσαρλς Μπουκόβσκι, ο κυνικός Κυνικός (Γιώργος Λαμπράκος)
Το βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου θα σαγηνεύσει τόσο τους λάτρεις της φιλοσοφίας των Κυνικών όσο και τους θαυμαστές του Τσαρλς Μπουκόβσκι, χωρίς να προϋποθέτει από τον αναγνώστη ειδικές γνώσεις στα θέματα που πραγματεύεται. Αντιθέτως, ο Λαμπράκος μας εισάγει στη φιλοσοφική σκέψη των Κυνικών αναδεικνύοντας τις βαθύτερες αξίες της παρρησίας, της αυτάρκειας, της συνέπειας ενώ στρέφει τα βέλη της κριτικής του προς βολικές παρερμηνείες και «εννοιολογικές μετατοπίσεις» . Είναι μέσα από αυτό το πλέγμα που θα προσεγγίσει την προσωπικότητα και το έργο του Μπουκόβσκι, όχι θεωρητικά αλλά ως βιωματική έκφανση μιας φιλοσοφικής στάσης, ενός τρόπου πρόσληψης των πραγμάτων.
Ωστόσο, το σημείο επαφής μεταξύ Κυνικών και Μπουκόβσκι δεν βρίσκεται μόνο στις ρητές ή άρρητες φιλοσοφικές συγγένειες, αλλά και στον προκλητικό αντικομφορμισμό, το αυτοσαρκαστικό χιούμορ, την αντίσταση στις υποτιθέμενα αποδεκτές μορφές λογοκρισίας που συχνά αγγίζουν τα όρια της αστυνόμευσης της σκέψης. Ο Μπουκόβσκι ενσαρκώνει μια στάση «οπτιμιστικού πεσιμισμού», μια συνθήκη λεπτών ισορροπιών που στον Κυνισμό εμφανίζεται ως «μορφή άμυνας που βοηθάει κάποιον να αντισταθεί στην καθημερινότητα», αλλά όχι με όρους υπέρμετρης απαισιοδοξίαςή άκριτης αισιοδοξίας. Στο κείμενό του ο Λαμπράκος κατορθώνει να δείξει, μέσα από μια συναρπαστική και περιεκτική αφήγηση, ότι αυτό που ενώνει τους Κυνικούς με τον Μπουκόβσκι ως «λεπταίσθητο παρατηρητή των καθημερινών πραγμάτων» είναι μια βαθιά έγνοια για την ανθρώπινη κατάσταση.
i Εκδ. Γαβριηλίδης | Τιμή: € 11,66
Η μοναξιά των σκύλων (Πάνος Τσίρος)
Τα πρόσωπα και οι περιστάσεις στα διηγήματα του Σπύρου Τσίρου παίρνουν σάρκα και οστά, αποκτούν την αμείλικτη οικειότητά τους από μια αφηγηματική ροή που δεν αφήνει περιθώρια επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση των πραγμάτων. Όπως ενδεχομένως να έλεγε ένας από τους φιλόσοφους στα διηγήματά του, δεν υπάρχει τρόπος θέασης των πραγμάτων έξω από το σύμπαν που δημιουργεί ο συγγραφέας για τον κάθε χαρακτήρα του, ή η δυνατότητα μιας λοξής ματιάς από ένα τρίτο ουδέτερο σημείο που θα άφηνε ταυτόχρονα και περιθώρια διαφυγής. Κάθε πρόταση προσθέτει ένα επιπλέον στοιχείο σε ένα σύμπαν που χτίζεται γύρω από τον αναγνώστη, αρχίζοντας όμως από τις παραπλανητικά αθώες συνθήκες του απολύτως γνώριμου και, φαινομενικά, άμεσα αναγνωρίσιμου.
Στα πρώτα διηγήματα της συλλογής δεν έχουμε ακόμα αντιληφθεί πλήρως ότι οι οικείες περιστάσεις και τα πρόσωπα μας οδηγούν στην παγίδα μιας κατάληξης που βρίσκεται στη μέγιστη απόσταση όχι μόνο από το οικείο αλλά και από την αίσθηση ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ανασυγκροτηθούν ως ένα σύμπαν δυνητικά παρήγορο. Τα βήματα και τα σώματα των χαρακτήρων βαραίνουν καθώς κατεβαίνουν στα έγκατα μιας πολυκατοικίας, ή ενώ προσπαθούν μάταια να ανακτήσουν τον έλεγχο του σώματός τους υπό τα βλέμματα απειλητικών αγνώστων, ή καταβάλλοντας κόπο να κρατήσουν τον κύκλο της αναπνοής, όπως για παράδειγμα στο τελευταίο διήγημα που αποτυπώνει με εξαιρετικό τρόπο τη βαθιά μελαγχολία της σταδιακής απομάκρυνσης από το σημείο όπου «έχεις όλη την εκδρομή μπροστά σου».
i Εκδ. Νεφέλη | Τιμή € 8,90
Στο Λονδίνο (Ελεάννα Βλαστού)
Σε ένα περιστατικό που διηγείται ο συγγραφέας Μάρτιν Έιμις, ο φίλος του, ο ανεπανάληπτος Κρίστοφερ Χίτσενς, είναι προσκεκλημένος σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει τα κείμενα ενός μάλλον βλοσυρού Χίτσενς ως επιτηδευμένα και απρόσιτα, ο παρουσιαστής του λέει με ναζιάρικη άνεση «ξέρετε, κ. Χίτσενς, δυσκολεύομαι κάπως να καταλάβω τα κείμενά σας». «Δεν εκπλήσσομαι», του απαντά ο Χίτσενς με κάποια δόση απάθειας. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια πιθανή σύνοψη της «διττότητας», όπως την αποκαλεί η Βλαστού, μιας ακόμα και καθημερινής συζήτησης στην Αγγλία, η οποία κάλλισταμ πορεί να αποτελέσει εύφορο έδαφος για τον φλεγματικό αυτοσαρκασμό, ή την ειρωνεία που διαπερνά τον στόχο της βασανιστικά και αναπότρεπτα, σαν βέλος σε αργή κίνηση. Και αυτό επειδή το διττό νόημα όχι μόνο δεν αφήνει περιθώρια μιας δεύτερης και ενδεχομένως παρήγορης ερμηνείας, αλλά αντίθετα συγκλίνει, δυο φορές πιο ισχυρό, προς ένα σημείο. Ωστόσο, υπό κανονικές συνθήκες ένας καθημερινός διάλογος στην Αγγλία, κατά προτίμηση πάνω σε παντελώς ανώδυνα θέματα, είναι σαν μια τελετουργία σταδιακής προσέγγισης του άλλου, με όριο εγγύτητας τα περίπου 50 εκατοστά.
Εδώ μπαίνει και ο κρίσιμος ρόλος του small talk, ένας ουδέτερος «τόπος» συνάντησης, με κύριο θέμα συζήτησης τον καιρό και συχνά με περιορισμένες πιθανότητες επέκτασης σε άλλα θέματα. Στον προφορικό (αλλά όχι στον γραπτό λόγο), τα προσωπικά ζητήματα, οι απόψεις, οι προτιμήσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις θα παραμείνουν στο επίπεδο των νύξεων που απαιτούν υπομονή για να αποκρυπτογραφηθούν, ειδικά όταν εκ πρώτης όψεως φαίνεται να σημαίνουν το αντίθετο. Ένα παράδειγμα από το βιβλίο είναι η χρήση του όρου «αρκετά» (π.χ. «αρκετά καλό το φαγητό») που παρά τα φαινόμενα μπορεί να δηλώνει πραγματικό ενθουσιασμό. Ανάλογη έκθεση στη χρήση των λέξεων απαιτεί και η αποκρυπτογράφηση φιλοφρονήσεων όπως το «φαίνεσαι υγιής σήμερα» (είσαι στις ομορφιές σου), ή «θα μπορούσες να τα είχες καταφέρει πολύ χειρότερα» (τα πήγες εξαιρετικά). Το βιβλίο, πέρα από τις οξυδερκείς παρατηρήσεις και τον εύστοχο σχολιασμό του, αποτυπώνει μια βασική και ταυτόχρονα συναρπαστική συνθήκη που μετατρέπει όλους μας σε ερασιτέχνες εθνολόγους: «Όταν επισκέπτεσαι μια χώρα για πρώτη φορά και ενδεχομένως δεν γνωρίζεις τη γλώσσα, παρατηρείς και προσπαθείς να βρεις σημάδια που θα σε καθοδηγήσουν, μια λέξη που επαναλαμβάνεται, μια κίνηση που χρησιμοποιείται από πολλούς τακτικά, τον τρόπο που οδηγούν, τι φορούν, τι τρώνε». Παρατηρώντας αυτά τα σημάδια αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτά που δεν λέγονται αλλά υπονοούνται αποκτούν, σταδιακά, το δικό τους πρόσωπο.
i Εκδ. Πόλις | Τιμή: € 15,00
Αιχμάλωτοι της γεωγραφίας (Tim Marshall)
Στο βιβλίο ο Marshall φιλοδοξεί να εξηγήσει πρωτίστως τους παράγοντες που καθορίζουν τις «συμπεριφορές» των κρατών, αυτές που συχνά φαίνεται να τους προσδίδουν το ιδιαίτερο προφίλ τους, των σχέσεων μεταξύ τους αλλά και του «πεπρωμένου τους», κυρίως με την περιοριστική σημασία του όρου. Η σχέση του Marshall με το αντικείμενό του δεν είναι απλώς θεωρητική: νυν διπλωματικός συντάκτης στο Sky News, υπήρξε για πολλά χρόνια πολεμικός ανταποκριτής σε πάνω από τριάντα χώρες. Δύο από τα κύρια επιχειρήματα του Μάρσαλ είναι ότι οι ηγέτες των κρατών είναι αυτοί που πρωτίστως παραμένουν αιχμάλωτοι της γεωγραφίας των χωρών τους, και ότι παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν τις συμπεριφορές των κρατών, η γεωγραφία συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη ως παράμετρος στις σχετικές αναλύσεις, ειδικά στη δημοσιογραφική κάλυψη της επικαιρότητας.
Ένα από τα παραδείγματα που δίνει είναι οι δημοσιογραφικού τύπου αναλύσεις για τις ρωσικές επιχειρήσεις στην Κριμαία, στις οποίες σπανίως τονιζόταν το γεγονός ότι στην Κριμαία βρίσκεται η μόνη ρωσική έξοδος στη θάλασσα που δεν επηρεάζεται από το ψύχος και τον πάγο. Ο Μάρσαλ παραμένει θιασώτης μιας σκληροπυρηνικής εκδοχής της γεωπολιτικής προσέγγισης εισάγοντας κατά αυτόν το τρόπο έναν ντετερμινισμό στην παγκόσμια τάξη των πραγμάτων. Μέσα σε αυτήν την τάξη το μέλλον καθορίζεται από τις αμετάβλητες συνθήκες της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας της κάθε χώρας και των γειτόνων της. Ένα τέτοιο μήνυμα είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητο και παραμένει προκλητικό σε μια εποχή που επικρατεί είτε μια αντίληψη ελαχιστοποίησης των αποστάσεων, με τη μεταφορική και κυριολεκτική σημασία των όρων, είτε μια άλλη που αντιλαμβάνεται τον πλανήτη ως επίπεδο λόγω των κρίσιμων ιστορικών και τεχνολογικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών.
i Μτφρ. Σ. Κατσούλας | Εκδ. Διόπτρα | Τιμή: € 15,50
Στο τραπέζι του λύκου (Rosella Postorino)
Ενώ ο Χίτλερ έχει ήδη ξεκινήσει τη μοιραία επιχείρηση Μπαρμπαρόσα με σκοπό τη δημιουργία ζωτικού χώρου για τους Γερμανούς, η Γερμανία του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου έχει χωριστεί σε «καλούς» και «κακούς» πολίτες, με απώτατο κριτήριο την τυφλή αποδοχή της κοσμοθεώρησης του Φύρερ. Ωστόσο, δεν βλέπουν όλοι τον εμφανώς, πλέον, διαταραγμένο Χίτλερ ως θεόσταλτο σωτήρα του έθνους ή εκδικητή της ταπεινωτικής συνθηκολόγησης της πατρίδας τους σχεδόν δυο δεκαετίες νωρίτερα. Μια μερίδα του πληθυσμού που ζει με την αγωνία των νέων από παιδιά, συζύγους και πατέρες που βρίσκονται καθηλωμένοι στο ανατολικό μέτωπο μπορεί να αντιληφθεί πλέον ότι ο πόλεμος απαιτεί όλο και μεγαλύτερες δόσεις προπαγάνδας για να μην φανεί ως πανωλεθρία. Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ζόφου και ναζιστικής τρομοκρατίας ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας, με τα Ες Ες να ξυλοκοπούν ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους, η συγγραφέας μας τοποθετεί στον μικροσύμπαν μιας επίλεκτης ομάδας γυναικών οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό και πατριωτικό καθήκον να δοκιμάζουν το φαγητό του Χίτλερ καθώς κυκλοφορούν φήμες ότι κάποιοι προσπαθούν να τον δηλητηριάσουν.
Παρά τις φαντασιώσεις που περιστασιακά ξεπηδούν από το μυαλό ορισμένων γυναικών ότι αποτελούν προέκταση του σώματος του Φύρερ ή ότι έχουν μια προνομιακή σχέση μαζί του λόγω των γευμάτων που, κατά μια έννοια, μοιράζονται, οι δοκιμάστριες ουσιαστικά υποβάλλονται σε μια καθημερινή ρωσική ρουλέτα αλλά και στο μαρτύριο εκλεκτών γευμάτων που ούτε μπορούν να φανταστούν σε μια καθημερινή ζωή στερήσεων και πείνας. Ένα από τα πλέον συγκλονιστικά στοιχεία του βιβλίου είναι οι επιμέρους σχέσεις που διαμορφώνονται και μεταλλάσσονται μεταξύ των γυναικών, αλλά και του υπόλοιπου προσωπικού, υπό σχεδόν κλειστοφοβικές συνθήκες και την αίσθηση ότι ο ίδιος ο Χίτλερ, δηλαδή ο λύκος, βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο.
i Μτφρ. Σ. Πεκιαρίδη | Εκδ. Ελληνικά Γράμματα | Τιμή: € 15,90
Σεροτονίνη (Μισέλ Ουλμπέκ)
Σε μια δημόσια συνέντευξη-συζήτηση προ ετών με τον σούπερ σταρ φιλόσοφο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, ο Μισέλ Ουελμπέκ ήταν εμφανώς και γνησίως αδιάφορος προς οποιαδήποτε έννοια αυτοπροβολής. Από τη μαζεμένη στάση του σώματός του και τα υπόκωφα μουγκρητά ήπιας δυσφορίας, έδινε μάλιστα την εντύπωση ότι ήθελε να αφήσει τον συνομιλητή του να συνεχίσει να μιλάει, αναβάλλοντας έτσι τη στιγμή που θα ερχόταν η σειρά του. Αντίθετα, στο «Σεροτονίνη», όπως και στα υπόλοιπα έργα του, η παρουσία του είναι κάτι παραπάνω από αισθητή, προκλητική και αμείλικτη. Κατά κάποιους σχολιαστές, τα έργα του εμφορούνται από μια διάθεση να σοκάρουν, επιλέγοντας ακριβώς του στόχους που θα προκαλέσουν τη μέγιστη αναστάτωση, κατά προτίμηση θέματα που η πολιτική ορθότητα έχει θέσει εκτός σχολιασμού. Είναι όμως εξίσου σαφές ότι τα μυθιστορήματα του Ουελμπέκ δημιουργούν βαθιά αμηχανία καθώς συνειδητοποιούμε ότι οι εξάρσεις κυνισμού και μηδενισμού που στο έργο του μετουσιώνονται σε ένα κράμα υπαρξιακής παράλυσης και παραληρηματικού λόγου, δεν αφορούν από τη γνωστή και κουρασμένη πλέον φόρμουλα του περιθωριακού χαρακτήρα, αλλά αυτή του μέσου, επαγγελματικά φτασμένου και αξιοπρεπώς αυτάρεσκου κάτοικου της Δύσης.
Αυτό είναι και το σημείο εκκίνησης μιας σταδιακής αποδόμησης, η οποία στην περίπτωση του κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου, του Φλοράν-Κλωντ Λαμπρούσκ, αποδίδεται με σαδιστική προσήλωση στη λεπτομέρεια, ειδικά σε ό,τι αφορά τις σεξουαλικού τύπου πανωλεθρίες. Οι προβλέψεις για τον Λαμπρούστ δεν είναι καλές από την πρώτη στιγμή που μπαίνουμε στο σύμπαν του («Είμαι σαράντα έξι χρονών, λέγομαι Φλοράν-Κλωντ Λαμπρούστ και μισώ το όνομά μου»). Τα ήδη ετοιμόρροπα στοιχεία της προσωπικής του ζωής δέχονται τα τελικά χτυπήματα, απολύτως ουελμπεκικής έμπνευσης, εξωθώντας τον στο να θέλει να αποδράσει από τη μέχρι τώρα ζωή του αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό. Όμως, όπως συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις, ενδίδει στον πειρασμό επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν – το οποίο, μαζί με τον θίασο προσώπων του, επιστρέφει, τουλάχιστον για ένα διάστημα, σχεδόν ως φάρσα.
i Μτφρ. Γ. Καράμπελας | Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας | Τιμή: € 17,00
Μέρες Εγκατάλειψης (Έλενα Φερράντε)
Το «Μέρες Εγκατάλειψης» αρχίζει με μια περιγραφή του τέλους μιας σχέσης που θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς του είδους από το γεγονός και μόνο ότι αποτυπώνει, με αξιοθαύμαστα συνοπτικό τρόπο, έναν από τους θεμελιώδεις κανόνες της ύπαρξης: ότι αυτό που δημιουργείται με κόπο, αποκτά ρίζες και γεννά προσδοκίες καρπών, παραμένει ευάλωτο σε μια στιγμιαία αναίρεση. Το αρχικό χτύπημα και κεντρικό συμβάν του μυθιστορήματος διαρκεί μια μόνο σελίδα κατά την οποία η κεντρική αφηγήτρια αποσβολωμένη και χωρίς περιθώρια αντίδρασης ακούει τον σύζυγό της να της ανακοινώνει, με σχεδόν διαδικαστικό ύφος, ότι την εγκαταλείπει.
Η ψυχική κατάρρευση που θα ακολουθήσει, αφού ο σύζυγός της επιβεβαιώσει την εγκατάλειψη με την «ανελέητη ορθολογικότητα» του (η απόφασή του, τελικά, δεν είναι απλώς ένα «συνειδησιακό κενό»), θα μετατρέψει το σπίτι, στο οποίο μένει με τα δυο παιδιά της, σε πεδίο μάχης με τον εαυτό της. Η ψυχική της περιδίνηση, η διαδικασία «αυτοψυχανάλυσης», όπως την περιγράφει η ίδια στις όλο και σπανιότερες στιγμές γαλήνης, μετατρέπεται σε μια συνεχή σύγκρουση μεταξύ ενός μέλλοντος που αναγκαστικά θα χτιστεί από υλικά του παρελθόντος την ίδια στιγμή που ανατέμνει όλο και περισσότερες λεπτομέρειες του φαινομενικά ομαλού της γάμου. Ίσως το πιο βαρύ φορτίο που καλείται να διαχειριστεί είναι ο συνδυασμός της απορίας ως προς το πότε τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, της απουσίας του μόνου ανθρώπου που θα της επέτρεπε να απεγκλωβιστεί από ένα κύκλο αυτοτιμωρίας και της ιδέας ότι τα όσα συγκροτούν μια σχέση, ψυχικά και σωματικά, «απλώς» μεταφέρθηκαν αλλού.
i Μτφρ. Σ. Παπασταύρου | Εκδ. Πατάκη | Τιμή: € 13,30
Η επιστροφή (Hermann Hesse)
Ο Αύγουστος Σλότερμπεκ επιστρέφει στην πολίχνη του Γκερμπερζάου μετά από χρόνια, έχοντας χάσει «την αίσθηση της ταύτισης με την πατρίδα, διευρύνοντάς τη σε ολόκληρο τον κόσμο». Επιστρέφει χωρίς, αρχικά, ιδιαίτερες προσδοκίες και με ορισμένες επιφυλάξεις. Αλλά ενώ πλησιάζει στον προορισμό του και κάθε στροφή φέρνει το Γκερμπερζάου όλο και πιο κοντά, η πόλη αρχίζει να μετατρέπεται και πάλι στην πατρίδα του όπως τη θυμόταν, στον μοναδικό τόπο «που ένιωθε ότι ανήκει». Αποφασίζει λοιπόν να δώσει μια διορία ορισμένων ημερών στον εαυτό του για να δει αν θα κοπάσει μια αίσθηση ευτυχίας που αρχίζει να τον κατακλύζει από τις πρώτες ώρες της άφιξής του. Οι κάτοικοι της πολίχνης αρχικά βλέπουν τον ευκατάστατο Σλότερμπεκ με έντονο ενδιαφέρον και μια κάποια ταραχή: ήρθε να διεκδικήσει, πρόκειται για μια καλή οικονομική συγκυρία και γιατί αποπνέει αυτόν το αέρα ανεμελιάς; Δεν λείπει όμως και η ιδιοτέλεια που τους ωθεί,μέσα από διάφορα κουτοπόνηρα τεχνάσματα,σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν πληροφορίες για την κατάσταση και τις προθέσεις του νεοαφιχθέντα.
Γρήγορα όμως γίνεται εμφανές ότι ο Σλότερμπεκ δεν παγιδεύεται στις διάφορες μικροπρέπειες και τα πρωτόκολλα συμπεριφοράς, ενώ κατά στιγμές φαίνεται μάλιστα να απολαμβάνει τα σκανδαλισμένα βλέμματα των συγχωριανών του: «Όμως, το ότι στην Ευρώπη υπήρχαν μεγάλες κοινωνικές τάξεις και ομάδες που θεωρούν αδιακρισία το να μιλάει κανείς ανοιχτά για τη ζωή και τον θάνατο, για φαγητά και ποτά, για λεφτά και υγεία, όλα αυτά παρέμεναν κάτι άγνωστο για τούτο τον διαφορετικό άντρα από το Γκερμπερζάου». Η συμπεριφορά του, οι τρόποι του, ο τόνος με τον οποίο απευθύνεται στους άλλους δημιουργούν ένα υπόστρωμα φθόνου καθώς αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι τελικά ένας από αυτούς και, επιπροσθέτως, δεν αναζητά την αποδοχή τους. Ο επαναπατρισθείς ντόπιος αντιμετωπίζεται ως δύο φορές ξένος. Καθώς οι μέρες περνούν, φαίνεται επίσης να προτιμά κατά πολύ την παρέα της κοινωνικά εξοστρακισμένη κυρίας Έντρις.
i Μτφρ. Α. Στραγαλινός | Εκδ. Κριτική | Τιμή € 10,00
Η ιστορία ενός γάμου (Geir Gulliksen)
Η σχέση που περιγράφει ο Gulliksen στο μυθιστόρημα «Η ιστορία ενός γάμου»διαλύεται μπροστά στα μάτια ενός ζεύγους που παραμένει καθηλωμένο σε μια ιδιότυπη άρνηση της μεταξύ τους πραγματικότητας. Τα διαδοχικά χτυπήματα που δέχεται η σχέση τους είναι κάθε στιγμή ορατά, τίποτε δεν είναι κρυφό, δεν υπάρχουν μυστικά ή ψεύδη που θα μπορούσαν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη τους. Η σχέση τους, θα μπορούσε να πει κανείς, έχει και εκφάνσεις απόλυτης ομαλότητας.Τα συμπτώματα της απόστασης μεταξύ τους μετασχηματίζονται, κυρίως στο μυαλό του συζύγου-αφηγητή,σε σημάδια μιας σχέσης με αποδεκτές απώλειες και απουσίες. Εξάλλου, η φθίνουσα πορεία του πάθους, σύμφωνα με τις διαθέσιμες κοινοτοπίες,συνήθως γίνεται αποδεκτή ως σχεδόν ευπρόσδεκτο σύμπτωμα μιας ωρίμανσης. Πίσω από τις εκλογικεύσεις που επινοούν ακόμα και όταν οι συμπεριφορές τους προδίδουν το αντίθετο,βρίσκεται η ναρκισσιστική πεποίθηση ότι ο δικός τους γάμος βρίσκεται στο απυρόβλητο, μεταξύ άλλων και λόγω μιας βαθύτερης κατανόησης του ερωτικού που τους θωρακίζει έναντι ταπεινών και πεζώνσυμπεριφορών, όπως είναι η ζήλια, η καχυποψία, η κτητικότητα. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως μια ιστορία σταδιακά πιο βίαιων προσαρμογών σε μια πραγματικότητα που οι δυο πρωταγωνιστέςτου μυθιστορήματοςπροσπαθούν να παρακάμψουνως υποδεέστερηςτης αυτοεικόνας τους: «Κάποτε υπήρχαμε, ζούσαμε μαζί και τώρα αυτή η ζωή ήταν παρελθόν κι εκείνη κιόλας ξέχασε ποιοι ήμασταν. Είναι εκτός του βεληνεκούς αυτό που συνέβη, το ίδιο και εγώ. Κανείς δεν μπορεί πια να ξέρει πώς μιλούσαμε μαζί. Πώς ήταν εκείνη μαζί μου. Θυμάται μόνο το βλέμμα μου πάνω της».
i Μτφ. Σ. Σουλιώτης | Εκδ. Ποταμός | Τιμή: € 14,00
Ο Πόλεμος των Κόσμων (Χ. Τζ. Ουέλς)
Αυτό που καθιστά, παραδόξως, επίκαιρο ένα βιβλίο με κύριο θέμα μια εξωγήινη εισβολή δεν είναι προφανώς οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο αλλά η όλη ιδέα ότι η ζωή στη Γη συνεχίζεται ανενόχλητη υπό την απειλή μιας καταστροφής που σιγοβράζει από καιρό. Οι προδιαγραφές της, που ο συγγραφέας αποδίδει με τον παλμό και τη ζωντάνια μιας αναμετάδοσης (έτσι, για παράδειγμα, έσπειρε τον πανικό σε ραδιοφωνική εκπομπή ο ηθοποιός Όρσον Γουέλς), δεν συνίστανται τόσο στην οπλική ή τεχνολογική υπεροχή των Αρειανών έναντι των κατοίκων της Γης, σενάριο που δεν θα είχε κάποιο ιδιαίτερο συμβολικό ενδιαφέρον, αλλά στη νοητική υπεροχή των επιτιθέμενων: οι Αρειανοί υπερτερούν νοητικά έναντί μας όπως εμείς υπερτερούμε νοητικά έναντι των ζώων και των μικροοργανισμών, κατά την περιγραφή του Ουέλς.
Το έμμεσο μήνυμα προς την ανθρωπότητα δεν αφορά μόνο τις προεκτάσεις της έννοιας της νοητικής «υπεροπλίας», αλλά και στο γεγονός ότι η υπεροχή αυτή είναι αποτέλεσμα των αντίξοων συνθηκών διαβίωσης και έλλειψης πόρων στον Άρη, συνθηκών που τους κάνουν να βάλουν στο μάτι τον επίγειο παράδεισο – τον οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Ουέλς θεωρούσε ότι καταστρέφουμε. Αν αυτό θυμίζει την ιστορία της αποικιοκρατίας, δεν είναι τυχαίο, όπως εξάλλου δεν είναι τυχαίες οι οικολογικού τύπου νύξεις, καθότι ο Ουέλς ήθελε να μας ωθήσει να σκεφτούμε τη δική μας ιστορίας εισβολών και κατάκτησης. Το συγκριμένο μοναδικό στο είδος του έργο θεωρείται το πιο πολυσυζητημένο κείμενο επιστημονικής φαντασίας, ή επιστημονικού τρόμου αν κρίνει κανείς από την ακόλουθη περιγραφή του ευρύτερου πλαισίου της ιστορίας: «Κι όμως, πέρα στα πλάτη του διαστήματος, διάνοιες που μπροστά τους η δική μας είναι όπως η ευφυΐα των ζώων μπροστά στη δική μας, διάνοιες τεράστιες και ψυχρές και χωρίς καμία διάθεση συμπάθειας κοιτούσαν τη Γη αυτή με μάτια γεμάτα φθόνο, και αργά μα σταθερά κατέστρωναν τα σχέδιά τους εναντίον μας».
i Μτφρ. Μ. Ζαχαριάδου | Εκδ. Ψυχογιός | Τιμή: € 10,49
Μικροί Δρόμοι της Αθήνας (Νίκος Βατόπουλος)
Οι διαδρομές μας μέσα στην πόλη έχουν συνήθως τη μορφή μιας μετάβασης από το ένα σημείο στο άλλο, με το βλέμμα και το νου μας προσηλωμένο στον προορισμό. Σπανίως ενδιαφερόμαστε για τη διαδρομή καθαυτή, η οποία σε αντίθεση με τις αντίστοιχες της εξοχής, θεωρείται λίγο πολύ αμελητέα. Όμως, το κατά πόσο μια πόλη αποτελεί ένα περιβάλλον άξιο προσοχής και παρατήρησης δεν έχει να κάνει μόνο με το χρόνο και τη διάθεση των κατοίκων της, αλλά και την εμπειρία της ίδιας της πόλης ως συνόλου συνηθειών και χρήσεων. Μια πόλη διαθέτει πολλούς τρόπους να προτρέπει ή να αποτρέπει. Για παράδειγμα, πέρα από την ομοιομορφία της, τα «γεροχτισμένα» ή τα «κακογερασμένα» της κτίρια, έχει σημασία αν οι ανοιχτοί χώροι θεωρούνται πρωτίστως χώροι εκτόνωσης ή συναναστροφής, αν το εύρος των πεζοδρομίων προβλέπει πεζούς κατά ζεύγη ή κατά μόνας (αποτρέποντας, δηλαδή, την περιπατητική συζήτηση και δίνοντας προτεραιότητα στα οχήματα), αν η ίδια η πόλη συντηρεί μια διαρκή διάθεση φυγής ή αν γίνεται κάποια στιγμή τόπος ταύτισης.
Η Αθήνα, για πολλούς και διάφορους λόγους, έχει επιλεκτική σχέση με την αρχιτεκτονική της κληρονομιά, ενώ η έμφαση βρίσκεται συνήθως στο μακρινό παρελθόν. Ως πόλη δεν προσφέρεται εύκολα για αστική εξερεύνηση, γεγονός που κάνει ένα βιβλίο σαν το «Μικροί Δρόμοι της Αθήνας» κάτι παραπάνω από χρήσιμο σε όσους αισθάνονται ότι έχουν πολλά ακόμα να μάθουν για το «βαθύ, πηχτό, γενεσιουργό» μυστήριο της πόλης, όχι μόνο ως ιστορικό παρελθόν που αφορά λίγους και ειδικούς αλλά ως μέρος της βιωματικής σχέσης με την πόλη. Το βιβλίο του Βατόπουλου μας δίνει τη δυνατότητα να «ξαναδούμε» την Αθήνα «αρχίζοντας από τα λιγότερο προφανή» μέσα από μια συλλογή κειμένων και φωτογραφιών με αποκλειστικό θέμα τους μικρούς δρόμους της πόλης. Πρόκειται για δρόμους που περπάτησε τυχαία ο συγγραφέας, μια «αστική περιήγηση» σε σημεία που συνθέτουν την «λανθάνουσα και αθέατη» πλευρά της πρωτεύουσας. Με συχνές αναφορές στο Αττικό φώς, αυτήν την «χαμένη υπεραξία της Αθήνας» που πολλά από τα σπίτια του παρελθόντος υποδέχονται «σαν μέλος της οικογένειας», το βιβλίο δεν μας προτρέπει μόνο να περιπλανηθούμε αλλά μας εισάγει και στην τέχνη του βλέμματος, των ιστοριών που αφηγείται η κάθε λεπτομέρεια.
i Εκδ. Μεταίχμιο | Τιμή € 17,70