Στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο της κυβέρνησης, ώστε η Ελλάδα να προσελκύσει περισσότερες νέες ξένες επενδύσεις, αναφέρθηκε ο υφυπουργός Οικονομικής Διπλωματίας και Εξωστρέφειας του Υπουργείου Εξωτερικών, Κώστας Φραγκογιάννης, μιλώντας στην, ψηφιακή, εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου με τίτλο: «Ελληνογερμανική Ημέρα για την Οικονομία και τις Επενδύσεις».
Στην ίδια εκδήλωση, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Βέττας, «αξιολογώντας» την ελληνική οικονομία, σημείωσε ότι προσφέρει τεράστιες επενδυτικές δυνατότητες και την περίοδο αυτή πραγματοποιεί μια θετική στροφή για την προσέλκυση νέων επενδυτών.
Οι ανωτέρω αναφορές έγιναν στο πλαίσιο του πάνελ με τίτλο «Ελκυστικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας για ξένες επενδύσεις – Μελέτη του ΙΟΒΕ» που συντόνισε ο γενικός διευθυντής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης. Ειδικότερα, ο κύριος Φραγκογιάννης, τοποθετούμενος στην εκδήλωση που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα και της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), αφού υπογράμμισε το κλίμα πολιτικής σταθερότητας που χαρακτηρίζει τη χώρα, τόνισε ότι στην Ελλάδα υπάρχει και συνεχώς ενισχύεται το πλαίσιο για την υποδοχή νέων επενδύσεων. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στις προσπάθειες που καταβάλλονται για την ψηφιοποίηση του Δημοσίου, την ενίσχυση των κινήτρων για νέες επενδύσεις, όπως και στο ανθρώπινο κεφάλαιο που παραμένει ισχυρό, ώστε να βοηθήσει τη γενικότερη προσπάθεια στήριξης του επενδυτικού ρεύματος στην Ελλάδα.
Ο υφυπουργός, ανέδειξε, επίσης, τη σημασία των γερμανών επενδυτών για την ελληνική οικονομία, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως τον πρώτο ξένο επενδυτή για τη χώρα, ενώ σε άλλο σημείο των αναφορών του σημείωσε ότι μόλις ο κύκλος της πανδημίας κλείσει, θα ενεργοποιηθούν σημαντικά έργα, που είχαν προγραμματιστεί πριν ξεσπάσει ο Covid-19. Ο κ. Φραγκογιάννης πρόσθεσε, τέλος, ότι η Ελλάδα καταρτίζει ένα action plan για τη Γερμανία, προκειμένου να προβάλλει την εικόνα της Ελλάδα σε υποψήφιους επενδυτές και να περάσει το μήνυμα για τη νέα επενδυτική υπόσταση της χώρας.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Δρ. Νίκος Βέττας, βασιζόμενος σε μελέτη που κατάρτισε το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, επεσήμανε ότι η Ελλάδα έχει πολλά και ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων χωρών για την προσέλκυση νέων επενδύσεων και περιέγραψε τέσσερις ευκαιρίες, που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν με τη διάθεση ιδιωτικών κεφαλαίων και την υλοποίηση δημόσιων παρεμβάσεων.
Ειδικότερα, ανέφερε:
– Tην κλιματική αλλαγή αλλά και την κυκλική οικονομία.
– Τις τεχνολογικές εξελίξεις και ειδικότερα την πληροφορική.
– Την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος σε πεδία, όπως η αγροδιατροφή, η μεταποίηση, οι διεθνώς εμπορεύσιμες υπηρεσίες, τα Start-ups και η τεχνολογική εκπαίδευση.
– Τις κοινωνικές προκλήσεις για ζητήματα σχετικά με την υγεία, τις υπηρεσίες κατάρτισης, την προσχολική εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Στην Ελλάδα υπάρχει εργατικό δυναμικό υψηλής ποιότητας, που θα μπορούσε να αποτελέσει δεξαμενή για όσους θα θελήσουν να επενδύσουν στη χώρα, τόνισε ο κ. Βέττας, για να επισημάνει αμέσως μετά τον εξορθολογισμό του εργασιακού περιβάλλοντος, τη δυνατότητα που έχει πλέον η χώρα να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος, τις ροές ιδιωτικών καταθέσεων που έχουν επανέλθει, το κόστος χρηματοδότησης το οποίο μειώνεται, την πιστωτική επέκταση που δειλά κινείται σε θετικό έδαφος, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ενίσχυση του δυναμικού της οικονομίας από τις δρομολογούμενες μεταρρυθμίσεις και την υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Ο κ. Βέττας, διευκρίνισε ότι με εξαίρεση την πανδημία, το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα βελτιώνεται συστηματικά το τελευταίο διάστημα, ενώ πολλά θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Σε άλλο σημείο των αναφορών του υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση καταστρώνει ένα νέο αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο θα συμφωνήσει με τους θεσμούς κι ότι μέσω μιας ανεξάρτητης επιτροπής θα καταδείξει τις προτεραιότητες, διαμορφώνοντας ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα αναμορφώσει το συνολικό προφίλ της χώρας και θα κρίνει τις μελλοντικές επενδύσεις. Τέλος, αξιολογώντας τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, προσέγγισε τις προοπτικές μιας σειράς τομέων της ελληνικής οικονομίας όπως η αγροτική παραγωγή, η βιομηχανία, οι κατασκευές, οι μεταφορές – αποθήκευση, ο τουρισμός και οι επικοινωνίες, τονίζοντας ότι παράγουν το 38,7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας και απασχολούν το 40,9% των εργαζόμενων στη χώρα.
Ο γενικός διευθυντής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, ο οποίος συντόνισε το πάνελ, καλωσορίζοντας τους τρεις ομιλητές, επεσήμανε ότι «η Ελληνική οικονομία, περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο, έχει σήμερα ανάγκη τις επενδύσεις και ιδιαίτερα τις ξένες επενδύσεις, ώστε εξερχόμενη της πανδημικής κρίσης να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στην εξέλιξη αυτή», όπως σημείωσε, «σημαντική θα είναι η συμβολή των κοινοτικών κονδυλίων, με τα οποία θα στηριχθεί η Ελλάδα και που σε βάθος επταετίας θα φθάσουν τα 72 δισ. ευρώ».
Νίκος Παπαθανάσης: Οι οικονομικές σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο ιστορικά
Την αισιοδοξία τους ότι θα υπάρξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, εξέφρασαν ο πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Dr. Ernst Reichel και ο επικεφαλής Εξωτερικού Εμπορίου και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), Dr. Volker Treier, τοποθετούμενοι στη σημερινή, ψηφιακή, εκδήλωση του επιμελητηρίου, στο πλαίσιο της οποίας ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Νίκος Παπαθανάσης, επεσήμανε ότι οι οικονομικές σχέσεις των δύο χώρων βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο ιστορικά.
Ειδικότερα, ο κ. Παπαθανάσης σχολίασε ως ελκυστικούς για τους γερμανούς επενδυτές τομείς της ελληνικής οικονομίας: την ενέργεια και ειδικότερα τις ΑΠΕ, τη διαχείριση αποβλήτων, τα logistics, τις υποδομές, την αγροδιατροφή, τη βιομηχανία φαρμάκων και τις τεχνολογίες, ενώ αναφερόμενος στις στρατηγικές επενδύσεις, σημείωσε ότι μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί από την κυβέρνηση 14 ενεργειακά και τουριστικά έργα συνολικής αξίας 1,8 δισ. ευρώ και στο διάστημα που ακολουθεί, όπως αποκάλυψε, θα εγκριθούν ακόμη 3 ενεργειακά έργα συνολικού ύψους 1,6 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τον ίδιο, «βασική επιδίωξή της κυβέρνησης είναι η αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ της χώρας από το 9,5%, που είναι σήμερα, στο 12% την επόμενη 3ετία και στο 15% μακροπρόθεσμα».
Από την πλευρά του, ο πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Dr. Ernst Reichel, δήλωσε ότι «η Ελλάδα και η Γερμανία συνεργάζονται στενά για να επανέλθει η ανάπτυξη. Χαίρομαι που το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο παρέχει με τη σημερινή «Ημέρα για την οικονομία και τις επενδύσεις» μια πλατφόρμα σε μια σειρά γερμανικών επιχειρήσεων από τους τομείς της πράσινης οικονομίας, της υγείας και της καινοτομίας, οι οποίες δραστηριοποιούνται ήδη με επιτυχία στην Ελλάδα» ανέφερε ο Dr. Ernst Reichel, για να προσθέσει: «Είμαι αισιόδοξος ότι θα υπάρξει περαιτέρω ενδιαφέρον για γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα».
Ο επικεφαλής Εξωτερικού Εμπορίου και Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας, κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης, ανέδειξε το γεγονός ότι πολυάριθμες γερμανικές εταιρείες συμμετέχουν σε σημαντικά έργα εκσυγχρονισμού των ελληνικών υποδομών, καθώς και στον τομέα παροχής ενέργειας και IT, σημειώνοντας πως «σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς είναι σημαντικό να συνεχίσουμε τη συνεργασία και να διατηρήσουμε την επικοινωνία». Όπως ανέφερε ο Dr. Volker Treier, «το συνέδριο μπορεί να συμβάλει στο να ξεκινήσουμε πάλι μαζί μετά τον Covid-19 και να οικοδομήσουμε τις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις, που είχαν αναπτυχθεί σημαντικά πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας».
Ανοίγοντας τις εργασίες της «Ελληνογερμανικής Ημέρας», ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός τόνισε ότι «διαχρονικά, υπήρξαν πολλές, σημαντικές και το κυριότερο μακρόπνοες γερμανικές επενδυτικές δράσεις στην Ελλάδα». Σύμφωνα με τον κ. Μαραγκό, «οι όμιλοι γερμανικών συμφερόντων κράτησαν τη θέση τους στην εγχώρια αγορά στηρίζοντας την οικονομία τη διάρκεια της 10ετούς κρίσης χρέους της χώρας, ενώ επέμειναν επενδυτικά και μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια». Περιγράφοντας τη «θέση» της Γερμανίας στην Ελληνική Οικονομία επεσήμανε ότι, κατατάσσεται στην πρώτη θέση ως χώρα προέλευσης άμεσων ξένων επενδύσεων προς την Ελλάδα με μερίδιο 23% επί του συνολικού αποθεματικού επενδεδυμένου κεφαλαίου και πρόσθεσε πως κατά τη χρονική περίοδο 2007-2018 οι καθαρές άμεσες γερμανικές επενδύσεις ανήλθαν σε 6,3 δισ. ευρώ. «Το 2018 δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα 162 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων, με περίπου 29.000 εργαζομένους και ετήσιο κύκλο εργασιών 8,7 δισ. ευρώ» συμπλήρωσε ο κ. Μαραγκός.