Ανακάλυψη του αποτρόπαιου εγκλήματος στο Κάνσας το 1959, που ενέπνευσε τον Τρούμαν Καπότε να γράψει το αριστούργημά του Εν ψυχρώ. Μέχρι εκείνο το πρωινό στα μέσα Νοεμβρίου του 1959, λίγοι Αμερικανοί, στην πραγματικότητα, λίγοι κάτοικοι του Κάνσας, είχαν ακούσει για τον Χόλκομπ, έγραψε ο Τρούμαν Καπότε στο εμβληματικό μυθιστόρημά του Εν ψυχρώ. Όλα αυτά άλλαξαν στις 15 Νοεμβρίου 1959, όταν η φρικτή, ανεξιχνίαστη δολοφονία μιας τετραμελούς οικογένειας έστρεψε την προσοχή του Καπότε και της Χάρπερ Λι στο Χόλκομπ.
Τις πρώτες ώρες εκείνου του πρωινού, ορισμένοι αλλόκοτοι ήχοι εισέβαλαν στους συνήθεις νυχτερινούς θορύβους του Χόλκομπ. Τέσσερις εκπυρσοκροτήσεις κυνηγετικών όπλων έδωσαν τέλος σε έξι ανθρώπινες ζωές. Οι πρώτες τέσσερις ζωές που χάθηκαν ήταν αυτές των θυμάτων: ο εύπορος αγρότης Χέρμπερτ Κλάτερ, η σύζυγός του, Μπόνι, και τα δύο έφηβα παιδιά τους, η Νάνσι και ο Κένιον. Οι άλλες δύο ήταν των δολοφόνων της οικογένειας.
Η τοπική εφημερίδα Garden City Telegram ανέφερε ότι η οικογένεια ήταν φιμωμένη, με τα χέρια τους δεμένα πίσω από την πλάτη τους, πριν πυροβοληθούν στο κεφάλι. Οι φίλοι της οικογένειας ανακάλυψαν τα πτώματα. Ο Λόγκαν Σάνφορντ, διευθυντής του Γραφείου Ερευνών του Κάνσας, δήλωσε ότι αυτό ήταν το πιο φρικιαστικό έγκλημα που είχε δει ποτέ. Ο Τρούμαν Καπότε σκαρφίστηκε την ιδέα για το Εν ψυχρώ αφού διάβασε ένα σύντομο άρθρο των New York Times, το οποίο ανέφερε την ανακάλυψη της οικογένειας δολοφονημένων στο σπίτι τους.
Αυτή η αποτρόπαια εγκληματική πράξη παρέσχε στον Καπότε την τέλεια ευκαιρία να γράψει ένα έργο τεκμηριωμένου ρεπορτάζ, ένα αληθινό μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί λογοτεχνικές τεχνικές. Και, παρ’ ότι ο Καπότε το χαρακτήρισε μη μυθοπλαστικό, αργότερα δέχτηκε κριτική για τη μυθοπλασία κάποιων πτυχών του εγκλήματος.
Βίντεο: