«Τραγούδια σύγχρονων λαϊκών συνθετών ονομάζονται μεν δημοτικά, αλλά είναι ψευδώνυμα, ακολουθούν ρυθμούς και δρόμους μουσικούς παλαιοτέρων, αλλά, καθώς λέει ο δεξιοτέχνης του κλαρίνου Πετρολούκας Χαλκιάς απαντώντας στην ερώτηση ποια διαφορά έχουν τα τότε και τα τωρινά κλαρίνα, “Τότε το κάθε κλαρίνο είχε τη δική του σφραγίδα. Όταν άκουγες να παίζει κλαρίνο ο Κίτσος Χαρισιάδης, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Νίκος Μπατζής, καταλάβαινες ποιος ήταν. Τώρα τα κλαρίνα δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Λείπουν τα βιώματα!”». Αυτά επισημαίνει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για το δημοτικό τραγούδι ο κ. Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος, κάνοντας μια σύγκριση του σημερινού δημοτικού τραγουδιού με αυτό περασμένων δεκαετιών.
Και συνεχίζει: «Το δημοτικό τραγούδι, είναι κατ΄ανάγκη συνδεδεμένο με την προφορικότητα, τον προφορικό λόγο και την αγροτοκτηνοτροφική κοινότητα, με συνθήκες ζωής άλλων εποχών και άλλων απαιτήσεων και αναγκών. Ανήκει στη λαϊκή λογοτεχνία και παραμένει ζωντανό εφόσον εκφράζει τον “ιστορικό” Έλληνα. Η αστικοποίηση, η ερήμωση της υπαίθρου, η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση συνέτειναν στην παρακμή του, τη συρρίκνωση και την υποβάθμισή του. Δυστυχώς σήμερα δεν έχουμε γνήσια δημοτικά τραγούδια. Με ποια αφορμή, άλλωστε, να παραχθούν; Τα τελευταία που έχουν καταγραφεί, χρονολογικά τοποθετούνται στα χρόνια της κατοχής και της αντίστασης και, ίσως, φτάνουν ως τη δεκαετία του ΄60″. Ο κ. Αναγνωστόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου- εργασία, «Το δημοτικό μας τραγούδι- Όψεις και απόψεις», το οποίο περιλαμβάνει 24 σύντομα ή εκτενή μελετήματα (καλύτερα σπουδές) πάνω σε θέματα σύγχρονου προβληματισμού σχετικά με το δημοτικό τραγούδι. Στη σφαίρα του δημοτικού τραγουδιού μπήκε μέσα από τη μουσική του, τον ρυθμό και τους ήχους, τα νανουρίσματα και τα ταχταρίσματα, τις ευτυχισμένες ημέρες των εορτών κατά την παιδική του ηλικία. Τα χωριά μας, άλλωστε, τονίζει, μεταπολεμικά είχαν μια παραδοσιακή πολιτιστική συνέχεια και με πολλή αγάπη (με ευλάβεια, θα έλεγα) τη φρόντιζαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, πριν διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός με την εξαστικοποίηση και την εγκατάλειψή τους. Στα γλέντια του χωριού έπαιρναν μέρος και τα παιδιά. Τα ενθάρρυναν οι μεγαλύτεροι να συμμετέχουν στο τραγούδι, αλλά και στο χορό. Και αυτό, βέβαια, προσθέτει ο συγγραφέας, δεν ήταν μόνο κοινωνικοποίηση, αλλά και παιδεία λαϊκή.
Αγάπησε το δημοτικό τραγούδι από τους ανθρώπους του χωριού του, με τις χαρές και τα γλέντια στο πανηγύρι, στις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Αποκριές, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο κ.ά.), αλλά και στις γιορτές ιδιωτικής σφαίρας, όπως γεννήσεις, βαπτίσεις, αρραβώνες, γάμος κ.λπ. Καθένας στο χωριό είχε τα δικά του τραγούδια που τραγούδαγε ή χόρευε. Εκείνα τα πρώτα βιώματα, «τα θεωρώ ριζώματα βαθιά στην ψυχή μου», τον οδήγησαν να σπουδάσει φιλολογία και να αγαπήσει τη λαϊκή λογοτεχνία, ιδιαίτερα το παραμύθι και το δημοτικό τραγούδι. Πιστεύει πως τα δυνατά όνειρα της ζωής γεννιούνται και ριζοβολούν κατά την παιδική μας ηλικία. Το τι σημαίνει δημοτικό τραγούδι ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, αναφέρει πως «όταν δημοτικό τραγούδι σημαίνει πολιτιστική δημιουργία του λαού, με άξονες τη γλώσσα, τη μουσική και το χορό, και όταν αυτή η δημιουργία είναι αληθινό αντιφέγγισμα της κοινωνικής και εθνικής ζωής, δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύπαρξη και την πορεία του λαού». Ο ίδιος υπενθυμίζει πως ο λαός μας μέσα στα τραγούδια του φανερώνει όλη την ψυχολογία του, τραγουδώντας τις ηρωικές μορφές και τα κατορθώματα, τον πόνο, την ξενιτειά, την αγάπη, τις χαρές και τις λύπες της ζωής.
Με αυτά, συμπληρώνει, ονειρεύτηκε την ελευθερία του επί τουρκοκρατίας, με αυτά οραματίστηκε ένα καλύτερο μέλλον, με αυτά ύμνησε τη φύση και το φυσικό περιβάλλον. Τα δημοτικά τραγούδια εκφράζουν τον διαχρονικό Έλληνα, την ιστορία, τα πάθη και τους πόθους του. Είναι η βαθύτερη αλήθεια της ιστορικής του ζωής και το αμάραντο περιβόλι της ψυχής του. Και θα τολμούσα να πω, πως η ιστορική και αισθητική αξία τους, η σύλληψη και ο λυρισμός τους, οι υπερρεαλιστικές εικόνες και οι αστραφτεροί στίχοι τους συναγωνίζονται τα λαμπρά γλυ