Δίστομο 1944: Η μέρα που η κτηνωδία των Ναζί έβαψε με αίμα ένα ολόκληρο χωριό

Δίστομο 1944: Η μέρα που η κτηνωδία των Ναζί έβαψε με αίμα ένα ολόκληρο χωριό

Πέρασαν κιόλας 78 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που η κτηνωδία των Ναζί έβαψε κόκκινο το χωριό του Διστόμου.

Η ιστορία του Διστόμου παρακαταθήκη για τις νέες γενιές, για τον αγωνία ενάντια στην Μισαλλοδοξία, τον φασισμό και τον ναζισμό.

Το χρονικό

10 Ιουνίου 1944. Ο πόλεμος στην Ελλάδα μαίνεται, με τους αντάρτες να αντιστέκονται στεναρά και να καταφέρνουν καίρια χτυπήματα στον ναζιστικό στρατό και τους ντόπιους συνεργάτες τους.

Τα ναζιστικά στρατεύματα εισέρχονται στο Δίστομο αναζητώντας δυνάμεις του ΕΛΑΣ, με τις έρευνες σε σπίτια και μαγαζιά να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα.

Λίγο νωρίτερα, ένας από τους λόχους κατευθύνθηκε προς το Στείρι, όπου είχαν πληροφορίες για ύπαρξη ανταρτών και μετά από δύο ώρες μάχης μέτρησαν 40 νεκρούς.

Αντί να αποχωρήσουν τα γερμανικα στρατεύματα, σύγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους του Διστόμου και ξεχωρίζουν 104 άνδρες και 114 γυναίκες (μεταξύ αυτών 45 παιδιά και 20 βρέφη).

Τους εκτελούν και σαν συνέχεια της κτηνωδίας τους πυρπολούν το χωριό, αφήνοντας πίσω τους κρανίου τόπο.

 Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων 117 γυναίκες, 111 άντρες, όπου ανάμεσά τους ήταν και 53 τα οποία ακόμα δεν είχαν συμπληρώσει τα 16 τους έτη.

Η ιστορικές ανακρίβειες της Γερμανικής πλευράς

Σαν… αναπότρεπτες απώλειες χαρακτήριζε η Γερμανική Κυβέρνηση την σφαγή του Διστόμου το 1995, σηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων στην πολύπαθη χώρα μας.

53 παιδιά κάτω των 16 ετών, 117 γυναίκες και 111 άντρες για την Γερμανική Κυβέρνηση είναι αναπότρεπτες απώλειες πολεμικών επιχειρήσεων.

Όλες αυτές οι ιστορικές ανακρίβειες έρχονται για να αποφύγει η Γερμανία την υποβολή αποζημιώσεων και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, 78 χρόνια μετά την μεγάλη σφαγή.

«Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου
ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις.
Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ’ τη θυσία και τη σκληρότητα του ανθρώπου.
»
Γιάννης Ρίτσος

Η μαρτυρία μιας επιζήσασας

Θα αμς επιτρέψετε σε αυτό το σημείο και αυτό γιατί έχει πολύ σημασία να σας παραθέσουμε μια μαρτυρία μιας επιζήσασας από την σφαγή του Διστόμου όπως ακριβώς την δημοσίευσε η εφημερίδα του ΚΚΕ «Ριζοσπάστης» στις 12/06/2021.

10 Ιούνη. Ημουνα στο αμπέλι με μια αδελφούλα μου 9 χρονών. Είχαμε πάει στο αμπέλι και είχε κουκιά. Και πήγαμε να μαζέψουμε κουκιά για να μαγειρέψουμε. Και είχαμε και 2-3 αρνάκια που τα βοσκάγαμε κιόλας. Κατά τις 11 βλέπουμε 3-4 αυτοκίνητα ελληνικά. Με ταγάρια απέξω φορτωμένα, λέγαμε ότι είναι μαυραγορίτες, όπως συνήθως. Μετά βλέπουμε φάλαγγα από πίσω και φοβηθήκαμε και φύγαμε. Πήγαμε στο σπίτι.

Η μητέρα μας ήταν ανάστατη επειδή λείπαμε. Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου είχαν πάει στο αμπέλι να ραντίσουν το αμπέλι, ήταν η εποχή που τα ραντίζαμε. Η μητέρα μας έκλαιγε για εμάς που ήμασταν μικρά να μην πάθουμε τίποτα… Ε, πήγαμε, καθίσαμε, ακούμε ότι κάπου στα χωράφια μας… στον Καρακόλιθο ότι σκοτώνουν τσοπάνηδες που είναι στα βουνά, εκείνους που ήταν στα χωράφια τους σκοτώνανε και μαθαίναμε ότι σκοτώσανε αυτόν, τον άλλο, γνωστούς μας, γιατί είχαμε και εμείς χωράφια εκεί… Ολη την ημέρα αυτοί οι Γερμανοί ψάχνανε από εδώ, ψάχνανε από εκεί…

Το απόγευμα βλέπουμε ένα αυτοκίνητο με παιδιά από τα χωράφια που τα είχανε ομήρους πάρει. Και τα κλείσανε μες το σχολείο. Και βάλαμε κακό στο νου μας. Λέει η μητέρα μου της αδερφής μου: Γιαννούλα πήγαινε την ταυτότητα στον πατέρα και στον αδερφό σου για να γυρίσουν στο χωριό. Γιατί βγάλανε λόγο (οι Γερμανοί) ότι όσοι είναι μες το χωριό δεν θα τους πειράξουμε. Απέξω όποιοι είναι θα τους περάσουμε για αντάρτες και όποιον βρίσκουμε θα τον σκοτώνουμε. Και πήγε, αλλά δεν την αφήσαν να βγει προς τα έξω και γύρισε πάλι πίσω. Ερχεται στο σπίτι και λέει μητέρα δεν με αφήσαν οι Γερμανοί να βγω προς τα έξω, αλλά γίνεται κακό, κάτι κακό κάνουνε αυτοί. Εχουνε άγριο σκοπό.

Οι ναζί επιστρέφουν για να ολοκληρώσουν το έγκλημά τους

Ακούμε φεύγουν, πάνε για το Στείρι… Εμείς είχαμε παγώσει, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Είχαμε κλειστεί στα υπόγεια. Καμιά φορά λένε πιάσαν μάχη στο Στείρι (με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ). Πιάσανε μάχη στο Στείρι και γυρίζουν εξαγριωμένοι και ήρθε λέει και η φάλαγγα των Ες Ες από την Αράχωβα και από τη Λειβαδιά άλλος στρατός και το χωριό το είχαν μπλοκάρει γύρω γύρω τα βουνά όλα, δεν είχαν αφήσει περιθώριο πουθενά. Μόνο ένα μέρος που βγαίνουμε να πάμε κάτω προς την παραλία, παραλία Διστόμου. Εκεί είχαν αφήσει…

Εμείς είχαμε κλειστεί και φοβόμαστε και ακούγαμε τα πρόβατα που βελάζανε… Λέει (η μητέρα μου) δεν πηγαίνετε εδώ όπως κατεβαίνουμε από τον Προφήτη Ηλία να πάρετε λίγα φύλλα από τα αμπέλια (να τα ταΐσετε) να μην φωνάζουν. Εγώ και μια άλλη κοπελίτσα πήγαμε μαζί. Κόψαμε φύλλα και ερχόμασταν. Οταν κόψαμε τα φύλλα από το ένα βουνό, τον Προφήτη Ηλία, ήταν ένα βουναλάκι, μας ρίξανε στα πόδια και άλλους τους σκοτώνανε. Ακούγαμε μόνο τους σκοτωμούς και το βουητό που κάνανε οι αρβύλες τους από τα καλντερίμια. Πάμε στο σπίτι φωνάζουνε αχ, τα στείλαμε τα παιδιά στο θάνατο. Τέλος πάντων πήγαμε εμείς στο υπόγειο, καθίσαμε κάτω.Η δολοφονία του πατέρα και του αδερφού

Μετά από καμιά ώρα, φωνάζει μια γυναίκα Βασιλική, Βασιλική! Βασιλική λέγανε τη μητέρα μου. Ελα να μαζέψεις το μοναχογιό σου. Ερχότανε ο πατέρας μου και ο αδερφός μου στο σπίτι.

Τον πατέρα μου τον σκοτώσανε απάνω στο άλογο που πήγε να τον ποτίσει και τον αδερφό μου τον σκοτώνουνε στην Εκκλησία… Ο πατέρας μου είχε πιαστεί στην τριχιά του αλόγου και το άλογο τον έφερνε σούρνοντας στο σπίτι. Το σπίτι μας ήταν δίπλα στην Παναγία. Μόλις ήταν να έρθει στο σπίτι (ο αδερφός μου) στη στροφή του ρίξανε και τον σκοτώσανε. Τον χτύπησαν στην κοιλιά. Αφού φώναξε η γειτόνισσα Βασιλική, βγαίνουμε εμείς έξω, βγαίνουν και οι άλλοι που κάθονταν παρέα. Τον παίρνουμε, τον φέρνουμε στο σπίτι στην αυλή και πέταγε το αίμα από την κοιλιά… Φώναζε η μητέρα μου, εμείς κλαίγαμε τα δύο μικρά.

Διάσωση από τύχη

Η αδελφή μου η μεγάλη ήταν 22 χρονών. Γιαννούλα της λέει (η μητέρα μου) πήγαινε για το γιατρό. Εγώ δεν άντεχα να βλέπω τον αδερφό μου έτσι και πάω και εγώ από κοντά στην αδερφή μου. Πάμε στο σπίτι του γιατρού, χτυπάει η αδερφή μου την πόρτα, ξαναχτυπάει, ο γιατρός δεν έβγαινε. Εγώ εν τω μεταξύ αφού είδα σκοτωμένους φοβόμουνα να γυρίσω.

Η αδερφή μου έφυγε, εγώ φοβόμουνα να γυρίσω. Και κάθησα και επέμενα και χτύπαγα στην πόρτα του γιατρού. Αφού επέμενα βγαίνει ένα χέρι, το χέρι του είδα και με τραβάει και με παίρνει μέσα. Πήγαμε σε ένα υπόγειο και σταθήκαμε στην άκρη εκεί όλοι. Εγώ έκλαιγα και ήθελα να φύγω, να πάρω το γιατρό να τον πάω στο σπίτι. Μου λέει παιδί μου δεν θα πάμε τώρα. Ασε να ησυχάσουμε, να δούμε τι θα γίνει και μετά θα σε πάμε εμείς στο σπίτι. Θα πάω και εγώ. Θα πάμε μαζί, να δω τον αδερφό σου. Αφού καθόμαστε εκεί, βλέπουμε τον καπνό. Είχανε βάλει φωτιά και καίγαν στα σπίτια. Και λέει (ο γιατρός) θα μας κάψουν μέσα. Ελάτε να βγούμε, να πάμε σε ένα διπλανό που το είχαν κάψει (οι Γερμανοί) άλλη φορά. Οταν ερχόντουσαν κάνανε και από ένα…

Μπήκαμε στο καμένο το σπίτι. Εγώ βρίσκω ευκαιρία και φεύγω. Φεύγω και πάω στο σπίτι και τους βρίσκω όλους σκοτωμένους. Εγώ γονάτισα πάνω στον αδερφό μου και δεν έβλεπα κανέναν (άλλον) γιατί πάνω από πτώματα πέρναγα και έβλεπα για να πάω στο σπίτι στην πλατεία… Ητανε η ώρα που φεύγανε οι Γερμανοί όταν εγώ βγήκα. Δε συνάντησα Γερμανό… Τους έπαιρνε η νύχτα και δεν μπορούσαν να μείνουν τη νύχτα (φοβόντουσαν επίθεση του ΕΛΑΣ). Εν τω μεταξύ να ακούς το ποδοβολητό και να φωνάζουνε Γερμανοί μέσα από το χωριό. Και να σου έρχεται τρέλα. Δηλαδή άκουγες μόνο τις αρβύλες τους και τις φωνές σα να είχαν χαρά που τα έκαναν αυτά.

Εγώ πάω γονατίζω πάνω στον αδερφό μου και έκλαιγα. Οι γείτονες λέγανε ότι στης Βασιλικής το σπίτι… έχουνε ησυχάσει. Τους φοβερίσανε οι Γερμανοί ή τους σκοτώσανε. Οταν ακούσαν εμένα και φώναζα, έρχονται και με παίρνουν και με πάνε στο βουνό. Εγώ είχα τόσο φόβο πάρει, τόσο τρακ είχα πάθει, που δεν μπορούσα να περπατήσω. Και με πήγαν σηκωτό. Και στις ελιές, εκεί στον ελαιώνα που πήγαμε περπατούσα με τα γόνατα. Είχα πάθει παράλυση.

Μαθαίνοντας για την απώλεια της μητέρας της και των αδερφών της

Εκλαιγα να βρω τους δικούς μου. Δεν είχα δει τη μητέρα μου που ήταν εκεί σκοτωμένη, δεν είχα δει κανέναν. Και φώναζα τη μητέρα μου, τα αδέρφια μου να τα δω. Μου έλεγαν είναι σε άλλο βουνό και θα έρθουν και θα έρθουν και θα έρθουν. Πέρασαν 2-3 μέρες και μετά μου λένε ότι παιδί μου δεν είσαι μόνο εσύ ορφανή. Είναι και άλλοι ορφανοί. Και μητέρα δεν έχεις και αδέρφια δεν έχεις… Ούτε να φάω ήθελα ούτε τίποτα.

Επέσατε θύματα, αδέρφια, εσείς
Σε άνιση Πάλη κι Αγώνα
Ζωή, λευτεριά και τιμή του Λαού
Γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα

Δείτε επίσης: Γεωργαντάς: «Τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα είναι αναγνωρισμένης διατροφικής αξίας παγκοσμίως»

Loading

Play