Ελληνική οικονομία: Ευκαιρία, προκλήσεις και κίνδυνοι

Ελληνική οικονομία: Ευκαιρία, προκλήσεις και κίνδυνοι

Του Ν. Καραμούζη, Προέδρου της Grant Thornton στην Ελλάδα και μέλους Δ.Σ. του Ιδρύματος Ωνάση

Κατά την τελευταία τριετία και με τη λήξη του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, η ελληνική οικονομία κινήθηκε με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από αυτή πολλών άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης. Η πανδημία Covid-19 ανέτρεψε βίαια αυτή τη δυναμική, οδηγώντας σε βίαια ύφεση την ελληνική και το σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ οι οικονομικές εκτιμήσεις για το κοντινό μέλλον είναι ακόμα αποθαρρυντικές εντός και εκτός Ελλάδος. Δηλαδή, το γεγονός ότι φαίνεται ότι είμαστε ήδη στο πρώτο στάδιο ενός δεύτερου γύρου της πανδημίας, ο οποίος μπορεί να ενταθεί τον ερχόμενο χειμώνα και χωρίς να έχουμε ακόμη βεβαιότητα ως προς το χρόνο διάθεσης αποτελεσματικών εμβολίων και φαρμάκων εμπορικά, δημιουργεί νέα αρνητικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα για το άμεσο μέλλον και τις προοπτικές του καθώς και σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Οι πρωτοβουλίες οικονομικής πολιτικής παγκοσμίως

Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως, αντέδρασαν ταχύτατα για να αποτρέψουν αφενός τα χειρότερα από τις επιπτώσεις της πανδημίας και αφετέρου τις οικονομικές επιπτώσεις κυρίως του lock down, με ανάληψη άνευ προηγουμένου δημοσιονομικών μέτρων στήριξης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της ρευστότητας της οικονομίας (το ύψος των μέτρων υπολογίζεται ότι κυμαίνεται ανά χώρα μεταξύ 5% – 10% του ΑΕΠ). Μεσοπρόθεσμα, όμως, τα μέτρα αυτά και η οικονομική υστέρηση, δημιουργούν συνθήκες δημοσιονομικής αστάθειας, αν τα δημοσιονομικά ελλείματα ρεκόρ που προκαλούνται από τα μέτρα στήριξης και την ύφεση, και η σημαντική αύξηση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, δεν αντιμετωπιστούν επιτυχώς με σοβαρά και επώδυνα τελικά μέτρα προσαρμογής.

Επιπλέον οι κεντρικές τράπεζες και οι εποπτικές αρχές, προχώρησαν παγκοσμίως σε ελαστικοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών, καθώς και σε πρωτοφανή μέτρα στήριξης της ρευστότητας του Δημοσίου, των τραπεζών και των επιχειρήσεων που εκτιμάται ότι ξεπερνούν σε ύψος τα € 12 τρισεκ., διαμορφώνοντας ιδιαίτερα πολύ χαμηλό κόστος χρηματοδότησης, μηδενικό σχεδόν ύψος επιτοκίων και ρεκόρ διαθέσιμης ρευστότητας σε κυκλοφορία, διευκολύνοντας έτσι τη χρηματοδότηση της οικονομίας και την ανάληψη χρηματοδοτικών κινδύνων εκ μέρους των τραπεζών. Το παραπάνω πρωτοφανές ύψος νέας ρευστότητας στο σύστημα δεν μπορεί παρά να αντιστραφεί, μεσοπρόθεσμα, με ανάληψη από τις κεντρικές τράπεζες αντίστροφων περιοριστικών μέτρων νομισματικής πολιτικής, ώστε  να αποτραπεί η πληθωριστική έκρηξη στην παγκόσμια οικονομία και να περιοριστεί η φούσκα τιμών στα κινητά περιουσιακά στοιχεία.

Παρά ταύτα, η παγκόσμια ύφεση εκτιμάται ότι θα είναι μεγάλη για το 2020 (μεταξύ 4%-5%), ενώ στην Ελλάδα εκτιμάται ότι η ύφεση θα κυμανθεί μεταξύ -7% και -10% (η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι στο δεύτερο τρίμηνο το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε 15,2% σε ετήσια βάση), επαληθεύοντας τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Grant Thornton, ενώ υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για την ταχύτητα και το ρυθμό της οικονομικής ανάκαμψης το 2021. Το βέβαιο είναι ότι οι πιθανότητες μιας V τύπου ανάκαμψης εξανεμίζονται καθημερινά.

 

Η ευρωπαϊκή αντίδραση στην πανδημία

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αντέδρασαν δυναμικά στην κρίση, εγκρίνοντας αρχικά πακέτο μέτρων € 540δισεκ. τον Απρίλιο του 2020 για την αντιμετώπιση του άμεσου οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας του κορωνοϊού, κυρίως για κάλυψη του αυξημένου κόστους δαπανών υγείας και στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, λόγω των περιορισμών μετακινήσεων. Στη συνέχεια πρόσφατα, μετά από έντονες και διχαστικές διαπραγματεύσεις, εγκρίθηκε πακέτο δανείων και μεταβιβάσεων με τη δημιουργία του ταμείου Ανάκαμψης με τον τίτλο «Next Generation EU (NGEU)», ύψους € 390 δισεκ. σε μεταβιβάσεις και € 360 δισεκ. σε δάνεια.

Τέθηκαν οι προτεραιότητες να κατευθυνθούν οι πόροι σε χώρες, περιοχές και κλάδους που έχουν υποστεί τις πιο βαριές συνέπειες από την κρίση αλλά και να αξιοποιηθούν τα εν λόγω ποσά για τον παραγωγικό μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών  οικονομιών. Ιδιαίτερα, υπάρχει μέριμνα τα σημαντικά αυτά κεφάλαια να κατευθυνθούν κυρίως στην επιτάχυνση ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων και αναβάθμιση των υποδομών, την ψηφιοποίηση της παραγωγικής δομής και της δημόσιας διοίκησης, την αντιμετώπιση των κλιματολογικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων, την ενίσχυση των δράσεων πράσινης ανάπτυξης και κυκλικής οικονομίας και τη μετεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού, ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση στη νέα οικονομία, να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανεργία και να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης.

Το φιλόδοξο πρόγραμμα θα χρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω δανεισμού της από τις διεθνείς αγορές, ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της  εμβάθυνσης και επιτάχυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ τα χρήματα θα πρέπει να έχουν δεσμευθεί σε δράσεις μέχρι το τέλος του 2023 και να έχουν εκταμιευθεί μέχρι το τέλος του 2026. Άρα, επείγει κάθε χώρα μέλος της ΕΕ να προετοιμάσει σύντομα και να υποβάλει προς χρηματοδότηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ολοκληρωμένα και μελετημένα επενδυτικά σχέδια και προγράμματα και να θέσει συγκεκριμένους χρηματοδοτικούς στόχους και προτεραιότητες αξιοποίησης των διαθέσιμων κεφαλαίων.

Παράλληλα, εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός, το Multiannual Financial Framework (MFF) για την περίοδο 2021-2027, ύψους € 1.074,3δισεκ., ουσιαστικά διαμορφώθηκε ο Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για την επόμενη επταετία. Στόχος είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις άμεσες και μελλοντικές προκλήσεις, κυρίως να υλοποιήσει τις πολιτικές προτεραιότητες και την οικονομική και κοινωνική ατζέντα της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων του ψηφιακού και ενεργειακού μετασχηματισμού, την αναβάθμιση των υποδομών υγείας, αλλά και την ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων ,του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών θεσμών στα κράτη μέλη.

 

Η ελληνική αντίδραση στην πανδημία

Η Ελλάδα αντέδρασε έγκαιρα με το ξέσπασμα της πανδημίας και στο υγειονομικό και στο οικονομικό πεδίο, με αποτέλεσμα να έχει από τις καλύτερες επιδόσεις ευρωπαϊκά ως προς τον περιορισμό της διάδοσης του ιού στον πληθυσμό, ενώ φαίνεται ότι δεν θα έχει τη χειρότερη ύφεση στην Ευρωζώνη, παρά την εξάρτηση της οικονομίας της από τρεις κλάδους που επλήγησαν σημαντικά από την κρίση, δηλαδή τις μεταφορές, τον τουρισμό και την εστίαση. Η Κυβέρνηση, παρά την δημοσιονομική στενότητα πέτυχε να άρει τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις για το 2020 και το 2021 (θα στοχεύσει σε μηδενικό πρωτογενές πλεόνασμα το 2021) και ανέλαβε και υλοποίησε προγράμματα στήριξης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της ρευστότητας της οικονομίας, ύψους συνολικά 6,3% του ΑΕΠ. Αποτέλεσμα η αντιστροφή των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% το 2019) σε ελλείμματα, εκτιμώμενο να κυμανθεί μεταξύ -5% -6% του ΑΕΠ για το 2020, ενώ το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμα θα κινηθεί κοντά στο 10% του ΑΕΠ, ένα μάλλον ανησυχητικό ποσοστό.

Η Ελλάδα είχε μια επιτυχή παρουσία στις διαπραγματεύσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και εξασφάλισε να λάβει ex ante πακέτο βοήθειας περίπου € 70 δισεκ., € 32 δισεκ. από το NGEU και € 38 δισεκ. από το MFF. Να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ότι, δεν υπάρχουν αυτοματισμοί στην εκταμίευση των ως άνω ποσών, αλλά η Ελλάδα θα πρέπει να διεκδικήσει τα ποσά αυτά με την υποβολή ολοκληρωμένων προτάσεων και επενδυτικών σχεδίων σύντομα, όχι αργότερα του 2022, τα οποία πρέπει να εγκριθούν από τα Ευρωπαϊκά όργανα, τηρώντας το αυστηρό και ενίοτε γραφειοκρατικό πλαίσιο των διαδικασιών και προδιαγραφών που έχουν θεσμοθετήσει οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί. Ενεργώντας σωστά η Κυβέρνηση, για να προετοιμαστεί κατάλληλα και να επιταχύνει τις αποφάσεις, δημιούργησε εξειδικευμένη Κυβερνητική Συντονιστική Επιτροπή αξιοποίησης του πακέτου των € 70 δισεκ. υπό τον συντονισμό του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών κ. Θ. Σκυλακάκη ενώ εξειδίκευσε τις αναγκαίες δράσεις και πρωτοβουλίες σε έξι νευραλγικά υπουργεία.

Είναι εξαιρετικά κρίσιμο οι πόροι που αναμένεται να γίνουν διαθέσιμοι από την ΕΕ για τα επόμενα χρόνια, να αξιοποιηθούν από την Ελλάδα για να επιταχύνει το μετασχηματισμό της παραγωγικής δομής της, αλλά και να βελτιώσει σταθερά την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια της οικονομίας και την παραγωγικότητα της χώρας. Ιδιαίτερα, οι διαθέσιμοι πόροι θα πρέπει βάσει σχεδίου να διοχετευθούν κυρίως για την υποστήριξη και αναβάθμιση των υποδομών, την ενίσχυση των ξένων ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων, τον ψηφιακό και ενεργειακό μετασχηματισμό, την πράσινη και κυκλική οικονομία και τη χρηματοδότηση δομικών και μεταρρυθμιστικών παραγωγικών πρωτοβουλιών και θεσμικών αλλαγών. Οι τελευταίες, αφορούν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και τη δημόσια διοίκηση, τις ιδιωτικοποιήσεις και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές και τη στήριξη και μετεκπαίδευση της εργασίας. Στόχος είναι να τεθεί η ελληνική οικονομία σε διατηρήσιμη και ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά, δημιουργώντας εισοδήματα, ευκαιρίες, ευημερία και πλούτο για τους πολλούς.

Η πανδημία του Covid-19, βρήκε την Ελλάδα σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο, εξερχόμενη από μια βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση και έχοντας να διαχειριστεί σοβαρά προβλήματα που μας κληροδότησε η τελευταία, ενώ η πανδημία τείνει να οξύνει τα προβλήματα σε σοβαρό βαθμό. Σημαντικές προκλήσεις είναι η αναμενόμενη αύξηση της ανεργίας, των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ύψους € 60 δισεκ. στο τραπεζικό σύστημα σήμερα, € 90 δισεκ. συνολικά στην οικονομία) του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, των δημοσιονομικών ελλειμάτων και της φτώχιας και περιθωριοποίησης σημαντικού τμήματος του πληθυσμού.

Στο πλαίσιο αυτό, η Κυβέρνηση ανέθεσε σε Επιτροπή Ειδικών υπό την Προεδρία του νομπελίστα Καθηγητή Χριστόφορου Πισσαρίδη, να συντάξει έκθεση για τις αναπτυξιακές και μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες της χώρας και την αξιοποίηση των ως άνω Ευρωπαϊκών πόρων, και να αναδείξει τις αναγκαίες πολιτικές και θεσμικές πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν την οικονομία στη συστηματική βελτίωση της παραγωγικότητας, σε ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και την δημιουργία σημαντικού αριθμού νέων θέσεων εργασίας.

Η Επιτροπή δημοσίευσε την ενδιάμεση προσωρινή έκθεσή της πρόσφατα και το τελικό κείμενο θα παραδοθεί στην Κυβέρνηση στα τέλη Σεπτεμβρίου. Βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι η συστηματική αύξηση των εισοδημάτων και του εθνικού πλούτου που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με πρωτοβουλίες που ενισχύουν καθοριστικά την παραγωγικότητα, την εργασία και τις επενδύσεις.

Συγκεκριμένα, οι κεντρικές προτεραιότητες του προτεινόμενου αναπτυξιακού σχεδίου της χώρας, είναι οι ακόλουθες:

  • αύξηση της παραγωγικότητας
  • αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, από εσωστρεφές και καταναλωτικό, σε εξωστρεφές και επενδυτικό,
  • η στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία,
  • η υλοποίηση των περιβαλλοντικών και ψηφιακών στόχων και δεσμεύσεων της χώρας και
  • η μεταρρύθμιση του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων ως κορυφαίων προτεραιοτήτων, των τομέων της υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης, ψηφιοποίησης και κοινωνικής ασφάλισης.

Η Επιτροπή θέτει επίσης, συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους για την άνοδο των συνολικών επενδύσεων και των εξαγωγών ως ποσοστού του ΑΕΠ, ώστε να κινηθούν σταδιακά από τα σημερινά επίπεδα του 12% και 37% περίπου αντίστοιχα, προς αυτά του 24% και 60%, δηλαδή προς το μέσο όρο των άλλων αντίστοιχου μεγέθους οικονομιών της Ευρωζώνης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη συστηματική αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών που βρίσκονται σήμερα στο 8% και 19% του ΑΕΠ αντίστοιχα, από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη.

Επιπροσθέτως, προτείνεται:

  • η λήψη μέτρων για την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, ως προϋπόθεση επιτάχυνσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας,
  • ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας και του αγροδιατροφικού συμπλέγματος,
  • μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών στην εργασία,
  • ενίσχυση των επενδύσεων σε εκπαιδευτική κατάρτιση και γνώση του ανθρώπινου δυναμικού,
  • δημιουργία θυλάκων τεχνολογικής αιχμής σε επιμέρους κλάδους,
  • απλούστευση των κανόνων λειτουργίας της οικονομίας και περιορισμός του ρυθμιστικού και διοικητικού βάρους,
  • ενίσχυση των κινήτρων για αποταμίευση των νοικοκυριών (άρα αύξηση των εργασιών των ασφαλιστικών εταιρειών και των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων),
  • σοβαρή αύξηση των ξένων επενδύσεων,
  • βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας και χρηματοδότησης με αναβάθμιση του ρόλου των κεφαλαιαγορών και την οριστική εξυγίανση του τραπεζικού τομέα,
  • μεταρρύθμιση στην κοινωνική ασφάλιση με ανάπτυξη ενός δεύτερου και τρίτου πυλώνα με κίνητρα για ιδιωτικές αποταμιευτικές αποφάσεις,
  • μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη, υγεία, παιδεία και ψηφιοποίηση Δημόσιας Διοίκησης,
  • ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας,
  • υλοποίηση όλων των εμβληματικών δράσεων πράσινης ανάπτυξης,
  • αναβάθμιση των υποδομών της χώρας και κίνητρα για επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων.

Η έκθεση υιοθετεί μια μεσοπρόθεσμη οπτική καθώς η ουσιαστική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας προϋποθέτει δομικές αλλαγές που θα εξελιχθούν σε βάθος δεκαετίας, ώστε να φανούν τα πλήρη αποτελέσματα, αλλά πρέπει να ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατό. Επιπροσθέτως, οι παρεμβάσεις που προτείνονται στην έκθεση θα αποδώσουν ουσιαστικά εάν εφαρμοστούν με συνέπεια σε συνδυασμό μεταξύ τους.

Στην τελική κατάρτιση της έκθεσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό των προτεινόμενων δράσεων και μέτρων δύο κρίσιμοι παράγοντες, οι διεθνείς τάσεις και οι συνθήκες εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας. Οι τελευταίες δεν διαμορφώνονται ευνοϊκές σήμερα, εντός και εκτός Ελλάδας, και πιθανά να έχουν αρνητική επίπτωση στην εξέλιξη, προοπτική και τελική επιτυχία του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης της οικονομίας. Άρα, πρέπει να υπάρχει ευελιξία και προσαρμοστικότητα για να αποδώσει το σχέδιο ακόμα και αν αλλάξουν οι συνθήκες.

Ιδιαίτερα σημαντικές για την εξέλιξη και προοπτική της ελληνικής οικονομίας αποτελούν σειρά κρίσιμων διεθνών τάσεων που οδηγούν ως αναγκαιότητα σε σημαντικό μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου παγκοσμίως, αλλά και της Ελλάδος. Οι διεθνείς τάσεις καθιστούν στοιχείο επιβίωσης το δομικό μετασχηματισμό και την προσαρμογή των οικονομιών, των εργασιακών σχέσεων, των κοινωνικών και οικονομικών προτύπων.

Ιδιαίτερα σημαντική επίπτωση θα έχουν στην πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οι διεθνείς τάσεις που αφορούν :

  • την κλιματική αλλαγή,
  • την ψηφιακή τεχνολογία,
  • τη ρομποτική,
  • την αυτοματοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη,
  • την αλλαγή της δομής του παγκόσμιου εμπορίου, με την άνοδο του ρόλου της Άπω Ανατολής και της Κίνας,
  • την όξυνση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων που δημιουργούν πολιτικές και κοινωνικές ακρότητες και άνοδο του εθνικισμού,
  • τη γήρανση του πληθυσμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες και την αστικοποίηση του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες,
  • την τάση για δημιουργία μέσων τεχνολογικών εφαρμογών και ψηφιακών καινοτομιών, cashless and paperless οικονομίες με τη ραγδαία ανάπτυξη π.χ. των es, e-commerce, e-transaction, e-banking, e-government, e-press, e-medicine, e-communication κλπ, που οδηγούν σταδιακά στην αύξηση της εξ’ αποστάσεως (κυρίως από το σπίτι) εκπαίδευσης, εργασίας, εμπορικών αγορών και συναλλαγών, διασκέδασης, ενημέρωσης και delivery σίτισης στο σπίτι.

Η χώρα μας υστερεί σοβαρά έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών στην προσαρμογή της οικονομίας στα νέα διεθνή δεδομένα και τάσεις καθώς και στο βαθμό μετασχηματισμού της προς αυτή την κατεύθυνση.

Για παράδειγμα, στην Ελλάδα οι τομείς της παραγωγής θερμότητας και των μεταφορών, χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε πολύ μικρό ποσοστό (9% και 3,3% αντίστοιχα), ενώ απέχουμε πολύ από το να ικανοποιήσουμε τις βασικές διεθνείς συμφωνίες και τους στόχους που προκύπτουν με βάση τις προδιαγραφές για βιώσιμη ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών και από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ιδιαίτερα όσον αφορά τις πηγές ενέργειας, την κυκλική οικονομία, τη διαχείριση αποβλήτων και την αποδοτικότητα των πηγών ενέργειας.

Η Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2019, δημοσίευσε το ανανεωμένο Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα που θέτει φιλόδοξους στόχους για το 2030 (κατάργηση του λιγνίτη έως το 2028, αύξηση του ΑΠΕ στο 35% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας, 30% στις πωλήσεις ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων μέχρι το 2030 και μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου κατά 42% σε σχέση με το 1990).

Επιπροσθέτως, η πανδημία Covid-19 αναμένεται να έχει μονιμότερες επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία και στην Ελλάδα, επιταχύνοντας ριζοσπαστικές εξελίξεις που βρισκόντουσαν ήδη σε εξέλιξη στην οικονομία και κοινωνία. Χαμένοι των εξελίξεων  για σημαντικό χρονικό διάστημα φαίνεται να είναι οι κλάδοι των ξενοδοχείων, εστίασης, ταξιδιών, αεροδρομίου, διασκέδασης και ο τραπεζικός λόγω νέων NPEs, ενώ κερδισμένοι είναι οι κλάδοι της τεχνολογίας, ηλεκτρονικών ειδών, super markets, logistics, ταχυμεταφορών, ειδών αθλητισμού και home suppliers αγαθών και υπηρεσιών. Ψηφιακά μέσα αξιοποιούνται για να επιταχύνουν την εκπαίδευση στο σπίτι, εργασία από το σπίτι, διασκέδαση στο σπίτι, αγορές και συναλλαγές από το σπίτι και όλες οι υπηρεσίες εξ’ αποστάσεως αποκτούν σημαντική σημασία και δυναμική.

Συνοπτικά, από την παραπάνω συνολική παρουσίαση, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι οι επερχόμενες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντικές και θα επηρεάσουν καθοριστικά τις προτεραιότητες των επιχειρήσεων.

Ιδιαίτερα, ευκαιρίες ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων και επενδύσεων πιθανά να προκύψουν στις παρακάτω περιοχές:

  • ψηφιοποίηση και έργα μετασχηματισμού του Δημόσιου τομέα,
  • ψηφιοποίηση παραγωγικής και λειτουργικής αλυσίδας επιχειρήσεων,
  • μεταρρυθμίσεις στη δημόσια υγεία, κοινωνική ασφάλιση, δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη και ΔΕΚΟ,
  • αναδιάρθρωση και στρατηγική εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων,
  • συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων,
  • ενεργοποίηση δημοσίων επενδύσεων και ΣΔΙΤ (σε οικονομικές, ψηφιακές και κοινωνικές υποδομές),
  • ψηφιακή παροχή εξ’ αποστάσεως πλειάδων προϊόντων και υπηρεσιών,
  • επανακατάρτιση και μετεκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού,
  • ανάπτυξη εξωστρέφειας ελληνικών επιχειρήσεων κυρίως προς την Άπω Ανατολή και Κίνα,
  • διαχείριση και αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων,
  • αγροτικός, διατροφικός τομέας (π.χ. φρούτα, λαχανικά, τρόφιμα),
  • βιομηχανίες υποκατάστασης εισαγωγών,
  • κατασκευές (κατέρρευσαν την τελευταία δεκαετία),
  • ξένες επενδύσεις, επενδύσεις ξένων σε κατοικίες και ακίνητα και εγκατάσταση ξένων κατοίκων και επιχειρήσεων στην Ελλάδα (π.χ. Golden Visa),
  • ενεργειακός μετασχηματισμός και κλιματική αλλαγή (π.χ. ηλεκτροκίνηση, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαχείριση απορριμμάτων, ανακύκλωση)
  • ασφαλιστικές εργασίες και διαχείριση χρηματοοικονομικών διαθεσίμων,
  • εξωτερική ανάθεση σε τρίτους δραστηριοτήτων και υπηρεσιών (outsourcing) επιχειρήσεων, τραπεζών και του Δημόσιου τομέα,
  • αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας και ιδιωτικοποιήσεις.

Οι μεγάλες οικονομικές προκλήσεις και οι μελλοντικοί κίνδυνοι

Οι μεγάλες προκλήσεις, ευκαιρίες αλλά και κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία και την κυβέρνηση είναι οι ακόλουθοι μεσοπρόθεσμα, κίνδυνοι που μπορεί, αν δεν αντιμετωπιστούν επιτυχώς να παγιδεύσουν την Ελληνική Οικονομία σε μονιμότερη στασιμότητα.

  1. Να διατηρήσει η χώρα μεσοπρόθεσμα τη δημοσιονομική σταθερότητα, την εμπιστοσύνη των αγορών και να μετριάσει την επίπτωση των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους που αναμένεται να ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.
  2. Να αντιμετωπίσει επιτυχώς η Ελλάδα τις προκλήσεις που θα προκύψουν όσον αφορά το ύψος των επιτοκίων, το κόστος δανεισμού ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και τη ρευστότητα στην αγορά από τη σταδιακή αντιστροφή των πρωτοφανών μέτρων στήριξης της ρευστότητας που έχει υλοποιήσει η ECB λόγω της πανδημίας και την επαναφορά των αυστηρών κεφαλαιακών απαιτήσεων στο τραπεζικό σύστημα από τον SSM.
  3. Να επιλύσει το τραπεζικό σύστημα το πρόβλημα του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ύψους σήμερα € 60 δισεκ. περίπου, το υψηλότερο στην Ευρωζώνη) που αναμένεται να αυξηθεί κατά € 10 – 15 δισεκ. μεσοπρόθεσμα λόγω του Covid-19, ενώ παραμένουν έντονες οι κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις από τα  € 90 δισεκ. συνολικά προβληματικά δάνεια στην οικονομία (δηλαδή συν τα € 30 δισεκ. που διαχειρίζονται τρίτοι servicers & ξένα funds).
  4. Να υλοποιήσει η Κυβέρνηση το αναγκαίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στη δημόσια διοίκηση, σε περιβάλλον διευρυμένων διεθνών αβεβαιοτήτων αυξανόμενης εγχώριας ανεργίας, οικονομικής καχεξίας και επιταχυνόμενης φτώχιας στην Ελλάδα, ως προϋπόθεση για την αναπτυξιακή ανάταξη της χώρας.
  5. Να αξιοποιήσει επιτυχώς τους σημαντικούς νέους πόρους από το Next Generation EU και το MMF (περίπου € 70 δισεκ.) για τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο και εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο και σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάκαμψής. Την ελληνική οικονομία,  τη χαρακτηρίζει  σήμερα η γραφειοκρατία, η υποεπένδυση, η υπερφολορόγηση, η υποαποταμίευση, το υπέρμετρο δημόσιο χρέος, το υψηλό κόστος ενέργειας και χρήματος, ο αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας, προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν για την επιτυχή αναπτυξιακή ανάταξη της χώρας.
  6. Να υλοποιηθούν και να αποδώσουν καρπούς πολιτικές ταχύτατης αύξησης των εγχώριων, ξένων και δημοσίων επενδύσεων, κυρίως ΣΔΙΤ,  που ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν οι χαμηλότεροι στην Ευρωζώνη, καθώς και της εγχώριας αποταμίευσης, ιδιαίτερα των νοικοκυριών που κατέρρευσε στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης. Να σημειωθεί ότι, η διεθνής καθαρή επενδυτική θέση της χώρας παραμένει έντονα αρνητική. Χωρίς την καταγραφή μιας άνευ προηγουμένου ανάκαμψης των επενδύσεων κάθε είδους και μορφής δεν είναι εφικτή, η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων υψηλών ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ στο μέλλον.
  7. Να αντιμετωπιστεί το κρίσιμο οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα της ανεργίας και με την αξιοποίηση των μηχανισμών στήριξης της απασχόλησης ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, αλλά κυρίως μέσω της ισχυρής ανάκαμψης της οικονομίας.
  8. Να αντιμετωπιστούν επιτυχώς μια σειρά από κρίσιμα επιπρόσθετα διαρθρωτικά προβλήματα, ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, η επιστροφή του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης που έφυγε στο εξωτερικό, η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, η δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και το υψηλό κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές πηγές ενέργειας.
  9. Να αντιμετωπιστεί επιτυχώς η τουρκική πρόκληση και οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και η αστάθεια στην περιοχή με τρόπο και ταχύτητα που δεν διαταράσσει την κοινωνική, πολιτική και οικονομική σταθερότητα και ισορροπία της χώρας.
©Πηγή: amna.gr

Loading

Play