Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε από τον Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων
Του κ. Δημήτρη Βέργαδου, Χημ. Μηχανικού ΕΜΠ, Διευθυντή ΜΜΕ και Ενημέρωσης ΣΕΒ
«Η Ελλάδα έχει βιομηχανία που αντέχει και εξελίσσεται. Τα τελευταία χρόνια επιδεικνύει εξαιρετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η εξωστρέφειά της έχει βελτιωθεί. Ωστόσο δεν έχουμε την πολυτέλεια να επαναπαυθούμε. Άλλες χώρες κινούνται πολύ πιο γρήγορα από εμάς. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε τα επόμενα χρόνια για να επιταχύνουμε στην καινοτομία, στην πράσινη μετάβαση, στην αναβάθμιση του ανθρωπίνου δυναμικού και για να έχουμε μια καλύτερη βιομηχανία που να συνεισφέρει περισσότερο και στο ΑΕΠ». Αυτή είναι η κατάσταση των πραγμάτων στην ελληνική βιομηχανία, όπως την περιέγραψε ο Πρόεδρος του ΔΣ του ΣΕΒ κ. Δημήτρης Παπαλεξόπουλος στο φετινό Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, θέτοντας το βασικό διακύβευμα κόντρα στο «βέλος του χρόνου».
Στο ίδιο αφηγηματικό πλαίσιο, η αναλυτική μελέτη που εκπόνησαν από κοινού η EY Ελλάδος και ο ΣΕΒ: «Χτίζοντας το μέλλον για ακόμα πιο ισχυρή βιομηχανία» μας παρέχει μια χρήσιμη τεκμηρίωση για τις τάσεις και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η βιομηχανία σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Η μελέτη -με ορίζοντα το 2030- εστιάζει στις πρωτοβουλίες μετασχηματισμού που θα πρέπει να αναλάβουν οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, προκειμένου να συνεχίσουν να αποτελούν την αναπτυξιακή αιχμή της οικονομίας, υιοθετώντας ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, η βιομηχανία, σε παγκόσμιο επίπεδο, βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις. Μια από τις πιο σημαντικές είναι η διαταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων που προκάλεσε η πανδημία. Τα συνεπακόλουθα ήταν ελλείψεις πρώτων υλών και εξαρτημάτων και εκτίναξη του κόστους ενέργειας. Στην εξίσωση προστίθενται, πλέον, οι γεωπολιτικές αναταραχές μεγάλης διάρκειας, οι οποίες οδηγούν σε αυξήσεις των ναύλων και περιπλέκουν περαιτέρω την παγκόσμια εμπορική δυναμική. Την ίδια στιγμή, η ανάγκη μετάβασης της βιομηχανίας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη παραμένει επιτακτική όσο ποτέ, με τις αυξανόμενες ελλείψεις σε κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό να δυσχεραίνουν αυτήν την προσπάθεια.
Ως σημαντικό εύρημα προβάλλεται η αναδυόμενη τάση της επιστροφής βιομηχανικών δραστηριοτήτων εγγύτερα στις εγχώριες αγορές των μεγάλων επιχειρήσεων ή σε γειτονικές χώρες -το λεγόμενο “ reshoring”. Η εξέλιξη αυτή διαγράφει υπό προϋποθέσεις μια σημαντική ευκαιρία για την ελληνική βιομηχανία, στο πλαίσιο μάλιστα και της ευρωπαϊκής πολιτικής για στρατηγική αυτονομία. Με το «reshoring» η ελληνική παραγωγή αποκτά σημαντικά πλεονεκτήματα ως προς το κόστος, αλλά ιδιαίτερα, ως προς την ταχύτητα ανταπόκρισης στις ρευστές δυναμικές της αγοράς. Επιπλέον, η πολιτική του επαναπατρισμού των παραγωγικών δραστηριοτήτων ευθυγραμμίζεται με την αυξανόμενη έμφαση σε προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης, που έχουν στόχο να μειώσουν το αποτύπωμα άνθρακα στις μεταφορές και στην παραγωγική αλυσίδα.
Εν κατακλείδι, η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας της, ενσωματώνει δύο βασικές τάσεις: το reshoring και τη μείωση των εξαρτήσεων από περιορισμένους στρατηγικούς εταίρους. Όπως το θέτει ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ Δρ. Γιώργος Ξηρογιάννης: «Η διαμόρφωση πειστικών απαντήσεων στον διεθνή ανταγωνισμό είναι επιβεβλημένη. Οι πρόσφατες πολιτικές της Ε.Ε. (π.χ. για Στρατηγική αυτονομία, Κρίσιμες πρώτες ύλες, Ενδυνάμωση ευρωπαϊκών αλυσίδων παραγωγής, κ.τ.λ.) αποτελούν μια πρώτη προσπάθεια ρεαλιστικής σύνδεσης της βιομηχανικής ανάπτυξης με τις ευκαιρίες σε αναδυόμενες ψηφιακές ή πράσινες τεχνολογίες. Αλλά παραμένουν αποσπασματικές και χωρίς τον δυναμισμό να αντιμετωπίσουν τον διεθνή επενδυτικό ανταγωνισμό που ήδη οδηγεί σημαντικές βιομηχανικές μονάδες εκτός Ε.Ε».
Κρίσιμες πρώτες ύλες, γεωπολιτική ανεξαρτησία και το στοίχημα της βιομηχανικής πολιτικής
Στο πλαίσιο του Φόρουμ των Δελφών, στις πλαγιές του Παρνασσού, που έγινε πρόσφατα, είχα την τιμή να συντονίσω την εκδήλωση-πάνελ που διοργάνωσε ο ΣΜΕ, με τίτλο: “ Raw Materials and Geopolitical Independence, European Industrial Policy”, στην οποία συμμετείχαν ο Πρόεδρος της ΕΕ του ΣΕΒ κ. Ευθύμιος Βιδάλης, ο Επίτιμος Πρόεδρος της Euromines, κ. Μαρκ Ραχωβίδης ο Πρόεδρος του Πανευρωπαϊκού Συνδέσμου Λατομείων UEPG, κ. Αντώνης Αντωνίου Λατούρος και ο πρόεδρο του ΣΜΕ και CEO της ΓΕΩΕΛΛΑΣ, κ. Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου.
Ο κ. Βιδάλης, μίλησε μεταξύ των άλλων, για τη σημασία των ορυκτών στη μεταποίηση, σημειώνοντας πως «υπάρχει μια μετατόπιση από την οικονομική ανταγωνιστικότητα στην στρατηγική αυτάρκεια και πως η επίτευξη των στόχων της βιομηχανικής ανάπτυξης είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί χωρίς σταθερή πρόσβαση στις κρίσιμες πρώτες ύλες. Οι απαραίτητες πρώτες ύλες, για τις αναγκαίες τεχνολογίες για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, είναι κρίσιμης σημασίας ενώ δημιουργούν σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις». Ο ομιλητής επεσήμανε πως η μεταποίηση πρέπει να αντιμετωπίσει την κρίση αυτάρκειας και να τη δει σαν ευκαιρία. Τόνισε ακόμη ότι ο κλάδος της εξορυκτικής βιομηχανίας εκπροσωπείται στον ΣΕΒ από εξέχουσες εταιρείες του χώρου και αναφερόμενος στην Κομισιόν, έκανε λόγο για τη σημασία των κρίσιμων πρώτων υλών στην κυκλική οικονομία και για τη βιώσιμη ανάπτυξη, σημειώνοντας πως «οι στόχοι κυκλικής οικονομίας είναι αδύνατον να επιτευχθούν χωρίς ανθεκτική και βιώσιμη πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Για αυτό και οι μεταποιητικές μονάδες και τα κράτη θα πρέπει να εντάξουν τη μακροπρόθεσμη επάρκεια πρώτων υλών στη στρατηγική τους».
Ο κ. Ραχωβίδης από την πλευρά του επισήμανε πως η Ευρώπη βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, η οποία θα καθορίσει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, τονίζοντας πως «εάν συνεχίσουμε να ‘εξάγουμε’ ρύπανση και να εισάγουμε πρώτες ύλες, όπως σήμερα, τότε η Πράσινη Μετάβασή μας δεν μπορεί να ευημερήσει». Καταλήγοντας, είπε πως ένα όραμα που περιλαμβάνει 20 με 30 νέα στρατηγικά έργα εξόρυξης στην Ευρώπη έως το 2030 θα επιτρέψει μια βιώσιμη, υπεύθυνη και ευημερούσα βιομηχανία εξόρυξης, ευθυγραμμισμένη με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Ο κ. Λατούρος μίλησε για τις ανάγκες της Ευρώπης για 3 δισ. τόνους αδρανών υλικών ετησίως, καθιστώντας τα αδρανή τον πιο χρησιμοποιούμενο φυσικό πόρο, μετά το νερό και τον αέρα. Αναφέρθηκε ακόμη στην χρήση κατάλληλων απορριμμάτων για την παραγωγή ανακυκλωμένων αδρανών, καθώς και στο ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής αδρανών υλικών πρέπει να βρίσκονται κοντά στα κέντρα ζήτησης..
Από την πλευρά του, ο κ. Γιαζιτζόγλου τόνισε πως οι ανάγκες υιοθέτησης νέων τεχνολογιών αυξάνουν σημαντικά τη ζήτηση συγκεκριμένων ορυκτών πρώτων υλών. «Η χώρα μας είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις». Συμπλήρωσε όμως ότι «δυστυχώς το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, καθιστά την εξορυκτική δραστηριότητα μη ανταγωνιστική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιμετωπίσει το θέμα με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα». Κλείνοντας, ανέφερε πως η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα πρώτων υλών που σήμερα κατατάσσονται στις μη κρίσιμες, με την έντονη εξαγωγική δραστηριότητα αυτών των κλάδων να είναι βέβαιο ότι μπορεί να αποτελέσει γεωπολιτικό ατού για τη χώρα μας.