Υποσιτισμένα ή υπέρβαρα: το ένα στα τρία παιδιά κάτω των πέντε ετών δεν τρέφεται όπως έχει ανάγκη για να μεγαλώσει σωστά, προειδοποιεί το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την Παιδική Ηλικία (UNICEF) σε έκθεσή του που δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα.
«Πολλές χώρες νόμιζαν ότι είχαν ξεμπερδέψει με τον υποσιτισμό, ότι ήταν πλέον πρόβλημα του παρελθόντος, ανακαλύπτουν όμως ότι έχουν ένα νέο πολύ μεγάλο πρόβλημα» με τη διατροφή των παιδιών, σύμφωνα με τον Βίκτορ Αγουάγο, επικεφαλής του προγράμματος της UNICEF για τη διατροφή, που ρωτήθηκε σχετικά από το Γαλλικό Πρακτορείο.
Από τα 676 εκατομμύρια παιδιά κάτω των πέντε ετών σε όλο τον κόσμο το 2018, περίπου τα 227 εκατομμύρια -ή περίπου το ένα τρίτο- είναι υποσιτισμένα ή υπέρβαρα, ενώ 340 εκατομμύρια έχουν ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών, υπολογίζει η υπηρεσία αυτή του ΟΗΕ για την προστασία των παιδιών.
Με δεδομένη την παγκοσμιοποίηση των διατροφικών συνηθειών, τη μακροχρόνια φτώχεια και την κλιματική αλλαγή, σε ολοένα περισσότερες χώρες συσσωρεύονται κρούσματα διαφορετικών όψεων του υποσιτισμού, που υπονομεύουν τη μελλοντική τους ανάπτυξη, προειδοποιεί η UNICEF, η οποία κάνει λόγο για «τριπλό βάρος»
«Ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε και αντιδρούμε στον υποσιτισμό πρέπει να αλλάξει: δεν πρέπει απλά να δίνουμε στα παιδιά επαρκή ποσότητα τροφής, πρέπει πριν απ’ όλα να τους προσφέρουμε σωστή διατροφή», αναφέρει η Χενριέτα Φορ, διευθύντρια της UNICEF, σε ένα δελτίο τύπου που συνοδεύει την πρώτη τόσο σημαντική ανάλυση πάνω στο ζήτημα που δημοσιεύτηκε από αυτόν τον οργανισμό τα τελευταία 20 χρόνια.
Παρόλα αυτά, ο υποσιτισμός βρίσκεται στο προσκήνιο και τα παιδιά που πλήττονται είναι τέσσερις φορές περισσότερα από τα υπέρβαρα.
Αν και ο αριθμός των παιδιών που δεν λαμβάνουν επαρκή ποσότητα τροφής σε σχέση με τις διατροφικές τους ανάγκες έχει μειωθεί πολύ (-40% στο διάστημα 1990 – 2005), ο υποσιτισιμός παραμένει ένα σοβαρό πρόβλημα για πλήθος χωρών, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική και τη νότια Ασία.
149 εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο είναι έτσι πολύ μικροκαμωμένα για την ηλικία τους (καθυστέρηση στην ανάπτυξη λόγω χρόνιου υποσιτισμού) και 50 εκατομμύρια πολύ αδύνατα σε σχέση με το ύψος τους (ισχνότητα, συνδεδεμένη με οξύ υποσιτισμό ή με πρόβλημα απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών).
Η UNICEF καταδεικνύει επίσης τα 340 εκατομμύρια παιδιά που υποφέρουν από “κρυμμένη πείνα”, γιατί προσλαμβάνουν επαρκή αριθμό θερμίδων ημερησίως αλλά έχουν έλλειψη βιταμινών και μετάλλων που είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ανάπτυξή τους (σίδηρος, ιώδιο, βιταμίνες Α και C, λόγω της ελλειπούς πρόσληψης φρούτων, λαχανικών και ζωικών προϊόντων).
Αυτές οι ανεπάρκειες μπορεί να έχουν σοβαρές σωματικές (ανεπαρκές ανοσοποιητικό σύστημα, προβλήματα όρασης και ακοής) και πνευματικές συνέπειες.
Το φαινόμενο αυτό ξεκινά από την πολύ μικρή ηλικία, λόγω της μείωσης της περιόδου θηλασμού και της αντικατάστασής του από μια διατροφή που βασίζεται σε ακατάλληλα προϊόντα και ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την “αυξανόμενη πρόσβαση σε τρόφιμα πλούσια σε θερμίδες αλλά φτωχά σε θρεπτικά στοιχεία”, όπως τα φαστ φουντ, εξηγεί ο διεθνής οργανισμός UNICEF.
Τέλος, η παχυσαρκία και τα άτομα που είναι υπέρβαρα αυξάνονται με ταχύ ρυθμό. Συγκεκριμένα από αυτά τα προβλήματα πλήττονται 40 εκατομμύρια νέα παιδιά συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Αν και αυτό το πρόβλημα ήταν σχεδόν άγνωστο στις φτωχές χώρες το 1990 (μόνο το 3% των χωρών με περιορισμένα εισοδήματα είχαν πάνω από 10% υπέρβαρα παιδιά), τα τρία τέταρτα αυτών καλούνται τώρα να το αντιμετωπίσουν.
“Στο παρελθόν, πιστεύαμε ότι (…) το άνω του φυσιολογικού για το ύψος βάρος και η παχυσαρκία είναι ο υποσιτισμός των πλουσίων, αλλά αυτό δεν ισχύει σήμερα”, παρατηρεί ο Βίκτορ Αγουάγο, γιατρός στον τομέα δημόσιας υγείας.
“Οι διαφορετικές μορφές κακής διατροφής συνυπάρχουν όλο και περισσότερο μέσα σε μια χώρα (…) και συχνά μέσα σε ένα σπίτι” (μια υπέρβαρη μητέρα με ένα υποσιτισμένο παιδί για παράδειγμα) ή ακόμα “σε ένα μόνο άτομο σε διαφορετικές ηλικίες της ζωής του”, η κακή διατροφή κατά την παιδική ηλικία, αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου παχυσαρκίας ή υπερβολικού σωματικού βάρους στην ενήλικη ζωή, προσθέτει ο ίδιος.
Αυτή η κατάσταση είναι στενά συνδεδεμένη με τη φτώχεια: πλήττει όλο και περισσότερο τις φτωχές χώρες και τους πληθυσμούς σε επισφαλή οικονομική θέση στις πλούσιες χώρες, υπογραμμίζει επίσης η UNICEF.
Για τη βελτίωση αυτής της κατάστασης, ο οργανισμός ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να προωθήσουν τα αναγκαία προϊόντα για την τήρηση μιας ισορροπημένης διατροφής και να τα καταστήσουν οικονομικώς προσβάσιμα.
Ο ίδιος οργανισμός καλεί επίσης για τη δημιουργία περισσότερων νόμων σχετικών με τη διαφήμιση των παιδικών γαλάτων σε μορφή σκόνης και των ζαχαρούχων αναψυκτικών και τονίζει την ανάγκη να τοποθετηθούν πάνω στα προϊόντα ετικέτες για τη διατροφική τους αξία οι οποίες να γίνονται εύκολα κατανοητές, ώστε οι καταναλωτές να είναι σε θέση να κάνουν τις καλύτερες επιλογές για τους ίδιους και τα παιδιά τους.