Η ενεργειακή φτώχεια στην ΕΕ απαιτεί συνδυασμένες στρατηγικές για βιώσιμες λύσεις και κοινωνική δικαιοσύνη. Η ενεργειακή φτώχεια αναδεικνύεται ως ένα κρίσιμο ζήτημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις αυξανόμενες τιμές ενέργειας, τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια και τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα να επιβαρύνουν τη κατάσταση. Η ανάπτυξη προσαρμοσμένων ενεργειακών πολιτικών αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα, καθώς πολλές κοινότητες επηρεάζονται δυσανάλογα από αυτές τις προκλήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορίζει την ενεργειακή φτώχεια ως την κατάσταση στην οποία ένα νοικοκυριό αναγκάζεται να μειώσει την κατανάλωσή του σε βαθμό που να επηρεάζει αρνητικά την υγεία και την ευημερία του. Το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο υψηλό κόστος, το χαμηλό εισόδημα και την αναποτελεσματική στέγαση. Η ενεργειακή φτώχεια, που συνδέεται με τη δημόσια υγεία και την κοινωνική ισότητα, πλήττει ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.
Η πρόσφατη κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19 και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν επιδεινώσει την κατάσταση για πολλούς Ευρωπαίους πολίτες, με ποσοστά ενεργειακής φτώχειας που κυμαίνονται από 8% έως 16%. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι σχεδόν το 30% του πληθυσμού στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία είναι ενεργειακά φτωχοί.
Οι στρατηγικές για τη μείωση της ενεργειακής φτώχειας περιλαμβάνουν την ανακαίνιση παλαιών κτιρίων για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η ανάγκη για άμεση στήριξη των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος είναι επιτακτική, μέσω επιδοτήσεων και άλλων μέτρων που μπορούν να μετριάσουν την επιρροή της ενεργειακής φτώχειας.
Η δίκαιη ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μόνο μια οικονομική πρόκληση, αλλά και μια ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη. Οι πολιτικές που θα αναπτυχθούν θα πρέπει να διασφαλίζουν την πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια για όλους, διαχειριζόμενες τις ανισότητες και προσφέροντας υποστήριξη στις ευάλωτες ομάδες.
Πηγή περιεχομένου: in.gr