Ο βουλευτής Επικρατείας του Κινήματος Αλλαγής, Γιώργος Καμίνης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, κάνει έναν απολογισμό του 2019, σχολιάζει τις τρέχουσες εξελίξεις με τις ενέργειες της Αστυνομίας για τερματισμό των καταλήψεων, την αντιπολίτευση που ασκεί το Κίνημα Αλλαγής και περιγράφει τις προτεραιότητες του για το 2020 και τη στάση για τον εκλογικό νόμο και την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο κ. Καμίνης θεωρεί, μεν, «επιβεβλημένες ορισμένες κινήσεις του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη» για τερματισμό των καταλήψεων ιδίως στα ΑΕΙ, ωστόσο υπογραμμίζει ότι «δεν επιτρέπονται αυθαιρεσίες» από τη πλευρά της Αστυνομίας, όπου «είναι πολύ πιθανό σε θυλάκους της να κυριαρχούν τάσεις ρεβανσισμού, μετά από μια περίοδο που ένιωθαν πως η προηγούμενη κυβέρνηση τους άφηνε πολιτικά εκτεθειμένους» και επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί συμπεριφέρεται ως αντιπολίτευση το ίδιο «ανεύθυνα όπως είχε φερθεί και ως κυβέρνηση» και «παίζει και σ΄αυτή τη περίπτωση το παιχνίδι της πόλωσης», «βοηθώντας στην ουσία την κυβέρνηση να υπεκφεύγει». Δηλώνει ότι το Κίνημα Αλλαγής τηρεί «υπεύθυνη αντιπολιτευτική στάση» με προτεραιότητα να υπερασπίζεται «τη δημοκρατική νομιμότητα παντού και πάντοτε». «Γι’αυτό και δεν θα ανεχθούμε η κρατική καταστολή να υπερβεί τα συνταγματικά όρια που θέτει το κράτος δικαίου», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Για τις πυκνές εξελίξεις το 2019 και το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο ο Γιώργος Καμίνης σημειώνει ότι «είναι μεγάλη επιτυχία» για το Κίνημα Αλλαγής ότι έπεισε πως «το πολιτικό σύστημα έχει τρεις και όχι δύο πυλώνες».
Ο βουλευτής Επικρατείας του ΚΙΝΑΛ, εξηγεί ότι «για λόγους ισορροπίας του πολιτεύματος θέλουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προοδευτική ματιά», ενώ επισημαίνει τις προϋποθέσεις που θα καθορίσουν τη στάση του για τον εκλογικό νόμο. «Η χώρα χρειάζεται ένα εκλογικό σύστημα που να εξισορροπεί την αντιπροσωπευτικότητα με την κυβερνητική σταθερότητα. ‘Ένα τέτοιο εκλογικό νόμο, θα μπορούσαμε να τον υποστηρίξουμε», υπογραμμίζει ο κ Καμίνης.
Βασική προτεραιότητα το 2020 να είναι ένα έτος στο οποίο το Κίνημα Αλλαγής θα συνεχίσει ελέγχει την κυβέρνηση και αφετέρου «να μπολιάσουμε τον δημόσιο διάλογο με επίκαιρες, καινοτόμες, προοδευτικές ιδέες και πολιτικές που να κάνουν τους πολίτες να ξαναβρούν την εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα».
Για την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο Γιώργος Καμίνης υποστηρίζει ότι «η λύση της Χάγης φαίνεται να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερα ερείσματα. Είδαμε σημαντικές παρεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση αυτή την εβδομάδα από τον κ. Παπανδρέου, τον κ. Σημίτη, την κ. Μπακογιάννη, τον κ. Βενιζέλο. Και οι πολιτικοί αρχηγοί στη Βουλή δεν το απέκλεισαν».
Επίσης, τονίζει ότι «ο δρόμος της διπλωματίας οφείλει να είναι η κύρια και πρώτη μας επιλογή ως χώρα που σημαίνει πως χρειαζόμαστε ενισχυμένη εθνική ομοψυχία και ειλικρινή συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων. Αυτή τη λογική έχει και η ανάγκη σύγκλησης του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, όπως επίμονα ζητάμε ως Κίνημα Αλλαγής».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Γιώργου Καμίνη στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τον Μιχάλη Μιχαήλ
ΕΡ. Κύριε Καμίνη ως αρμόδιος στη ΚΟ του Κινήματος Αλλαγής, για τα ζητήματα που αφορούν την προστασία του Πολίτη, πως κρίνετε τη πολιτική εμπέδωσης της νομιμότητας, που έχει εξαγγείλει ο κ. Χρυσοχοΐδης, και τις ενέργειες της Αστυνομίας σε περιοχές της Αθήνας και σε ΑΕΙ;
Θέλω να είμαι σαφής: ορισμένες από τις κινήσεις του υπουργείου ήταν πράγματι επιβεβλημένες. Δεν νομίζω πως κανείς μπορεί να διαφωνεί π.χ. με τον τερματισμό των καταλήψεων ή την πάταξη της ανομίας στα ΑΕΙ. ‘Αλλωστε, η δική μας δημοτική αρχή είχε αναλάβει την πρωτοβουλία για την εκδίωξη των καταληψιών και την απόδοση εμβληματικών κτιρίων της Αθήνας, όπως η “Βίλα Αμαλία” και η Δημοτική Αγορά Κυψέλης, στον νόμιμο ιδιοκτήτη τους, δηλαδή στον Δήμο Αθηναίων. ‘Ετσι, η Βίλα Αμαλία έγινε ένα πανέμορφο σχολείο, ενώ η Δημοτική Αγορά ένα πρότυπο κέντρο κοινωνικής επιχειρηματικότητας και ψυχή μιας ολόκληρης γειτονιάς της Αθήνας, της Κυψέλης, που ξαναβρίσκει τα τελευταία χρόνια την παλιά της ζωντάνια. Το ίδιο και με τα ΑΕΙ. Δεν είναι δυνατόν σε μια σύγχρονη κοινωνία τα πανεπιστήμια να τελούν υπό κατάληψη ή υπό τη διαρκή απειλή καταλήψεων.
ΕΡ. Κατά τη γνώμη σας η κυβέρνηση ακολουθεί πολιτική καταστολής; Οι σχετικές καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ είναι βάσιμες;
Δεν θα ήθελα να ξεκινήσω μία δίκη προθέσεων χωρίς στοιχεία. Είναι πάντως γεγονός πως εδώ και κάποιους μήνες είμαστε μάρτυρες μιας κλιμακούμενης έντασης. Αυτό είναι κατ’αρχήν εύλογο από τη στιγμή που η ΕΛ.ΑΣ αναλαμβάνει επιχειρήσεις καταπολέμησης της ανομίας. Δεν επιτρέπεται όμως να οδηγεί σε αυθαιρεσίες από την πλευρά των εμπλεκόμενων αστυνομικών δυνάμεων. Είναι πολύ πιθανό, όπως έχω ξαναπεί, σε θυλάκους της αστυνομίας να κυριαρχούν τάσεις ρεβανσισμού, μετά από μια περίοδο που ένοιωθαν πως η προηγούμενη κυβέρνηση τους άφηνε πολιτικά εκτεθειμένους. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι στους κόλπους της ΕΛ.ΑΣ. υπάρχουν πολλά ακροδεξιά στοιχεία, όπως γνωρίζουμε από προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες είχαν στηθεί ξεχωριστές κάλπες για τους αστυνομικούς. Εγώ ο ίδιος, αλλά και το Κίνημα Αλλαγής, έχουμε κάνει πληθώρα παρεμβάσεων, για λόγους αρχής και σεβασμού του κράτους δικαίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως παίζει και εδώ το παιχνίδι της πόλωσης. Στο θέμα της ασφάλειας δηλαδή συμπεριφέρεται ως αντιπολίτευση το ίδιο ανεύθυνα όπως είχε φερθεί και ως κυβέρνηση. ‘Ετσι όμως βοηθά στην ουσία την κυβέρνηση να υπεκφεύγει. Αυτό το τανγκό που βολεύει τους δύο και αποσκοπεί να πνίξει τη φωνή της υπεύθυνης αντιπολίτευσης, το έχουμε ξαναδεί σε πολλά θέματα, όχι μόνο στο θέμα της ασφάλειας.
ΕΡ. Συμμερίζεσθε την άποψη ότι η κοινωνία θέλει ασφάλεια με κάθε τρόπο ακόμη κι αν είναι αμφισβητήσιμος;
Όπως τόνιζα σε κάθε ευκαιρία από την εποχή ακόμα που ήμουν δήμαρχος, τα περιστατικά ανομίας, που γιγαντώθηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αναμενόμενο να δημιουργήσουν την ανάγκη για «τάξη και ασφάλεια», και μάλιστα ως λαϊκή απαίτηση. Γι’ αυτό και βλέπουμε σήμερα τον κ. Χρυσοχοϊδη να είναι σταθερά πρώτος σε δημοφιλία υπουργός της κυβέρνησης, κάνοντας απλά κάποιες αυτονόητες κινήσεις. Επενδύει πάντως επικοινωνιακά στον νόμο και την τάξη, ενώ αυτό θα έπρεπε να γίνεται χωρίς τυμπανοκρουσίες και ιδεολογικά πυροτεχνήματα. Εμείς, ως υπεύθυνη αντιπολίτευση οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατική νομιμότητα παντού και πάντοτε. Γι’αυτό και δεν θα ανεχθούμε η κρατική καταστολή να υπερβεί τα συνταγματικά όρια που θέτει το κράτος δικαίου.
ΕΡ. Με την ψήφιση του προϋπολογισμού ολοκληρώθηκε μια πολιτικά πυκνή χρονιά, στην οποία το Κίνημα Αλλαγής δεν πέτυχε μεγάλα αποτελέσματα στις εκλογές, είναι τρίτο κόμμα, όμως ολοκλήρωσε τη συγκρότησή του. Ποια είναι η γνώμη σας;
Είμαι αισιόδοξος. Ο στόχος μας ήταν εξαρχής διττός: Αρχικά να πείσουμε ότι το πολιτικό σύστημα έχει τρεις και όχι δύο πυλώνες. Ουσιαστικά έχουμε πλέον ένα τρικομματικό πολιτικό σκηνικό στη χώρα, και αυτό είναι μεγάλη μας επιτυχία. Θέλαμε επίσης να μετατρέψουμε όλη αυτή την καλή διάθεση των 200.000 και πλέον ανθρώπων που ήρθαν να ψηφίσουν στην εσωκομματική μας διαδικασία το 2017, σε ένα συμπαγές, οργανωμένο κόμμα. Αντιλαμβάνεστε, νομίζω, το μέγεθος της πρόκλησης που είχε μπροστά της η κ. Γεννηματά. Και όμως τα καταφέρνουμε, μπαίνοντας πια σε μία περίοδο έντονης πολιτικής δημιουργίας: αρχίζουν να λειτουργούν οι 37 τομείς του κόμματος, με πάνω από 1300 στελέχη, στην πλειονότητά τους νέα, ώστε να παράγονται επεξεργασμένες θέσεις και απαντήσεις στα προβλήματα του κόσμου. ‘Έχουμε μπροστά μας την πολύ σημαντική θεματική συνδιάσκεψη την άνοιξη. Εκεί θα μας δοθεί η ευκαιρία να συντονιστούμε με τα πιο σύγχρονα ρεύματα και ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας διεθνώς. Και τέλος, έχουμε μία ιδιαίτερα δραστήρια κοινοβουλευτική ομάδα, στην οποία έχω την τιμή να είμαι μέλος, που παράγει πολιτική με την καθημερινή της παρουσία στη Βουλή.
ΕΡ. Είστε έτοιμοι στο Κίνημα Αλλαγής να συναινέσετε και υπό ποιους όρους στην αλλαγή του εκλογικού νόμου και την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας;
Αντιλαμβανόμαστε τον ρόλο μας στην αντιπολίτευση ως μια δύναμη που οφείλει να είναι η ασπίδα λογικής του πολιτικού συστήματος. Τι εννοώ; Δείτε ας πούμε το παράδειγμα του εκλογικού νόμου: Είναι ξεκάθαρο πως η απόλυτη αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος, που προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα δημιουργήσει σοβαρά ζητήματα κυβερνητικής σταθερότητας, όπως άλλωστε βλέπουμε ότι συνέβη στην τοπική αυτοδιοίκηση. Από την άλλη, το ισχύον σύστημα δίνει τόσο μεγάλο πλεονέκτημα στο πρώτο κόμμα, ώστε να φαλκιδεύεται στην πράξη η λαϊκή βούληση. Η χώρα χρειάζεται ένα εκλογικό σύστημα που να εξισορροπεί την αντιπροσωπευτικότητα με την κυβερνητική σταθερότητα. ‘Ένα τέτοιο εκλογικό νόμο, θα μπορούσαμε να τον υποστηρίξουμε.
Όσο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είναι το τελευταίο μεγάλο κομμάτι του πολιτικού παζλ, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τις διπλές εκλογές του Μαΐου και Ιουλίου. Οφείλουμε, για λόγους ισορροπίας του πολιτεύματος, να συμπληρώσουμε αυτό το παζλ με Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που να έχει δώσει έμπρακτα δείγματα υποστήριξης της κοινωνικής ισότητας και αλληλεγγύης. Θέλουμε δηλαδή Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προοδευτική ματιά.
ΕΡ. Για πολλούς παρατηρητές το 2020, θα είναι έτος ανταγωνισμού ανάμεσα στο κόμμα σας και τον ΣΥΡΙΖΑ για το ποιο θα εκφράσει πειστικά και θα ηγηθεί στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Τι λέτε; Ποιες προτεραιότητες πρέπει να αναδείξει το Κίνημα Αλλαγής;
Αυτό που με ενδιαφέρει προσωπικά, είναι το 2020 να είναι ένα έτος στο οποίο θα κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, δηλαδή αφενός να ελέγχουμε την κυβέρνηση αποτελεσματικά και αφετέρου να μπολιάσουμε τον δημόσιο διάλογο με επίκαιρες, καινοτόμες, προοδευτικές ιδέες και πολιτικές που να κάνουν τους πολίτες να ξαναβρούν την εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα. Πολιτικές που θα λύνουν προβλήματα χρόνια και θα ανοίξουν το δρόμο για τομές στην ελληνική κοινωνία. Αυτή πρέπει να είναι, και αυτή θα είναι η προτεραιότητα μας. Τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται μέχρι στιγμής να τον ενδιαφέρει περισσότερο να ανακοινώνει κάθε λίγους μήνες τα ίδια και τα ίδια πολιτικά στελέχη που κάπου, κάπως, κάποτε διαδραμάτισαν ρόλο, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο σημαντικό, στο ΠΑΣΟΚ. Είναι εντυπωσιακό, και το βλέπω σχεδόν κάθε μέρα στη Βουλή, το πώς απουσιάζει παντελώς από τον ΣΥΡΙΖΑ κάθε είδους αυτοκριτική για τα κυβερνητικά πεπραγμένα των 5 προηγούμενων ετών. Αυτοκριτική για την σύμπλευση και νομιμοποίηση της ακροδεξιάς του κ. Καμμένου, τη χειραγώγηση των δημοκρατικών θεσμών και της δικαιοσύνης, την ανερμάτιστη πολιτική στο προσφυγικό, τον διχασμό της κοινωνίας στο δημοψήφισμα.
ΕΡ. Ανησυχείτε για τη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Πως πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα στη τουρκική επιθετικότητα;
Η Ελλάδα, από την εποχή της συμφωνίας του Ελσίνκι, είχε ως στόχο να δημιουργήσει ένα πλαίσιο σχέσεων με την Τουρκία που να βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, με στόχο την ειρηνική επίλυση των διμερών διαφορών. Ο δρόμος της διπλωματίας οφείλει να είναι η κύρια και πρώτη μας επιλογή ως χώρα. Ασφαλώς, η Τουρκία είναι ένας δύσκολος γείτονας, ιδίως αυτή την εποχή, και όχι μόνο για την Ελλάδα. Τούτο σημαίνει πως χρειαζόμαστε ενισχυμένη εθνική ομοψυχία και ειλικρινή συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων. Αυτή τη λογική έχει και η ανάγκη σύγκλησης του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, όπως επίμονα ζητάμε ως Κίνημα Αλλαγής. Γι’ αυτό μου έκανε πραγματική εντύπωση η πρόσφατη μείωση των αμυντικών δαπανών, που ψήφισαν εν χορώ Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή. Ήταν πραγματικά εξόφθαλμα υποκριτικό αυτό που έγινε την περασμένη εβδομάδα στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Να ακούς έναν προς έναν τους βουλευτές, και από τη Νέα Δημοκρατία και από τον ΣΥΡΙΖΑ, να τονίζουν την ανάγκη να υπάρχει ισχυρός αποτρεπτικός παράγων προς την Τουρκία, και μετά να υπερψηφίζουν τη μείωση των αμυντικών δαπανών. Αυτή την υποκρισία εμείς καταψηφίσαμε, σε μία κίνηση συμβολική.
ΕΡ. Είναι η προσφυγή στη Χάγη απαραίτητη;
Είναι δείγμα ωριμότητας του πολιτικού συστήματος πως η λύση της Χάγης φαίνεται να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερα ερείσματα. Είδαμε σημαντικές παρεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση αυτή την εβδομάδα από τον κ. Παπανδρέου, τον κ. Σημίτη, την κ. Μπακογιάννη, τον κ. Βενιζέλο. Και οι πολιτικοί αρχηγοί στη Βουλή δεν το απέκλεισαν. Δεν νομίζω ότι πρέπει να φοβόμαστε την Χάγη. ‘Εχουμε ισχυρά επιχειρήματα και πολύ σημαντικές πιθανότητες να κερδίσουμε σημαντικά οφέλη στις διμερείς μας διαφορές με την Τουρκία. Οφείλουμε φυσικά να θωρακίσουμε τη χώρα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε όλα τα επίπεδα, ενόψει αυτού του ενδεχομένου. Να ισχυροποιήσουμε τις διεθνείς μας συμμαχίες, να αξιοποιήσουμε τη θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να εξυγιάνουμε την οικονομία. Πρέπει να είναι μια εθνική προσπάθεια η προετοιμασία της προσφυγής στη Χάγη, στην οποία θα συμβάλουν όλοι. Και πρέπει να είναι εθνική προσπάθεια γιατί το διακύβευμα είναι τεράστιο: και η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν να κερδίσουν από μία δίκαιη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, την οποία θα αποδεχτούν και οι δύο χώρες και θα δυσχεράνει την επιστροφή σε εντάσεις, διαρκείς απειλές θερμών επεισοδίων.