Γ. Κατρούγκαλος: Όσοι περιμένουν ο ΣΥΡΙΖΑ να αστικοποιηθεί είναι μακριά νυχτωμένοι

Γ. Κατρούγκαλος: Όσοι περιμένουν ο ΣΥΡΙΖΑ να αστικοποιηθεί είναι μακριά νυχτωμένοι

   

Παραβίαση «της θέλησης του συντακτικού νομοθέτη», που θέλει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να είναι υπεράνω κομμάτων, θα αποτελέσει τυχόν εκλογή του με 151 ψήφους, επισημαίνει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο τομεαρχής Εξωτερικών και γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, Γιώργος Κατρούγκαλος.

Τονίζει δε ότι «η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ουσιαστικά ταυτόσημη με την πρόταση της ΝΔ το 2014, η οποία δεν φέρει μόνον την υπογραφή του τότε πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά αλλά και του σημερινού, Κυριάκου Μητσοτάκη»

Ακόμη ο κ. Κατρούγκαλος χαρακτηρίζει «συνταγματικό πραξικόπημα» τυχόν αλλαγή της ελάχιστης πλειοψηφίας που απαιτείται για να εφαρμοστεί ένας καινούριος εκλογικός νόμος στις αμέσως ερχόμενες εκλογές. «Είναι ιδιαίτερα λυπηρό που βρέθηκαν συνταγματολόγοι να υποστηρίξουν το προφανώς άτοπο,» προσθέτει ο κ. Κατρούγκαλος στο Πρακτορείο.

Ο τομεάρχης Εξωτερικών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορεί την κυβέρνηση για «διγλωσσία και υποκρισία» στο ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ συμπληρώνει ότι η «αντιφατική (της) στάση αποδυναμώνει τη διπλωματική θέση της Ελλάδας, τους μοχλούς πίεσης προς τη γείτονα, αλλά και τις δυνατότητες προσέγγισης της».

Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό, ο κ. Κατρούγκαλος καλεί την κυβέρνηση να «διαφοροποιηθεί από τη ρητορεία των αδερφών της κομμάτων περί “Ευρώπης-φρούριο” και να προωθήσει τη ριζική αναμόρφωση του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου». «Και, βεβαίως, θα πρέπει να απέχει από κάθε ρύθμιση αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως η κατάργηση του δεύτερου βαθμού προσφυγών όσων ζητούν άσυλο».

Τέλος, σχετικά με τη διαδικασία διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Κατρούγκαλος σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να αναβαθμιστεί «ώστε να εκφράσει το σύνολο της δημοκρατικής παράταξης, μέχρι τις παρυφές της συντηρητικής». Και προσθέτει: «Όσοι περιμένουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα “εξημερωθεί” και θα αστικοποιηθεί μέσα από τη διαδικασία αυτή είναι μακριά νυχτωμένοι. Δεν έχω κανένα φόβο για “πασοκοποίηση” του κόμματος. Άλλωστε κανείς, ούτε όσοι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, επιθυμούν την επιστροφή στο παρελθόν».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Κατρούγκαλου στη Νεκταρία Σταμούλη για το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

ΕΡ: Σχολιάζοντας τη συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ χαρακτηρίσατε ευτελισμό το ενδεχόμενο εκλογής ΠτΔ από 151 βουλευτές. Τι σκοπεύετε να κάνετε σε περίπτωση που η κυβέρνηση προχωρήσει με αυτό, αλλά και με αλλαγή του άρθρου 54 για τον εκλογικό νόμο; Υπάρχει περιθώριο σύγκλισης ή κοινής στάσης με το Κίνημα Αλλαγής σε αυτό;

ΑΠ: Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο: η κυβέρνηση, εφόσον έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να τον αλλάξει τον εκλογικό νόμο όπως θεωρεί σκόπιμο. Άλλο αυτό, όμως, και άλλο η επιδίωξη αλλαγής της ελάχιστης πλειοψηφίας που απαιτείται για να εφαρμοστεί ο νόμος αυτός στις αμέσως ερχόμενες εκλογές. Σήμερα το Σύνταγμα προβλέπει ότι χρειάζονται 200 ψήφοι για κάτι τέτοιο και η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει συμπεριληφθεί στις υπό αναθεώρηση ρυθμίσεις. (Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση προβλέπει προσθήκη εδαφίου στο αντίστοιχο άρθρο για να κατοχυρωθεί η απλή αναλογική, όχι οποιαδήποτε τροποποίηση του). Συνεπώς είναι αδύνατο να αναθεωρηθεί, εκτός αν επιχειρηθεί συνταγματικό πραξικόπημα. Για το λόγο αυτό είναι ιδιαίτερα λυπηρό που βρέθηκαν συνταγματολόγοι να υποστηρίξουν το προφανώς άτοπο. Ευτυχώς καμία πολιτική δύναμη δεν φαίνεται να υποστηρίζει επίσημα αυτή τη συνταγματική εκτροπή, ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ άφησε οποιοδήποτε περιθώριο για αυτό.

Ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, και τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν ότι δεν πρέπει η αδυναμία εκλογής Προέδρου να οδηγεί σε διάλυση της Βουλής και εκλογές. Μάλιστα, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ουσιαστικά ταυτόσημη με την πρόταση της ΝΔ το 2014, η οποία δεν φέρει μόνον την υπογραφή του τότε πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά αλλά και του σημερινού, Κυριάκου Μητσοτάκη: Η ΝΔ πρότεινε τότε σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου ευρείας κοινοβουλευτικής αποδοχής, αυτός να επιλέγεται απευθείας από το εκλογικό σώμα. Η εξαγγελία του κ. Μητσοτάκη για εκλογή του Προέδρου με μόνον 151 βουλευτές έρχεται σε αντίθεση με όσα ο ίδιος πριν λίγα χρόνια υποστήριζε. Επιπλέον παραβιάζει τις συνταγματικές προβλέψεις για το πώς διεξάγεται η αναθεώρηση και, πάνω από όλα, ευτελίζει τον θεσμό του Προέδρου. Παραβιάζει το άρθρο 110 του Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκε πρόσφατα, τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατίας (ΣτΕ) όσο και από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), γιατί η πρόταση του κινείται αντίθετα προς την κατεύθυνση που αποφάσισε η πρώτη Αναθεωρητική Βουλή. Αν η δεύτερη Αναθεωρητική Βουλή μπορούσε να αποκλίνει από την κατεύθυνση τούτη, θα παραβιαζόταν η απαίτηση του Συντάγματος για διάρκεια στη συναίνεση αναθεώρησης, που εξασφαλίζει η σύμπτωση της βούλησης των δύο Βουλών. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μία παρόμοια «λύση» παραβιάζει απολύτως τη θέληση του συντακτικού νομοθέτη, ο Πρόεδρος να είναι ευρύτερης αποδοχής και υπεράνω των κομματικών ανταγωνισμών, ώστε να μην αποτελεί υποχείριο ενός μόνον κόμματος, αλλά να μπορεί να επιτελεί το ρόλο του ως ρυθμιστής του πολιτεύματος.

ΕΡ: Ο κ. Μητσοτάκης προεκλογικά έλεγε ότι η συμφωνία των Πρεσπών δεν θα μπορεί να αλλάξει εάν υπογραφεί. Όμως βλέπουμε τον ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την κυβέρνηση για στροφή 180 μοιρών. Θεωρείτε ότι υπάρχει αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης σ΄ αυτό το θέμα;

ΑΠ: Θυμίζω ότι η ΝΔ δεν έλεγε απλώς ότι δεν μπορεί να αλλάξει η Συμφωνία εφόσον κυρωθεί. Την χαρακτήριζε επίσημα «εθνικά επιζήμια» ενώ ουκ ολίγα στελέχη της πλειοδοτούσαν σε αγοραίο πατριωτισμό μιλώντας για προδοσία και μειοδοσία. Τώρα αποκαλύπτεται η δημαγωγία της ηγεσίας της και η κυνική επιλογή της να διχάσει το λαό υποστηρίζοντας θέσεις που ούτε η ίδια πίστευε. Θα «εφαρμόσει και θα τιμήσει», όπως είπε πρόσφατα στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων η κυρία Μπακογιάννη κάτι που είναι εθνικά επιζήμιο; Εμείς καλωσορίζουμε την (εκούσα-άκουσα) αναγνώριση του θετικού ρόλου της Συμφωνίας των Πρεσπών από πολλά κυβερνητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένου και του υπουργού Άμυνας, που υπερβαίνει κατά πολύ την απλή αδυναμία ακύρωσης της Συμφωνίας.

Βέβαια, και στον τομέα αυτό συνεχίζεται η διγλωσσία -και η υποκρισία- της ΝΔ, πολλά στελέχη της οποίας αρνούνται ακόμη να χρησιμοποιήσουν το όνομα «Βόρεια Μακεδονία». H αντιφατική αυτή στάση αποδυναμώνει τη διπλωματική θέση της Ελλάδας, τους μοχλούς πίεσης προς τη γείτονα, αλλά και τις δυνατότητες προσέγγισης της. Απομειώνει, άλλωστε, και το σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο που αποκόμισε η χώρα από τη συμφωνία και το οποίο πρέπει να αναλωθεί εκεί που θα μετρήσει περισσότερο, στις σχέσεις με τον δύσκολο ανατολικό γείτονα μας.

ΕΡ: Η κατάσταση στα νησιά συνεχώς επιδεινώνεται λόγω του προσφυγικού. Πώς κρίνετε τη στάση της κυβέρνησης μέχρι στιγμής; Θεωρείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είχε ενεργήσει γρηγορότερα ή διαφορετικά έτσι ώστε να είχε παραδώσει μια άλλη κατάσταση;

ΑΠ: Αντίστοιχη αναγκαστική προσγείωση με αυτή των Πρεσπών διαπιστώσαμε και στο μεταναστευτικό, όπου η κυβέρνηση όψιμα ανακάλυψε ότι δεν φταίει η -δήθεν- πολιτική ανοικτών συνόρων του ΣΥΡΙΖΑ για την αύξηση των ροών, αλλά ότι αυτή εξαρτάται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις και την προσπάθεια εργαλειοποίησης τους από την Τουρκία. Χαρακτηριστικές είναι επ΄ αυτού και οι κυβερνητικές αντιφάσεις: στην αρχή, υποχωρώντας στην πίεση των τοπικών κοινωνιών που η ίδια υπέθαλψε, είχε εξαγγείλει την μη μεταφορά προσφύγων στην ενδοχώρα, για να ανακρούσει πρύμνα όταν ο αριθμός των προσφύγων στη Μόρια ξεπέρασε τις 10.000.

Το μεταναστευτικό/προσφυγικό είναι θέμα που δεν μπορεί να λυθεί από μία χώρα μόνο. Είναι το κατεξοχήν ευρωπαϊκό ζήτημα.

Η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει σαφώς να διαφοροποιηθεί από τη ρητορεία των αδερφών της κομμάτων περί «Ευρώπης-φρούριο» και να προωθήσει τη ριζική αναμόρφωση του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου, ούτως ώστε να μην είναι μόνον οι χώρες των συνόρων της ΕΕ αυτές που επωμίζονται όλο το βάρος της κρίσης. Και, βεβαίως, θα πρέπει να απέχει από κάθε ρύθμιση αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως η κατάργηση του δεύτερου βαθμού προσφυγών όσων ζητούν άσυλο.

ΕΡ: Οι εξελίξεις στο Κυπριακό είναι μάλλον δυσοίωνες όσον αφορά την πιθανότητα εξεύρεσης λύσης. Θεωρείτε ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα σύγκλισης όταν οι δύο πλευρές πλέον διαφωνούν ακόμα και στο προσχέδιο για τους όρους αναφοράς;

ΑΠ: Είναι αλήθεια ότι η πρόσφατη στάση της Τουρκίας δεν γεννά αισιοδοξία. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ξεκινήσουμε με βάση τα κεκτημένα του Κρανς Μοντανά. Η πολιτική της κυβέρνησής μας να αντιμετωπίσει το Κυπριακό πρωταρχικά ως ζήτημα παραβίασης του διεθνούς δικαίου οδήγησε για πρώτη φορά στη διεξαγωγή Διεθνούς Διάσκεψης για το Κυπριακό, με την παρουσία και της ΕΕ, και ανέδειξε την κατάργηση των εγγυήσεων και την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων ως θέμα αρχής, για εμάς αλλά και για τον ΟΗΕ και τη διεθνή κοινότητα. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, ιδιαίτερη σημασία έχει να διατηρήσει η κυβέρνηση (παραμερίζοντας κορώνες του παρελθόντος) ανοικτούς τους διαύλους επαφής με τη γείτονα, ενώ, παράλληλα, να παραμείνει σταθερά προσηλωμένη στην επανένωση της νήσου στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, ως τη μόνη δυνατή λύση.

ΕΡ: Θεωρείτε τελικά ότι θα δοθεί ημερομηνία για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων τον Οκτώβριο σε Βόρειο Μακεδονία και Αλβανία και ποια στάση θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας να κρατήσει η κυβέρνηση;

ΑΠ: Για την Βόρεια Μακεδονία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πρέπει να δοθεί ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, εφόσον και έχει προωθήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση ενσωμάτωσης του κοινοτικού κεκτημένου και υπερέβη τις σειρήνες του αλυτρωτικού εθνικισμού με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό όχι μόνον προς όφελος της ίδιας, αλλά και για να διατηρηθεί η αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι στο χέρι της Αλβανίας να δείξει ότι και αυτή σέβεται τις υποχρεώσεις υποψήφιας χώρας, ιδίως δείχνοντας το σεβασμό που επιβάλλει το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο ως προς τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας που ζει προαιώνια εκεί.

ΕΡ: Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια διαδικασία ανασυγκρότησης και διεύρυνσης. Μέχρι πού θα πρέπει να φτάνει αυτό το νέο σχήμα που προσδοκάτε να δημιουργηθεί χωρίς να κινδυνεύει να αλλοιωθεί το DNA του;

ΑΠ: Δεν έχω κανένα φόβο ότι η διαδικασία ανοίγματος μπορεί να καταλήξει σε απώλεια της ταυτότητας μας. Το αντίθετο συμβαίνει: όσο μαζικότερο γίνεται ένα κόμμα τόσο λαϊκότερο γίνεται, και η Αριστερά έχει νόημα ύπαρξης μόνον αν είναι στην υπηρεσία του λαού. Είναι αδήριτη ανάγκη να ενισχυθεί και να αναβαθμιστεί ποιοτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να εκφράσει το σύνολο της δημοκρατικής παράταξης, μέχρις τις παρυφές της συντηρητικής. Πρέπει να ανοίξει αποφασιστικά στην κοινωνία, αντιστοιχηθεί με τις ελπίδες που απέθεσαν στους ώμους μας οι ψηφοφόροι μας του 32%. Αλλά προσοχή! Δεν αρκεί γι΄ αυτό να αυξηθούν απλώς τα μέλη του. Πρέπει να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο κόμμα της Αριστεράς με τα χαρακτηριστικά που περιέγραψε αδρά ο Αλέξης Τσίπρας στη σχετική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής: Να γίνει κόμμα ακόμη πιο δημοκρατικό, νεανικό, πράσινο, εκφραστής της πληθυντικής προοδευτικής παράταξης. Όσοι, πάντως, περιμένουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα «εξημερωθεί» και θα αστικοποιηθεί μέσα από την διαδικασία αυτή είναι μακριά νυχτωμένοι. Δεν έχω κανένα φόβο για «πασοκοποίηση» του κόμματος. Άλλωστε κανείς, ούτε όσοι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, επιθυμούν την επιστροφή στο παρελθόν.

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading