Η ανάκαμψη από την πανδημία θα απαιτήσει γενναίες αποφάσεις

Η ανάκαμψη από την πανδημία θα απαιτήσει γενναίες αποφάσεις

 Ένταση των ήδη υφιστάμενων πιέσεων και υφεσιακών τάσεων στην παγκόσμια οικονομία τα επόμενα χρόνια, λόγω των «απόνερων» της πανδημίας του κορονοϊού CΟVID-19, αναμένει ο κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, καθηγητής Γρηγόρης Ζαρωτιάδης.

   Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, προσθέτει ότι η ανάκαμψη από αυτή την κρίση δεν αναμένεται να ακολουθήσει την πιο «βατή» διαδρομή ενός σεναρίου «V-shape», όπως συνέβη με προηγούμενες πανδημίες, καθώς η ανάπτυξη δεν θα έρθει με τη λογική του συμπιεσμένου ελατηρίου, δηλαδή δεν θα είναι ούτε εύκολη, ούτε γρήγορη και θα απαιτήσει γενναίες αποφάσεις.

   Εισηγείται τη δημιουργία ενός νέου «Μπρέτον Γουντς», ώστε οι βασικοί «παίκτες» στην έκδοση των ισχυρών νομισμάτων και στην αγορά χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων να καταλήξουν σε συμφωνία για έναν ισόρροπο, αναπτυξιακό πληθωρισμό, που θα επιτρέψει την ελεγχόμενη διόρθωση της χρηματοπιστωτικής φούσκας, παράλληλα με την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν στην παγκόσμια οικονομία, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο βίαιων διορθώσεων.

   Σημειώνει ότι η ΕΕ έχει εν μέσω της πανδημίας μια τελευταία ευκαιρία να επιβεβαιώσει την ανθεκτικότητά της και τον λόγο ύπαρξής της και εκτιμά ότι αν αυτή η κρίση δεν αντιμετωπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο, με γενναία μέτρα χαλάρωσης των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και «κόψιμο» χρήματος, τότε οι αναταράξεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα είναι μεγάλες και θα αυξηθεί ο διχασμός μεταξύ της «ορντολιμπεραλιστικής Γερμανίας» και των κυβερνήσεων Γαλλίας- Ιταλίας.

   Προτείνει «πάγωμα» των οφειλών και των νοικοκυριών προς το κράτος και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, για όσους μήνες διαρκέσει το lockdown, με παράλληλα μέτρα στήριξης των τραπεζών, εκτιμώντας ότι αν δεν ληφθούν τώρα κάποια ανακουφιστικά μέτρα, το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων θα ενσκήψει εντονότερο. Σημειώνει ότι στο πλαίσιο και της έναρξης της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027 χρειάζεται να υπάρξει άμεσα η κατάρτιση ενός νέου αναπτυξιακού νόμου, με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια για τις επενδύσεις.

   Οι επιπτώσεις θα προχωρήσουν πολύ πέρα από το 2020

   Ερωτηθείς αν εκτιμά ότι η ανάκαμψη από την πανδημία θα «αντιγράψει» τη διαδρομή των προηγούμενων αντίστοιχων κρίσεων (από την ισπανική γρίπη του 1918 μέχρι την ασιατική του H2N2 το 1958 κι από εκείνη του Χονγκ Κονγκ το 1968 μέχρι αυτή του SARS του 2002), που ακολουθήθηκαν από γρήγορη επιστροφή στην ανάπτυξη, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και εντός ενός έτους, ο καθηγητής απαντά: «Θεωρώ ότι δεν θα ανακάμψουμε γρήγορα, οι επιπτώσεις δεν θα περιοριστούν στο 2020 και ο βασικός λόγος δεν είναι η πανδημία καθεαυτήν, αλλά το γεγονός ότι εκδηλώθηκε σε ένα περιβάλλον που η παγκόσμια οικονομία παρουσίαζε ήδη υφεσιακές τάσεις, ανισορροπίες χρηματοπιστωτικές και στάσιμη εικόνα ως προς την ανισοκατανομή του εισοδήματος. Εκτιμώ ότι αυτή τη φορά δεν θα αρκέσει το φαινόμενο του συμπιεσμένου ελατηρίου για να επιστρέψει η παγκόσμια οικονομία σε μια φυσιολογική πορεία. Έχουμε λοιπόν διανύσει μια μακροχρόνια περίοδο επαναλαμβανόμενων κρίσεων, οι οποίες θα ενταθούν στα επόμενα χρόνια και λόγω της πανδημίας».

   Η τελευταία ευκαιρία της ενωμένης Ευρώπης και ο γερμανικός ορντολιμπεραλισμός

   Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά και ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Πώς θα πρέπει να αντιδράσουν οι Βρυξέλλες, δεδομένου ιδίως ότι η Γερμανία από τη μία πλευρά και η Γαλλία και η Ιταλία από την άλλη, πιέζουν για διαφορετικούς δρόμους ως προς την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας;

   «Η γνώμη μου είναι ότι η ΕΕ θα έχει μια τελευταία ευκαιρία να επιβεβαιώσει την ανθεκτικότητά της και τη σημασία του να συνεχίσει να υφίσταται. Χωρίς αλλαγή γραμμής πλεύσης και γενναία νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, ώστε η κρίση να αντιμετωπιστεί όχι μόνο εθνικά, αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο, οι αναταράξεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα είναι μεγάλες. Από τη μια έχεις τον ορντολιμπεραλισμό της Γερμανίας κι από την άλλη δύο από τους σημαντικότερους παίκτες της Ευρώπης, τη Γαλλία και την Ιταλία, που επιδιώκουν κινήσεις προς την άλλη κατεύθυνση. Πιστεύω ότι από εδώ και πέρα αυτό θα γίνει ακόμα πιο έντονο», εκτιμά.

   Κατά τον κ. Ζαρωτιάδη, χρειάζεται να δρομολογηθούν δύο κινήσεις σε επίπεδο ΕΕ, με γενναίες παρεμβάσεις και όχι με «μικρά» μέτρα: πρώτον, να υπάρξει ελάφρυνση των κοινοτικά επιβαλλόμενων περιορισμών στην άσκηση εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής (τα πλεονάσματα έχουν ήδη «παγώσει») και δεύτερον, να ληφθούν αποφάσεις σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής και αύξησης της προσφοράς χρήματος, «με όποιον τρόπο και αν συμβεί αυτό, με έκδοση κορονο-ομολόγου ή αλλιώς».

   Το στενό δημοσιονομικό «κοστούμι» και η πιθανή ευκαιρία

   Είναι αισιόδοξος ότι αυτές οι δύο κινήσεις όντως θα δρομολογηθούν; «Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος, ευελπιστώ ότι η κοινή λογική θα επικρατήσει. Αλλά επειδή κυρίαρχοι στο παιχνίδι είναι οι νεοφιλελεύθεροι και οι ορντολιμπεραλιστές, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου», σημειώνει, ενώ ερωτηθείς αν πιστεύει ότι η χαλάρωση των δημοσιονομικών υποχρεώσεων ενδέχεται τελικά να εξελιχθεί σε απρόσμενη ευκαιρία για την Ελλάδα, απαντά: «Θεωρώ ότι ήταν ιστορική ανοησία η πρόβλεψη προγράμματος δημοσιονομικών πλεονασμάτων ώς το 2060, το να φοράς σε μια χώρα ένα τόσο “στενό κοστούμι”, όταν όλο το περιβάλλον μεταβάλλεται συνέχεια. Στον βαθμό που δεν είναι υποκριτικό να το χαρακτηρίσουμε ευκαιρία, η χαλάρωση αυτού του κοστουμιού θα μπορούσε να δώσει στην Ελλάδα μια διεύρυνση περιθωρίων να διαχειριστεί καταστάσεις. Μένει να δούμε αν και πώς εμείς θα το αντιμετωπίσουμε όλο αυτό ορθά».

   «Πάγωμα» απαιτήσεων νοικοκυριών, αλλά και στήριξη τραπεζών για να μην προκύψει νέα γενιά «κόκκινων» δανείων

   Πώς μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να αντιμετωπίσει αυτή την κρίση πανδημίας που μετατρέπεται σε οικονομική κρίση, αν και οι Βρυξέλλες κάνουν ό,τι χρειάζεται, ως προς την παραχώρηση μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου; «Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία στηρίζεται τόσο στις υπηρεσίες (σ.σ. οι εξαγωγές υπηρεσιών υπερέβησαν το 2018 τις εξαγωγές εμπορευμάτων) δεν είναι μόνο μια βαθιά διαρθρωτική αδυναμία του οικονομικού μας μοντέλου, αλλά και μια τάση που εντάθηκε πρόσθετα στη μνημονιακή περίοδο, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την παραγωγική βάση της χώρας. Πρέπει να δούμε άμεσα πώς θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τον δημοσιονομικό χώρο που διεκδικούμε και την αύξηση της προσφοράς χρήματος, για να ενισχύσουμε την παραγωγική μας βάση», επισημαίνει.

   Εκφράζει δε την πεποίθηση ότι «χρειάζεται άμεσα -αλλά το τονίζω μόνο για τον άμεσο ορίζοντα- να δοθεί έμφαση στον τομέα των νοικοκυριών» για την τόνωση της ζήτησης. Σε πρώτη φάση λοιπόν, τονίζει, χρειάζεται να στοχεύσουμε άμεσα στο να υπάρξει συνολική παρέμβαση σε όλους τους τομείς που δημιουργούν ανελαστικές δαπάνες στα νοικοκυριά και εκεί να υπάρξει πάγωμα των απαιτήσεων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για όσο διάστημα διαρκεί το lockdown.

   «Το “πάγωμα” αυτό θα πρέπει να αφορά τόσο τις απαιτήσεις από το κράτος απέναντι στους πολίτες, όσο και τις απαιτήσεις δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών (ρεύμα, νερό, τηλεπικοινωνίες), αλλά και των απαιτήσεων των τραπεζών, για όσους μήνες διαρκεί το lockdown. Δεν αρκεί να υποστηριχθεί μια επιχείρηση που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, ούτε μόνο οι εργαζόμενοί της, επειδή οι αδυναμίες που προκύπτουν επηρεάζουν αλυσιδωτά το σύνολο. Χρειάζεται λοιπόν το “πάγωμα” να είναι συνολικό, με ταυτόχρονο πρόγραμμα συντονισμού προς διατήρηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος», λέει.

   Κληθείς να σχολιάσει, αν πιστεύει ότι οι τράπεζες, που ήδη «παλεύουν» με τα «κόκκινα» δάνεια, είναι σε θέση να αντέξουν ένα τέτοιο «πάγωμα», ο κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ αντιτείνει: «Μήπως θα έπρεπε το τραπεζικό σύστημα να αντιμετωπίσει τώρα την προκαλούμενη πιθανή αλυσιδωτή αντίδραση, για να μην επεκταθεί μετά το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων; Αν μετά το Lockdown οι δανειολήπτες αδυνατούν να πληρώσουν, δεν θα ενταθεί σημαντικά το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων; Ο τραπεζικός τομέας πρέπει φυσικά παράλληλα να στηριχθεί με μικρορρυθμίσεις, μέσω της ΤτΕ, είτε με διατραπεζικό δανεισμό, είτε με θεσμικές πολιτικές παρεμβάσεις».

   Να καταλήξουμε άμεσα σε νέο αναπτυξιακό νόμο

   Προσθέτει ότι παρότι η υπερτροφική εξέλιξη του τουρισμού είναι μια αδυναμία του οικονομικού μοντέλου της Ελλάδας, προφανώς δεν μπορούμε να αφήσουμε τον τουρισμό στο έλεος των εξελίξεων, αλλά πέρα από τη στήριξη του συγκεκριμένου κλάδου, χρειάζεται οπωσδήποτε να στηριχθεί η παραγωγική βάση.

   «Εχουμε μπροστά μας τη νέα προγραμματική περίοδο 2021-2027 και πρέπει να καταλήξουμε άμεσα σε νέο αναπτυξιακό νόμο, που θα λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις και θα δίνει ενισχύσεις όχι σαν δώρο, αλλά με απαίτηση πραγματικών επενδύσεων και με έμφαση στους κλάδους που θέλουμε να αναπτύξουμε. Πιστεύω πως οι τομείς που χρειάζεται να υποστηριχθούν κατά προτεραιότητα είναι τα τρόφιμα και η πρωτογενής παραγωγή, το διαμετακομιστικό εμπόριο, οι στοχευμένες υψηλής ποιοτικής ενσωμάτωσης μεταποιητικές δραστηριότητες, αλλά και οι δραστηριότητες τεχνολογίας αιχμής», λέει ο κ. Ζαρωτιάδης.

   Ο στόχος του ΠΔΕ δεν πρέπει να είναι η ανακύκλωση χρήματος για λίγα χρόνια

   Ποιον ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει στην ανάπτυξη το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και πώς πρέπει να αξιοποιηθούν τα κονδύλιά του, ώστε να πιάσουν τόπο; «Όταν μιλάμε για ΠΔΕ, το θέμα δεν είναι να υπάρχει για 3-4 χρόνια ανακύκλωση χρήματος. Το θέμα είναι να έχεις δημόσιες επενδύσεις, που ενώ τονώνουν τη συναθροιστική ζήτηση, την ίδια στιγμή που χρηματοδοτούν έργα συμβατά με την προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σε κλάδους που θέλουμε να αναπτύξουμε, όπως οι θαλάσσιες ή οδικές μεταφορές (σ.σ. ενδεικτικά ανέφερε τα έργα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ή αυτά που αποσκοπούν στη συνδεσιμότητας με τη Via Carpathia επί ελληνικού εδάφους) ή οι υποδομές αξιοποίησης των στερεών αποβλήτων της πρωτογενούς παραγωγής», τονίζει.

   Ένα Breton Woods νέου τύπου, για να μειωθεί το αναντίκρυστο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο

   Σημειώνει δε, ότι σε μια περίοδο που η πανδημία επιταχύνει εξελίξεις, χρειάζεται να ξαναδούμε «τη δυνατότητα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να αυτοαναπαράσσεται, σε σημείο που καταλήγει να είναι αναντίκρυστο». Σύμφωνα με ειδικούς όπως ο Paul Wilmott, λέει, το μέγεθος της αγοράς των χρηματοπιστωτικών παραγώγων υπολογίζεται σε 1,2 τετράκις εκατομμύρια δολάρια, ήτοι 20-25 φορές το μέγεθος του πραγματικού παραγωγικού πλούτου της παγκόσμιας οικονομίας.

   «Σε μια περίοδο που θα υπάρξουν τεράστιες ανάγκες επενδύσεων, μια λύση θα ήταν η δημιουργία ενός Breton Woods (Μπρέτον Γουντς) νέου τύπου, με τη συμμετοχή εκπροσώπων ισχυρών νομισμάτων και εταιρειών διαχείρισης χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που θα συμφωνούσαν όλοι μαζί σε έναν αναπτυξιακό, ελεγχόμενο, ισόρροπο παγκόσμιο πληθωρισμό. Να κόψουμε χρήμα δηλαδή, να αυξήσουμε την προσφορά χρήματος, που θα την κατευθύνουμε σε μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις, με θετικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο και χωρικά κατανεμημένα προς αντιμετώπιση των βαθαίνουσων ανισοτήτων. Με τον αναπτυξιακό πληθωρισμό αφενός θα ξεφουσκώσει η χρηματοπιστωτική φούσκα και αφετέρου θα τονωθούν οι αναπτυξιακές διεργασίες».

   Πόσο αισιόδοξος είναι ότι οι μεγάλοι αυτοί «παίκτες» θα ήταν πρόθυμοι να καθίσουν σήμερα σε ένα τέτοιο τραπέζι; «Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά ή θα πάμε σε μια τέτοια ελεγχόμενη διόρθωση είτε θα πάμε αργά ή γρήγορα σε βίαιες διορθώσεις» εκτιμά._

   Αλεξάνδρα Γούτα

©Πηγή: amna.gr

Loading