του Jason Rezaian (*)
Μετά τις επιθέσεις στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας, το περασμένο Σάββατο, οι ηγέτες του Ιράν βρίσκονται σε μια θέση που δεν έχουν συνηθίσει. Παρά την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η Τεχεράνη είναι έμμεσα ή άμεσα υπεύθυνη για τις επιθέσεις, λίγοι είναι εκείνοι που τάσσονται υπέρ μιας μαζικής στρατιωτικής απάντησης.
Αυτό μπορεί να εκλαμβάνεται από την Τεχεράνη ως νίκη. Όμως το παιχνίδι είναι πολύ επικίνδυνο και έχει πολλές άγνωστες παραμέτρους.
Την Τετάρτη το πρωί, ο πρόεδρος Τραμπ ανήγγειλε νέες κυρώσεις κατά του Ιράν. Οι ηγέτες της Τεχεράνης σήκωσαν τους ώμους και συνέχισαν να προετοιμάζουν την επόμενη κίνησή τους.
Η ιρανική ηγεσία ακολουθεί μια ριψοκίνδυνη, διπλή στρατηγική στην προσπάθειά της να οδηγήσει την Ουάσινγκτον ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Προσπαθεί να αποκτήσει μια καλύτερη θέση στην παγκόσμια σκακιέρα την ώρα που τα εσωτερικά της προβλήματα μεγαλώνουν λόγω των αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, η Τεχεράνη βρίσκεται πίσω από σχεδόν 100 επιθέσεις στη Σαουδική Αραβία. Πράγματι, οι αρχικές ενδείξεις ήταν ότι οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις είχαν πληγεί από τον βορρά, δηλαδή από το Ιράν ή από το Ιράκ. Στη συνέχεια, όμως, δορυφορικές φωτογραφίες έδειξαν ζημιές και στη δυτική πλευρά, κάτι που εμπλέκει την Υεμένη και τους αντάρτες Χούτι.
Το βέβαιο είναι πως η αμερικανική κυβέρνηση ήθελε να επιβάλει πρώτη το αφήγημά της. Η καταγγελία του Ιράν ήταν μια αρκετά αποτελεσματική στρατηγική για πολλά επεισόδια τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον δυσκολεύεται τώρα να πείσει τον υπόλοιπο κόσμο για τις ευθύνες της Τεχεράνης, παρόλο που το ιρανικό καθεστώς συνεχίζει τις προκλήσεις, λέει περισσότερα για την αξιοπιστία της Ουάσινγκτον παρά για την ενοχή του Ιράν.
Για τους ηγέτες της Τεχεράνης, η επίθεση – όποιος κι αν είναι από πίσω – αποφέρει μέχρι στιγμής μόνο κέρδη.
Πρώτον, αποδείχθηκε ότι η Σαουδική Αραβία είναι πολύ ευάλωτη σε επιθέσεις παρόλο που κατέχει μερικά από τα πιο σύγχρονα όπλα του κόσμου. Δεύτερον, οι επιφυλάξεις της διεθνούς κοινότητας έδειξαν ότι οι σύμμαχοι της Αμερικής δεν είναι διατεθειμένοι πλέον να την ακολουθούν τυφλά στις επιλογές της.
Ακόμη και οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας ήταν στην αρχή απρόθυμοι να κατηγορήσουν ευθέως το Ιράν για τις επιθέσεις. Τα αραβικά καθεστώτα του Κόλπου, που για χρόνια καλούσαν τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την ιρανική επιθετικότητα, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι το Ιράν μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι νόμιζαν στις οικονομίες τους και στην περιφερειακή σταθερότητα. Για τον λόγο αυτό, πορεύονται με μεγάλη προσοχή, καθώς γνωρίζουν ότι το Ιράν, που είναι η μεγαλύτερη χώρα στην περιοχή και δεν έχει τίποτα να χάσει, μπορεί πράγματι να αποδειχθεί η υπαρξιακή απειλή που φοβόντουσαν.
Η εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» που ακολούθησε η κυβέρνηση Τραμπ με την ενθάρρυνση των Αράβων και ισραηλινών ηγετών δεν μπόρεσε να μειώσει αυτή την απειλή. Μπορεί μάλιστα και να την αύξησε.
Η αντιπαράθεση μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας διαρκεί πολλά χρόνια και τον τελευταίο καιρό κλιμακώνεται. Αυτό ακριβώς ήθελε να αποφύγει ο Τραμπ.
Το Ιράν αντιμετωπίζει τη Σαουδική Αραβία ως επιτιθέμενη χώρα, ιδιαίτερα από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Πρίγκιπας Διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Τα τελευταία χρόνια, οι Σαουδάραβες διοχετεύουν χρήματα αι όπλα στις σουνιτικές περιοχές του Ιράν, σε μια προσπάθεια να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα.
Οι τελευταίες κινήσεις του Ιράν ρίχνουν απλώς φως σε αυτή την αντιπαράθεση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το Ιράν επιδιώκει πόλεμο με τη Σαουδική Αραβία. Οι δύο χώρες είναι γεωγραφικά τόσο κοντά, και τα ύδατα ανάμεσά τους έχουν τόσο μεγάλη στρατηγική σημασία, ώστε όλος ο πλανήτης θέλει να αποφύγει μια τέτοια σύγκρουση. Το Ιράν το ξέρει, όπως και η Σαουδική Αραβία. Το ερώτημα είναι αν το καταλαβαίνει και η σημερινή αμερικανική ηγεσία.
Ένας υψηλά ιστάμενος Αμερικανός αξιωματούχος μου είπε την περασμένη εβδομάδα ότι τόσο η Τεχεράνη όσο και το Ριάντ θέλουν να ξεκινήσουν συνομιλίες για να βγουν από το αδιέξοδο. Όμως ο χρόνος πιέζει.
Οι επιθέσεις του περασμένου Σαββάτου αποδεικνύουν για άλλη μια φορά ότι ουδείς μπορεί να αγνοήσει το Ιράν. Καλώς ή κακώς, η χώρα αυτή παίζει αποφασιστικό ρόλο για τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή.
(*) O Τζέισον Ρεζάιαν ήταν ανταποκριτής της Washington Post στην Τεχεράνη την περίοδο 2012-2016 και έμεινε 544 ημέρες στη φυλακή μέχρι την απελευθέρωσή του, τον Ιανουάριο του 2016
(Πηγή: Washington Post)
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ-ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Πρακτορείου.