Η επιστήμη του έρωτα: Πώς ο ερωτευμένος εγκέφαλος μοιάζει με τον εγκέφαλο ενός εθισμένου

Η επιστήμη του έρωτα: Πώς ο ερωτευμένος εγκέφαλος μοιάζει με τον εγκέφαλο ενός εθισμένου

Μπορεί οι άντρες να ερωτεύονται με τα μάτια και οι γυναίκες με τα αυτιά, ωστόσο ο ερωτευμένος εγκέφαλος ανεξαρτήτως φύλου έχει χαρτογραφηθεί από τους ειδικούς ως εθισμένος εγκέφαλος. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι μύθος ότι όλα τα συναισθήματα πηγάζουν από την καρδιά. Αυτό τουλάχιστον δηλώνει σε συνέντευξή του στο Πρακτορείο FM και στην εκπομπή της Τάνιας Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» ο καθηγητής Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας, επικεφαλής ερευνητής στο Πανεπιστήμιο «Μπικόκα» του Μιλάνου Αντώνιος Ντακανάλης. Έχουν γίνει πολλές έρευνες για να κατανοηθεί τι ακριβώς συμβαίνει στον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά των ερωτευμένων ανθρώπων. Οι εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται σε όσους είναι ερωτευμένοι είναι ίδιες με αυτές που ενεργοποιούνται σε όσους είναι εθισμένοι σε ουσίες, όπως τα ναρκωτικά και η κοκαΐνη. Ο έρωτας λειτουργεί σαν ένα ναρκωτικό για τον εγκέφαλο, εθίζοντας και εγείροντας μέσω ντοπαμίνης τα κέντρα ανταμοιβής. Δηλαδή, εκείνες τις δομές που μας κάνουν να νιώθουμε ευχαρίστηση, ενθουσιασμό και απόλαυση. Επιπλέον, η συμπεριφορά του ερωτευμένου μοιάζει με αυτή του εθισμένου. Ο ερωτευμένος άνθρωπος αλλάζει τις προτεραιότητές του, εστιάζει υπερβολικά και αφιερώνει πολύ χρόνο στο αντικείμενο του πόθου του. Το εξιδανικεύει, κάτι που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες παγίδες του έρωτα. Όταν δεν το βλέπει, παθαίνει σύνδρομο στέρησης και είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να πάρει τη «δόση» του έρωτά του, η οποία πολλές φορές προκαλεί και πόνο.

Η σεροτονίνη, που εντοπίζεται και στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, μας κάνει να σκεφτόμαστε συνέχεια τον άλλο. Η έλλειψή της προκαλεί ζήλια.

Τι σημαίνει όμως η φράση «έχουμε χημεία» για τους επιστήμονες; «Έχουμε δει ερευνητικά ότι στον οργανισμό παράγονται ουσίες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του συναισθήματος, συμπεριλαμβανομένου και του ερωτικού συναισθήματος. Διαπιστώνουμε δύο φάσεις: η πρώτη είναι ο έρωτας και η δεύτερη η αγάπη, που μπορεί να έρθει ή και να μην έρθει. Οι δύο αυτές φάσεις κυβερνώνται από συγκεκριμένες ουσίες. Στην πρώτη φάση, που είναι η φάση της έλξης και του έρωτα, τα επίπεδα της αδρεναλίνης και της κορτιζόλης εκτοξεύονται στο αίμα. Αυτό εξηγεί γιατί ιδρώνουμε, κοκκινίζουμε και αισθανόμαστε τα γόνατά μας κομμένα όταν πλησιάζουμε το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει. Όχι μόνο η παρουσία, αλλά και η ιδέα του άλλου, είναι ικανή να ενεργοποιήσει το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, πλημμυρίζοντας με ουσίες όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη όταν είμαστε ερωτευμένοι. Αυτές οι ουσίες προκαλούν ουσιαστικά την εφορία και τον ενθουσιασμό. Η ντοπαμίνη είναι η ουσία που καθορίζει το ερωτικό πάθος και η αίσθηση της ηδονής σχετίζεται με την ποσότητα ντοπαμίνης που παράγει ο οργανισμός. Η σεροτονίνη μας κάνει να σκεφτόμαστε συνέχεια τον άλλο και η έλλειψή της πυροδοτεί τη ζήλεια και τις εμμονές στα ζευγάρια.

Ο έρωτας διαρκεί από έξι μήνες έως 2,5 χρόνια. Πόσο γενετικά προκαθορισμένη είναι η απιστία;

Είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να ερωτευθούμε; Σε ποια συχνότητα και με ποια διάρκεια; Σύμφωνα με τον καθηγητή, ο έρωτας έχει χρονική διάρκεια: «Μπορεί να διαρκέσει από έξι μήνες έως δυόμιση χρόνια. Μετά περνάμε στη φάση της αγάπης, που ονομάζουμε φάση προσκόλλησης. Σε αυτή τη φάση υπάρχουν δύο σημαντικές ουσίες: η ωκυτοκίνη και η βαζοπρεσσίνη. Η ωκυτοκίνη είναι η ορμόνη της αγάπης και εκκρίνεται κατά τις στιγμές οικειότητας. Δηλαδή, όταν το ζευγάρι αγκαλιάζεται ή κοιτάζεται στα μάτια για πολύ ώρα και φυσικά κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Είναι η ίδια ορμόνη που εκκρίνεται κατά το θηλασμό και συμβάλλει στο να δημιουργηθεί δεσμός μεταξύ μάνας και παιδιού. Η βαζοπρεσσίνη έχει ρόλο στην ερωτική αφοσίωση και στην πίστη. Έρευνες τα τελευταία τρία χρόνια δείχνουν ότι μια γενετική διαφοροποίηση σε έναν υποδοχέα της βαζοπρεσσίνης έχει συσχετιστεί με το φόβο της δέσμευσης και την απιστία». Ο καθηγητής Ντακανάλης τονίζει ότι «εξελικτικά είναι το πιο ωραίο και έξυπνο τέχνασμα της φύσης για να μας βρει ένα ταίρι, έτσι ώστε να διαιωνίσουμε το είδος. Βάσει στατιστικών, ερωτευόμαστε δύο με τρεις φορές στη ζωή μας».

Loading

Play