του Gerald Baker (*)
Το τοπίο δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών. Δύο πρόσωπα όμως δείχνουν να ξεχωρίζουν.
Ο Τζο Μπάιντεν και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν κατρακυλούν και ελπίζουν σε μια θαυματουργή ανάκαμψη. Ο Πιτ Μπούτετζετζ και η Εϊμι Κλόμπουσαρ πάσχουν από τη σχετική τους ανωνυμία και την έλλειψη πόρων.
Οι δύο άνδρες που κυριαρχούν αυτή τη στιγμή στη μάχη, ο Μπέρνι Σάντερς και ο Μάικλ Μπλούμπεργκ δεν θα μπορούσε να έχουν μεγαλύτερη ιδεολογική απόσταση μεταξύ τους. Η άνοδός τους όμως – μαζί με αυτή του Ντόναλντ Τραμπ – αντανακλά με παράδοξο τρόπο τις σεισμικές αλλαγές στην αμερικανική πολιτική.
Η μάχη ανάμεσα στον Σοσιαλιστή (δηλαδή τον Σάντερς) και τον Δισεκατομμυριούχο (δηλαδή τον Μπλούμπεργκ) μοιάζει με το reality που προσέδωσε στον σημερινό πρόεδρο εθνική φήμη και πολιτικό πλούτο.
Δεν έχουν ασφαλώς πολλά κοινά σημεία πέρα από τα 78 τους χρόνια (γεννήθηκαν με διαφορά λόγων μηνών πριν και μετά την είσοδο της Αμερικής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και την εβραϊκή τους κληρονομιά, αφού και οι δύο κατάγονται από οικογένειες ανατολικοευρωπαίων μεταναστών. Το εντυπωσιακότερο κοινό τους χαρακτηριστικό όμως είναι ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν ήταν καν μέλη του κόμματος.
Ο Σάντερς εξελέγη επανειλημμένα στο Κονγκρέσο ως ανεξάρτητος. Αυτοαποκαλείται «Δημοκρατικός σοσιαλιστής» και παραμένει σε μεγάλο μέρος έξω από το κόμμα. Ο Μπλούμπεργκ έθεσε υποψηφιότητα για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης το 2001 από τις τάξεις των Ρεπουμπλικανών, στη συνέχεια ανεξαρτητοποιήθηκε και μόλις το 2018 γράφτηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα. Όπως υπενθυμίζουν οι επικριτές του, υποστήριξε τον υιό Μπους απέναντι στον Κέρι το 2004 και τον Τζον ΜακΚέιν απέναντι στον Ομπάμα το 2008.
Όποιος νικήσει θα αντιμετωπίσει φυσικά τον Ντόναλντ Τραμπ, για τον οποίο όταν έθεσε υποψηφιότητα το 2016 πολλοί δεν ήξεραν αν είναι καν Ρεπουμπλικανός.
Να αποτελεί άραγε σύμπτωση η ταυτόχρονη άνοδος τριών ηλικιωμένων ανδρών που απέκτησαν πρόσφατα πολιτικές ταυτότητες; Η δείχνει κάτι βαθύτερο για τον ταχύτατα μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής;
Πρώτα απ ’όλα, φαίνεται ότι η ανταμοιβή για τον οπορτουνισμό στην πολιτική δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη. Ο Μπόρις Τζόνσον θα μπορούσε θαυμάσια να είχε υποστηρίξει το Remain στο δημοψήφισμα του 2016. «Πέτα τις αρχές σου! Αφοσιώσου στο κόμμα σου!» είχε πει ο Ντισραέλι. Ο σημερινός κανόνας φαίνεται να είναι «Πέτα το κόμμα σου! Αφοσιώσου στο εγώ σου!»
Ένας άλλος παράγων είναι η γοητεία του καινούργιου. Φορώντας νέα πολιτικά ρούχα, οι τρεις άνδρες απαντούν στην ισχυρή επιθυμία του εκλογικού σώματος για κάτι καινούργιο. Το 2008 και το 2016, οι πρόεδροι Ομπάμα και Τραμπ νίκησαν υποψήφιους του κατεστημένου που βρίσκονταν στην Ουάσινγκτον για δεκαετίες.
Το σημαντικότερο μάθημα όμως είναι η διάβρωση της παραδοσιακής κομματικής ταυτότητας στην εποχή του λαϊκισμού. Καθώς οι παλιές οικονομικές παράμετροι της πολιτικής ταυτότητας δίνουν τη θέση τους σε ταυτότητες που στηρίζονται στις αξίες, τα συμβατικά πολιτικά κόμματα βλέπουν τον χαρακτήρα της υποστήριξής τους να αλλάζει. Oι λευκοί ψηφοφόροι χαμηλής μόρφωσης από εργατικά στρώματα ψηφίζουν συντηρητικά κόμματα, ενώ τα κεντροαριστερά κόμματα γίνονται καταφύγιο της μητροπολιτικών ελίτ, των μειονοτήτων και των μεταναστών.
Το 2016, ο Τραμπ προσείλκυσε τόσο παραδοσιακούς Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους επικεντρωμένους σε κοινωνικά θέματα όπως οι αμβλώσεις, όσο και αρκετούς παραδοσιακούς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους που είχαν απομακρυνθεί από το κόμμα τους λόγω του κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού και της αυταρέσκειας των ηγετών του και είχαν ανακαλύψει με έκπληξη έναν Ρεπουμπλικανό που υποστήριζε κυβερνητικά προγράμματα όπως το Medicare.
Η μάχη Σάντερς-Μπλούμπεργκ αντανακλά καλά αυτή τη δυναμική. Και οι δύο προσπαθούν να αποδείξουν την εγγύτητά τους με τους νέους ψηφοφόρους του κόμματος υπακούοντας σε αξίες που στηρίζονται στην ταυτότητα. Ο Σάντερς δίνει έμφαση σε πολυδάπανα προγράμματα ελπίζοντας να κερδίσει ξανά παραδοσιακούς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους,. Ο Μπλούμπεργκ πιστεύει ότι ο πραγματισμός του θα προσελκύσει κεντρώους Δημοκρατικούς που θέλουν να φύγει ο Τραμπ.
Σε μια εποχή που η πόλωση αυξάνεται, αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι όποιος κερδίσει τον Νοέμβριο θα το οφείλει σε έναν βαθμό στο ότι «έσπασε» τις παραδοσιακές κομματικές γραμμές.
(*) Ο Τζέραλντ Μπέικερ είναι αρθρογράφος των Τimes
(Πηγή: The Times)