Η εταιρική διακυβέρνηση, η βιώσιμη ανάπτυξη και οι επενδύσεις βρέθηκαν στο επίκεντρο εκδήλωσης που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εταιρικής Ευθύνης.
Σε σύντομο χαιρετισμό του, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ‘Αδωνις Γεωργιάδης, τόνισε: «Μας ενδιαφέρει να έχουμε ανάπτυξη κι επενδύσεις, γιατί αυτό αποτελεί όρο εθνικής επιβίωσης, αλλά σήμερα, εν έτει 2019, η ανάπτυξη και οι επενδύσεις δεν είναι όπως ήταν πριν μερικά χρόνια».
Ανάπτυξη, σύμφωνα με τον υπουργό, σημαίνει «δημιουργώ κάτι που μπορεί να έχει αποτύπωμα στο χρόνο, μπορεί να δέσει αρμονικά με το περιβάλλον και μπορεί να παρέχει αυτό που λέμε βιώσιμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, «δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς επιχειρήσεις που έχουν υψηλό αίσθημα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και που δεν αντιλαμβάνονται ότι μια επένδυση είναι πολλά περισσότερα από το “ πηγαίνω κάπου για να βγάλω χρήματα”. Διότι αν ήταν μόνο αυτό, σήμερα ο πλανήτης θα είχε ήδη καταστραφεί.
Το αντίθετο συμβαίνει. Ενώ αυξάνεται ο παγκόσμιος πληθυσμός, μπορούμε να επιβιώνουμε στον πλανήτη ακριβώς επειδή όλοι, κράτη, επιχειρήσεις και επενδυτές, συνειδητοποιούν τις ευθύνες τους».
Συνέχισε λέγοντας, πως «ως κυβέρνηση λέμε “ ναι” στις επενδύσεις, αλλά ακριβώς μέσα απ’ αυτό το πρίσμα. Και το τονίζω διότι η μεγαλύτερη κριτική που δέχθηκε από την αντιπολίτευση ο επενδυτικός νόμος “ Επενδύω στην Ελλάδα” που ψηφίσαμε προ 10ημέρου στη Βουλή, είναι ότι “ δήθεν κάνουμε εκπτώσεις ως προς τις περιβαλλοντικές μας ευαισθησίες”. Ουδέν αναληθέστερον, σας διαβεβαιώ. Αφ’ ενός διότι δεν το θέλουμε και αφ’ ετέρου διότι δεν θα μπορούσαμε να νομοθετήσουμε κάτι τέτοιο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, θέλουμε να δώσουμε στους επενδυτές την ευκαιρία να κινηθούν γρηγορότερα, να μην ταλαιπωρούνται από την γραφειοκρατία και να αδειοδοτούνται οι επενδύσεις τους με μεγαλύτερη ταχύτητα, αλλά όλα αυτά να ελέγχονται ότι γίνονται σύμφωνα με τα πρότυπα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με τους δικούς μας στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη».
Απ΄την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας Εμπορίου, Παναγιώτης Σταμπουλίδης, επεσήμανε ότι η ελληνική οικονομική κρίση ανέδειξε την ανάγκη αναμόρφωσης του αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας και έκανε πιο απαραίτητη τη συμβολή των επιχειρήσεων στην αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών.
«Η προσπάθεια επανόδου της χώρας στην αναπτυξιακή πορεία συνεχίζει να απαιτεί αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ της κοινωνίας των επιχειρήσεων και του δημόσιου τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτεία παρακινεί την κοινωνία των πολιτών να επιβραβεύουν τις επιχειρήσεις να υιοθετούν δράσεις εταιρικής υπευθυνότητας».
Στην ομιλία του ο κ. Σταμπουλίδης υπογράμμισε ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να αναπτύξουν και να εξελίξουν εσωτερικούς μηχανισμούς, με στόχο την ενσωμάτωση της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και υιοθέτηση κοινωνικών και περιβαλλοντικά υπεύθυνων διαδικασιών παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών.
Ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Κωνσταντίνος Αραβώσης, επεσήμανε στην ομιλία του ότι οι επιχειρήσεις έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο μέσω της κοινωνικής υπευθυνότητά τους για το κοινωνικό σύνολο. Όπως είπε, οι επιχειρήσεις, μέσα από προγράμματα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης αναπτύσσουν δράσεις που μπορούν να ωφελήσουν τόσο τις ίδιες όσο και την κοινωνία.
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εταιρικής Ευθύνης, Δημήτρης Μαύρος, από την πλευρά του, ανέφερε ότι η καλή εταιρική διακυβέρνηση είναι σημαντική για τις επιχειρήσεις αλλά και για την κοινωνία, καθώς αυξάνει την πίστη και την εμπιστοσύνη των πολιτών για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων. Πρόσθεσε επίσης, ότι οι υπεύθυνες επιχειρήσεις επιδεικνύουν καλύτερες οικονομικές επιδόσεις και επιπλέον ανακάμπτουν γρηγορότερα από την κρίση. Όπως είπε: «Αυτό αποτελεί και το πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των υπεύθυνων επιχειρήσεων».
Ο αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Εταιρικής Ευθύνης, Νίκος Αυλώνας, υπογράμμισε ότι τα τελευταία χρόνια και παρά την κρίση, παρατηρείται σημαντική αύξηση των εταιρειών που ενεργοποιούνται συστηματικά στην εταιρική υπευθυνότητα και χρησιμοποιούν διεθνή εργαλεία και ratings όπως ο CR Index.
Επίσης, παρουσίασε τα αποτελέσματα ετήσιας έρευνα στην Ελλάδα του Κέντρου Αειφορίας (CSE).
Αναλυτικότερα, οι 90 εταιρείες που μελετήθηκαν και εκδίδουν έκθεση εταιρικής υπευθυνότητας, στο σύνολό τους απασχολούν περισσότερους από 170 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ ο κύκλος εργασιών τους ξεπερνά το 25% του ΑΕΠ της χώρας. Παρόλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων και της ηγεσίας τους δεν είναι ενεργό στην υιοθέτηση πρακτικών και standards που σχετίζονται με την εταιρική υπευθυνότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι η εταιρική υπευθυνότητα όταν γίνεται στρατηγικά και στοχοθετημένα, βοηθάει τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς να δεσμευτούν δημόσια και να δηλώνουν με διαφάνεια τον τρόπο με τον οποίο επιστρέφουν αξία στην κοινωνία μέσα στην οποία δραστηριοποιούνται. Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις αυτές έχουν κατά μέσο όρο ένα καλύτερο εργασιακό περιβάλλον, επενδύουν περισσότερο στις τοπικές κοινωνίες, έχουν θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και έχουν πελάτες που τις προτιμούν για τις αξίες τους.
Εξίσου σημαντική εμφανίζεται και η τάση στην οποία οι εταιρείες αναζητούν μετρήσιμα αποτελέσματα για το κοινωνικό τους αποτύπωμα, είτε μέσω μελετών του κοινωνικο-οικονομικού τους αποτυπώματος, είτε μέσω της μεθοδολογίας SROI (για τη μέτρηση της κοινωνικής αξίας που δημιουργούν συγκεκριμένα προγράμματα των εταιρειών).
Κι ενώ κάποιοι κλάδοι είναι περισσότερο ενεργοί στα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα οι κλάδοι της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και της υγείας, κάποιοι άλλοι, παρότι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για την ελληνική οικονομία, δεν έχουν κινητοποιηθεί ιδιαίτερα. Ο τουριστικός κλάδος, παρόλο που δείχνει να αντιδρά θετικά, δεν έχει υιοθετήσει στην πλειονότητά του ολοκληρωμένες στρατηγικές και διεθνή standards, αλλά και ο ναυτιλιακός δεν έχει αντίστοιχα κινητοποιηθεί ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της δημοσιοποίησης στοιχείων μέσω εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας.