του Jean Pisani – Ferry (*)
Η νέα πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει βάλει σκοπό να οικοδομήσει μια «γεωπολιτική Επιτροπή», στην υπηρεσία μιας πιο στρατηγικής Ευρώπης. Το έργο της δεν θα είναι εύκολο.
Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αυτό που ο οικονομολόγος Αντρέ Σαπίρ είχε αποκαλέσει μια «κατακερματισμένη δύναμη». Δύναμη, αφού από την άποψη των κανόνων, του ανταγωνισμού ή του διεθνούς εμπορίου η Ευρώπη μπορεί να επιβάλει τις προτιμήσεις της, να υποχρεώσει τις πολυεθνικές να επιστρέψουν παράνομα κέρδη και να διαπραγματευθεί εμπορικές συμφωνίες ως ίσος προς ίσο. Δύναμη όμως κατακερματισμένη, αφού οι δυνατότητές της δεν ασκούνται με ολοκληρωμένο τρόπο.
Για ένα διάστημα, αυτός ο κατακερματισμός βόλευε: επέτρεπε στην Ένωση να ασκεί μια παγκόσμια επιρροή χωρίς να αναλαμβάνει τις ευθύνες αυτής της ηγεσίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεναν ο εγγυητής της οικονομικής τάξης, με τα ανάλογα προνόμια (συχνά εξωφρενικά) και υποχρεώσεις: εκείνες έπρεπε να παίξουν τον ρόλο του αρχιτέκτονα του συστήματος, του εισαγωγέα έσχατης ανάγκης, του δανειστή έσχατης ανάγκης και, συχνά, του χωροφύλακα.
Δύο ιστορικοί της οικονομίας, ο Αμερικανός Τσαρλς Κίντλμπεργκερ και ο Βρετανός Ανταμ Τουζ, έδειξαν πόσο ήταν σημαντικοί αυτοί οι ρόλοι, αλλά και πόσο δύσκολο ήταν για την Ουάσινγκτον να τους αναλαμβάνει. Οι Αμερικανοί ηγέτες όμως είχαν συμπεράνει ότι όσους περιορισμούς κι αν είχε η συμμόρφωση με τους κανόνες του συστήματος, ήταν ο καλύτερος τρόπος να επεκτείνουν τη σφαίρα επιρροής τους και να εξασφαλίζουν την ευημερία της χώρας τους.
Η Ευρώπη, από την πλευρά της, ήταν ευχαριστημένη με την αμερικανική ηγεσία. Δεν ενδιαφερόταν να αμφισβητήσει την ηγεμονία του δολαρίου. Δεν είχε μεγάλες διπλωματικές φιλοδοξίες. Ενέτασσε την οικονομική της δύναμη σε ένα πολυμερές καθεστώς που καθόριζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Το σύστημα αυτό έχει γίνει κομμάτια και δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι θα αναγεννηθεί μετά την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί δεν πιστεύουν πλέον ότι η συμμετοχή της Κίνας στην παγκόσμια τάξη θα οδηγήσει στη σύγκλισή της με το δυτικό μοντέλο. Τα δύο στρατόπεδα θεωρούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σκεφτούν περισσότερο το δικό τους συμφέρον και να μην το θυσιάσουν στην ευημερία του πλανήτη. Στο ζήτημα της Κίνας, βέβαια, δεν συμφωνούν. Οι μεν θέλουν να επιβληθούν κυρώσεις, οι δε να ανακοπεί η άνοδός της. Άλλοι είναι υπέρμαχοι των τελωνειακών δασμών και άλλοι θέλουν να χρησιμοποιηθούν άλλα όπλα. Όλοι όμως μοιράζονται την ίδια κόπωση της ηγεσίας.
Για την Ευρώπη, η αφύπνιση είναι ιδιαιτέρως βίαιη: βρίσκεται ξαφνικά σε έναν κόσμο όπου οι κυριότεροι πρωταγωνιστές – ΗΠΑ και Κίνα – δεν κάνουν διάκριση, όπως εκείνη, ανάμεσα στη γεωπολιτική και την οικονομία. Όπως έδειξε η περίπτωση του Ιράν, η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί ανερυθρίαστα τον κεντρικό ρόλο του δολαρίου και της Γουολ Στριτ για να επιβάλει μονομερώς τις γεωστρατηγικές της προτιμήσεις. Και το Πεκίνο χρησιμοποιεί τις οικονομικές του δυνατότητες ως όπλο για την επιβολή της πολιτικής του στην κεντρική Ασία, στην Αφρική, ακόμη και στην ΕΕ.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει λοιπόν δίκιο. Πρέπει όμως να προχωρήσει σε έναν τριπλό μετασχηματισμό: μια πολιτισμική αλλαγή, μια οργανωτική μετάλλαξη και μια λειτουργική ανακατάταξη.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, η ΕΕ πρέπει να ανακτήσει την οικονομική κυριαρχία. Δεν μπορεί να οχυρωθεί πίσω από τα σύνορά της ούτε να αποκοπεί από την Κίνα. Θα ήταν ένα δραματικό λάθος. Δεν πρέπει όμως ούτε να πάψει να υπερασπίζεται την πολυμέρεια, που αποτελεί μέρος του γενετικού της κώδικα. Πρέπει να προσδιορίσει το συμφέρον της με τρόπο που δεν είναι αποκλειστικά οικονομικός.
Οργανωτικά, η κυριαρχία του δικαίου και η δομή της Επιτροπής ευνοούν τον κατακερματισμό στον οποίο αναφερόταν ο Σαπίρ. Δεν είναι εύκολο να τερματιστεί αυτή η πρακτική, καθώς η Ευρώπη δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως ένα κράτος. Θα ήταν λάθος, για παράδειγμα, να ενταχθεί η πολιτική του ανταγωνισμού, που είναι ένα από τα μεγάλα ατού της Ευρώπης, σε μια βιομηχανική πολιτική που κανείς δεν ξέρει το περιεχόμενό της. Από την άλλη πλευρά, όταν εξετάζει μια περίπτωση ανταγωνισμού, η Κομισιόν πρέπει να γνωρίζει τις πιθανές επιπτώσεις της στον τομέα της ασφάλειας και να τις συνυπολογίζει στις αποφάσεις της.
Λειτουργικά, τέλος, η ΕΕ χρειάζεται καινούργια εργαλεία. Σήμερα, για παράδειγμα, δεν μπορεί να αντιταχθεί σε μια άμεση ξένη επένδυση σε μια χώρα-μέλος, ακόμη κι αν αυτή η επένδυση παρέχει πρόσβαση σε όλη την εσωτερική αγορά. Πρέπει να μπορεί να το κάνει με μια ενισχυμένη πλειοψηφία. Τα πράγματα πρέπει επίσης να αλλάξουν και στη νομισματική πολιτική: η διεθνής χρήση του ευρώ περιορίζεται από την απουσία συμφωνιών που επιτρέπουν τη χορήγηση ρευστότητας σε ευρώ σε χρηματοπιστωτικούς θεσμούς τρίτων χωρών.
Η οικονομική κυριαρχία εξαρτάται από τη διάθεση, τις διαδικασίες και τα εργαλεία. Και στα τρία επίπεδα, η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει. Γιατί ο κόσμος δεν θα μας περιμένει.
(*) Ο Ζαν Πιζανί-Φερί είναι καθηγητής οικονομίας στη Sciences-Po, στο Hertie School του Βερολίνου και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας
(Πηγή: Le Monde)