Η εξέλιξη της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής με επίκεντρο τους δασμούς και τη σχέση τους με την πολιτική εξουσία. Ενώ η πολιτική των δασμών φέρνει στην επιφάνεια τις αντιπαραθέσεις μεταξύ φίλων και επικριτών του Τραμπ, πολλοί αναμένουν από το Κογκρέσο να επανεξετάσει τον ρόλο του στις εμπορικές σχέσεις. Ιστορικά, οι περισσότεροι γερουσιαστές και αντιπρόσωποι έχουν τάξει την υποστήριξή τους υπέρ των υψηλών δασμών, ενάντια στην ελεύθερη αγορά. Ο οικονομολόγος και ιστορικός Marc Levinson, σε άρθρο του στο Bloomberg, υποστηρίζει ότι το Κογκρέσο είναι απίθανο να υπερασπιστεί μια πιο ανοιχτή αμερικανική οικονομία, καθώς η ιστορία των δασμών ξεκινάει από την ίδρυση του πρώτου Κογκρέσου το 1789.
Το Σύνταγμα εξουσιοδότησε τη φορολόγηση των εισαγωγών με σκοπό τη χρηματοδότηση του κράτους και την προστασία των εγχώριων παραγωγών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μπότες, οι οποίες υποχρεώθηκαν σε επιπλέον δασμούς, γεγονός που τις καθιστούσε λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με αυτές που κατασκευάζονταν εγχώρια. Οι δασμοί υπήρξαν η κύρια πηγή εσόδων για την κυβέρνηση, αν και ο υπουργός Οικονομικών Αλεξάντερ Χάμιλτον θεώρησε ότι δεν ήταν αρκετοί.
Κατά τον 19ο αιώνα, οι δασμοί αποτελούσαν πολιτικό εργαλείο για τους νομοθέτες, που τους χρησιμοποιούσαν για να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα των εκλογικών τους περιφερειών. Η αλλαγή αυτή συνεχίστηκε με τον Νόμο περί Αμοιβαίων Εμπορικών Συμφωνιών του 1934, που μείωσε τους δασμούς, δίνοντας μεγαλύτερη εξουσία στον πρόεδρο. Σήμερα, οι εμπορικές συμφωνίες περιλαμβάνουν περίπλοκα κείμενα και απαιτούν την έγκριση του Κογκρέσου, αλλά ο εκτελεστικός κλάδος διατηρεί τον έλεγχο των εμπορικών πολιτικών.
Πηγή περιεχομένου: in.gr