Η έκθεση στην εξωτερική νυχτερινή φωτορύπανση μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ σε άτομα ηλικίας κάτω των 65 ετών, περισσότερο από άλλους παράγοντες κινδύνου. Αυτή είναι η βασική διαπίστωση έρευνας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Frontiers in Neuroscience».
Η μελέτη, υπό την καθοδήγηση της αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Rush, Ρόμπιν Βόιτ-Ζουβάλα, περιλάμβανε ανάλυση χαρτών φωτορύπανσης από 48 πολιτείες των ΗΠΑ. Οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν τις πολιτείες σε πέντε ομάδες με βάση την νυχτερινή ένταση φωτός και ενσωμάτωσαν ιατρικά δεδομένα που σχετίζονται με την Αλτσχάιμερ.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, η εμφάνιση της νόσου συσχετίζεται πιο έντονα με τη νυχτερινή φωτορύπανση σε σύγκριση με άλλους παράγοντες όπως η κατάχρηση αλκοόλ, η χρόνια νεφρική νόσος, η κατάθλιψη και η παχυσαρκία. Αντίθετα, οι παράγοντες που συσχετίστηκαν πιο έντονα με την Αλτσχάιμερ ήταν ο διαβήτης, η υψηλή αρτηριακή πίεση και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Για άτομα κάτω των 65 ετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η υψηλότερη νυχτερινή ένταση φωτός σχετίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ από οποιοδήποτε άλλο παράγοντα κινδύνου που εξετάστηκε. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι οι νεότεροι άνθρωποι μπορεί να είναι πιο ευαίσθητοι στις επιπτώσεις της νυχτερινής έκθεσης στο φως.
Αν και η παρούσα μελέτη δεν εξετάζει τις επιδράσεις του φωτός στο εσωτερικό των σπιτιών, οι ερευνητές εκτιμούν ότι και αυτή η έκθεση μπορεί να είναι εξίσου σημαντική με την εξωτερική. Επισημαίνουν ότι το μπλε φως έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στον ύπνο, επομένως η χρήση φίλτρων μπλε φωτός, η προσφυγή σε ζεστό φωτισμό και η εγκατάσταση ροοστάτη θα μπορούσαν να μειώσουν άμεσα την έκθεση στο φως.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η μελέτη διεξήχθη σε ένα υποσύνολο του πληθυσμού των ΗΠΑ και ότι οι συνθήκες διαβίωσης μπορεί να διαφέρουν, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.frontiersin.org/journals/neuroscience/articles/10.3389/fnins.2024.1378498/full