Η αναδρομή στο EBM και την επιρροή του στη μουσική σκηνή από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα. Μία από τις πιο συχνές ερωτήσεις που τίθενται στη dark μουσική σκηνή είναι: πώς χορεύεται το EBM; Αν και η απάντηση μπορεί να φαίνεται προφανής σε κάποιους, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Ξεκινώντας από την Γερμανία, το Ντίσελντορφ τη δεκαετία του ’70 ήταν το επίκεντρο του μουσικού πειραματισμού. Εκεί, οι Kraftwerk, παρά την κυριαρχία τους στην ηλεκτρονική μουσική, θεωρούνταν uncool από τους νέους καλλιτέχνες που διαμόρφωναν το EBM. Ο Robert Görl, μέλος των DAF, περιγράφει την κατάσταση: Θεωρούσες τον εαυτό σου το αντίθετο από αυτούς.
Το EBM χαρακτηρίζεται από ένα σκληρό, μυώδη και έντονα σωματικό ήχο, που αναδύθηκε μέσα από την ανάγκη για καινοτομία και ανατροπή των προϋπαρχουσών μουσικών σχημάτων. Αυτή η νέα μουσική έκφραση περιλάμβανε στοιχεία από synth-pop και industrial, με στόχο να προσφέρει μία διαφορετική εμπειρία στους ακροατές. Ο Thomas Lüdke, μέλος του συγκροτήματος Invisible Limits, το αποκαλεί: Σαν τους Depeche Mode, αλλά διαβολεμένοι.
Η επιρροή του EBM διατηρείται και στις μέρες μας, με σύγχρονους DJs όπως η Helena Hauff και η Nina Kraviz να εκφράζουν τη δυναμική του ήχου. Ο Jürgen Engler των Die Krupps σημειώνει ότι δεν υπήρχε παρελθόν για αυτό το είδος μουσικής, υπογραμμίζοντας τη δημιουργική ελευθερία που προσέφεραν τα synthesizers.
Καθώς οι DAF έγιναν δημοφιλείς τη δεκαετία του ’80, ο Görl θυμάται: Πάντα λέγαμε ότι θέλουμε να σας κάνουμε να ιδρώσετε. Αυτή η διακαής επιθυμία για σωματική και ψυχική εμπειρία συνόδευε τις συναυλίες, οι οποίες συχνά προκαλούσαν σάλο μεταξύ του κοινού. Μας ρωτούσαν αν είμαστε Ναζί, λέει ο Görl, αντανακλώντας τη μιλιταριστική αισθητική που υιοθέτησαν κάποιες μπάντες της εποχής.
Το EBM έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της techno και επηρεάζει τη μουσική παραγωγή μέχρι σήμερα, δείχνοντας ότι η επιρροή της δεκαετίας του ’80 είναι ακόμα ζωντανή και ενεργή στη σύγχρονη σκηνή.
Πηγή περιεχομένου: in.gr