του Rafa de Miguel (*)
O Ντέιβιντ Κόρμπιν και η Ναόμι Λάβντεϊ γνωρίστηκαν σε μια από τις εκδηλώσεις που οργάνωσε η βάση του Εργατικού Κόμματος στο Λονδίνο για να υπερασπιστεί την ισπανική Δημοκρατία απέναντι στον Φράνκο. Ογδόντα χρόνια μετά, ο γιος τους Τζέρεμι Κόρμπιν θα προσπαθήσει να αποδείξει ότι στην εποχή του Brexit και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η ιδεολογία εξακολουθεί να κυριαρχεί επί των προσώπων, η ουσία επί της προπαγάνδας και η κομματική πίστη επί της συλλογικής αποκομματικοποίησης.
Ο Κόρμπιν δεν απολαμβάνει πλέον τη δημοτικότητα, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, που τον εκτόξευσε στην ηγεσία της Αριστεράς το 2015. Και ο παράγων της έκπληξης, η καταγγελία δηλαδή της λιτότητας που τον οδήγησε σε μια τιμητική δεύτερη θέση στις εκλογές του 2017, έχει εξαφανιστεί.
Ακόμη κι έτσι, όμως, είναι αποφασισμένος στα 70 του να κυνηγήσει την τελευταία ευκαιρία για να γίνει πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου. «Το πρόγραμμά μας είναι το πιο ριζοσπαστικό και φιλόδοξο των τελευταίων δεκαετιών», δήλωσε στις 21 Νοεμβρίου, εγκαινιάζοντας την προεκλογική του εκστρατεία. «Η απόδειξη είναι το μίσος των πλούσιων και των ισχυρών απέναντί μου. Και αυτό το μίσος με ικανοποιεί».
Τα χειροκροτήματα δεν ήταν ιδιαίτερα θερμά. Και ο ενθουσιασμός των φοιτητών που ήταν γύρω του έμοιαζε περισσότερο σκηνοθετημένος παρά αυθόρμητος.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν μείωση της διαφοράς των Εργατικών από τους Συντηρητικούς. Αλλά το γενικό κλίμα δεν τους ευνοεί. Το σημερινό σκηνικό είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο που επικρατούσε πριν από δύο χρόνια. Τότε, οι πολίτες είχαν αποδεχθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit και δεν περίμεναν κάτι από τον βετεράνο ηγέτη της Αριστεράς. Στο χάος που ακολούθησε, όμως, η αμφιλεγόμενη στάση του ηγέτη των Εργατικών έβλαψε την εικόνα του.
Με τη στήριξη των συνδικάτων, και φοβούμενο ότι θα χάσει τα φέουδα των Εργατικών όπου το Brexit θριάμβευσε στο δημοψήφισμα, το κόμμα έφτασε σε μια συναινετική λύση που θα εφαρμοζόταν σε διάφορες φάσεις. Αν κερδίσει τις εκλογές, υποσχέθηκε ο Κόρμπιν, θα διαπραγματευθεί με την ΕΕ μια νέα συμφωνία, πιο ευνοϊκή για τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές. Και σε έξι μήνες θα προκηρύξει νέο δημοψήφισμα, όπου οι πολίτες θα μπορέσουν να επιλέξουν ανάμεσα σε αυτή την πρόταση και την παραμονή στην ΕΕ. Στη διάρκεια της εκστρατείας για αυτό το δημοψήφισμα, ο Κόρμπιν και η κυβέρνησή του θα παραμείνουν ουδέτεροι.
«Είμαστε το κόμμα που υποστηρίζει την παραμονή στην ΕΕ. Είμαστε ένα φιλοευρωπαϊκό κόμμα, αποφασισμένο να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες και να μεταρρυθμίσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς», έλεγε τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Τομ Γουάτσον, δεύτερος στην ιεραρχία του κόμματος. Μαζί του ήταν και πολλά στελέχη του κόμματος που ζητούσαν μια πιο καθαρή θέση στο σοβαρότερο ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει το Ηνωμένο Βασίλειο τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλλά ο Γουάτσον δεν άντεξε. Και λίγο καιρό αργότερα ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την πολιτική. Όπως έκανε και η Λουτσιάνα Μπέργκερ, που είχε μπει στην πολιτική στην τελευταία φάση της εποχής Μπλερ αλλά δεν ανέχθηκε την παθητικότητα του Κόρμπιν απέναντι στις κατηγορίες για αντισημιτισμό.
Η μόνη δημοσκόπηση που έχει πραγματοποιηθεί με αντικείμενο τις έδρες δίνει στους Εργατικούς 211 βουλευτές, 32 λιγότερους από όσους έχει σήμερα. Όλοι περιμένουν λοιπόν να επαναληφθεί το σκηνικό του 1983, όταν την ηγεσία του κόμματος ανέλαβε ο Μάικλ Φουτ. Το εκλογικό του πρόγραμμα ήταν πιο μετριοπαθές από εκείνο του Κόρμπιν. Αλλά το κόμμα είδε την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση να μειώνεται στις εκλογές, στις 209 έδρες.
Παρ’ όλα αυτά, ο Κόρμπιν επιμένει ότι οι υποσχέσεις του για επανεθνικοποίηση του ηλεκτρισμού και των σιδηροδρόμων, καθώς και η αύξηση της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις, θα πείσουν το εκλογικό σώμα που έχει κουραστεί από τη λιτότητα και τις ανισότητες.
(*) Ο Ράφα ντε Μιγκέλ είναι ανταποκριτής της El País στο Λονδίνο
(Πηγή: El País)
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του πρακτορείου.