«Πρέπει να αποφορτίσουμε το σύστημα υγείας της χώρας μας, το οποίο είναι νοσοκομειοκεντρικό και να πάμε στα χαρακώματα της πρόληψης που είναι προτιμότερα από τα χαρακώματα της τελευταίας φάσεως. Και θα το αποφορτίσουμε εάν καταφέρουμε πολλά πράγματα που σχετίζονται με νόσους μάστιγες, όπως είναι ο διαβήτης, συμβάλλοντας στην καταπολέμησή τους, με βάση το περίφημο επίρρημα “εγκαίρως”, που αφορά και τη διάγνωση, αλλά και τον τρόπο ζωής. Και ο τρόπος ζωής είναι πολύ πριν πάει κανείς στο νοσοκομείο για να αντιμετωπίσει μια νόσο».
Τα παραπάνω ανέφερε ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας, σε ημερίδα που διοργάνωσε η Διαρκής Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων και ο πρόεδρός της Βασίλης Οικονόμου, με θέμα «ο νεανικός διαβήτης», στην αίθουσα Γερουσίας της Βουλής.
Όπως είπε ο κ. Τασούλας, η Διαρκής Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων απεφάσισε να δώσει λόγο και δημόσιο βήμα όχι μόνο στους γνώστες, τους γιατρούς δηλαδή, της αντιμετώπισης αυτής της μάστιγας, αλλά και σε εκείνους οι οποίοι δοκιμάζονται από αυτήν ή και σε εκείνους οι οποίοι συμπαρίστανται σε αυτή τη δοκιμασία, εις τρόπον ώστε αυτός ο δημόσιος διάλογος όλων των εμπλεκομένων, να αποφέρει λύσεις πρακτικές για την ανάσχεση του φαινομένου και την έγκαιρη αντιμετώπισή του.
Το Κοινοβούλιο, τόνισε, είναι ένας θεσμός από τον οποίο οι λόγοι εκφέρονται με σκοπό να γίνουν πράξεις. «Στόχος μας είναι τα γόνιμα και πρακτικά συμπεράσματα αυτής της ημερίδας, όσον αφορά την αντιμετώπιση αυτής της σοβαρής ασθένειας, να μετατραπούν σε πράξεις καταπολέμησής της, ελάττωσης της εμφάνισής της και διευκόλυνσης της ζωής όσων δοκιμάζονται από αυτήν».
Για την πρωτοβουλία συζήτησης υγειονομικών θεμάτων που αναλαμβάνεται για πρώτη φορά από την Βουλή, μίλησε ο Β. Οικονόμου, τονίζοντας ότι «η προσπάθειά μας εμφορείται σε όλη της την έκταση από την ανάγκη για μείωση της λεγόμενης “ασύμμετρης ενημέρωσης”, της κατάστασης εκείνης δηλαδή όπου οι ειδικοί επιστήμονες, διαθέτουν την γνώση και την εμπειρία, αλλά έχουν περιορισμένη δυνατότητα να τις επικοινωνήσουν και να τις μεταδώσουν στους ασθενείς, στους οικείους τους, στα κέντρα αποφάσεων και στην Πολιτεία».
Ο κ. Οικονόμου ανέφερε ότι η Πολιτεία πρέπει να σκύψει με υπευθυνότητα στα προβλήματά των ασθενών και να δεσμευτεί με αποφασιστικότητα στην εξάλειψη των εμποδίων και των στρεβλώσεων που χρονίως τους ταλαιπωρούν στην διαχείριση της νόσου τους. «Να τους εντάξουμε στα κέντρα αποφάσεων, να τους εκπαιδεύσουμε και να τους αποδεχτούμε ως ισότιμους συνεργάτες στον χειρισμό και την καθημερινή φροντίδα της νόσου τους, αλλά και να μάθουμε από αυτούς. Να ενδιαφερθούμε επιτέλους για την πρόληψη και την προαγωγή της Υγείας, για την ενημέρωση και την εκπαίδευση της οικογένειας στην μετάβαση προς ένα μοντέλο υγείας που θα απομακρύνεται από επικίνδυνες συμπεριφορές (κάπνισμα, κατάχρηση αλκοόλ, λιπών και υδατανθράκων κτλ) και θα υιοθετεί υγιεινά πρότυπα διαβίωσης. Δεν μπορούμε πλέον να κωφεύουμε και να στεκόμαστε ενεοί μπροστά στην παγκόσμια αλλά και ελληνική επιδημιολογική και κοινωνική μάστιγα του Σακχαρώδη Διαβήτη».
Όπως είπε, πάνω από 1 στους 10 συμπολίτες μας πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη και ο 1 στους 2 περίπου, το αγνοεί.
Οι 2 στους 3 ασθενείς βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία και συναντούν δυσκολίες κοινωνικές, οικονομικές και επαγγελματικές.
Το 80% των περιπτώσεων, όχι του νεανικού δυστυχώς, αλλά του διαβήτη Τύπου 2, θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής. Τραγικό έλλειμμα πρόληψης, αν αναλογιστούμε ότι στην Ευρώπη ο διαβήτης αποτελεί την 4η αιτία θανάτου, με 4 εκατομμύρια θύματα ετησίως.
Επισήμανε ότι 3.000 παιδιά και έφηβοί μας πάσχουν από νεανικό διαβήτη, στην πιο ευαίσθητη ηλικία του ανθρώπου και μάλιστα πολλές φορές η νόσος τους εισβάλλει αιφνίδια και βαρέως με τεράστια ψυχοσωματική επίπτωση στα παιδιά και στους γονείς τους.
Πρέπει να μιλήσουμε, επιτέλους, είπε ο κ. Οικονόμου, για προληπτικό και προσυμπτωματικό έλεγχο, για απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις απαραίτητες θεραπείες, για τις νέες τεχνολογίες στην υπηρεσία των σακχαροδιαβητικών και ιδίως των παιδιών, για την άρση των στιγμάτων και των κοινωνικών αποκλεισμών, είτε στα σχολεία είτε στους χώρους εργασίας, για κέντρα αριστείας στην αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη, για περαιτέρω ανάπτυξη διαβητολογικών ιατρείων, για επέκταση του ρόλου και του αριθμού των σχολικών νοσηλευτών και των νοσηλευτών της κοινότητας.
Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης, έκανε λόγο για μείζον θέμα δημόσιας Υγείας, τονίζοντας ότι στόχος όλων των εμπλεκομένων είναι η πρόσβαση των ασθενών στις απαραίτητες θεραπείες και η εξάλειψη της καθημερινής ταλαιπωρίας τους, με στόχο την βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Ο πρώην υπουργός Υγείας, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Ξανθός, ανέφερε ότι ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, τόσο για τις επιπτώσεις του στους ασθενείς, όσο και για τα συστήματα υγείας, λόγω κόστους, και υπογράμμισε την καθολική πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες. Αναφέρθηκε στις θεσμικές παρεμβάσεις που έγιναν επί των ημερών του, όπως η εξειδίκευση της διαβητολογίας, η ενσωμάτωση θεραπευτικών πρωτοκόλλων, η θέσπιση σχολικού νοσηλευτή, τονίζοντας ότι η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να τις διατηρήσει και να τις ενισχύσει.
Όπως προέκυψε από τις ομιλίες επιστημόνων και ασθενών, υπάρχουν κενά στην επιμόρφωση των γιατρών και έλλειψη ενημέρωσης για την ασθένεια σε γονείς, εκπαιδευτικούς και παιδιά. Αναφέρθηκε ότι οι μισοί ασθενείς, περίπου, δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από διαβήτη, πρόβλημα υπάρχει στην συμμόρφωση των ασθενών στην θεραπεία, ενώ ιδιαίτερη έμφαση, όπως τονίστηκε, πρέπει να δοθεί στην πρόληψη.