Ένας στους πέντε ασθενείς στις Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνει έναν «λογαριασμό έκπληξη» αφού υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, η οποία ωστόσο καλύπτεται από την ασφάλειά του, με το ποσό που ζητείται να καταβληθεί να ανέρχεται, κατά μέσο όρο, στα 2.000 δολάρια, σύμφωνα με μια έρευνα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η πρακτική αυτή σκιαγραφεί την αδιαφάνεια του αμερικανικού συστήματος υγείας, όπου είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζουν οι ασθενείς εκ των προτέρων τα ποσά που θα πρέπει να πληρώσουν από την τσέπη τους για τη θεραπεία τους, ακόμη και αν έχουν καλή ασφαλιστική κάλυψη. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους πολλοί υποψήφιοι για το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος στις προσεχείς προεδρικές εκλογές θέλουν να επανιδρύσουν το σύστημα υγείας ώστε το ομοσπονδιακό κράτος να καθορίζει από πριν τις τιμές.
Η έρευνα που δημοσιεύεται σήμερα στην επιστημονική επιθεώρηση Jama επικεντρώθηκε σε 350.000 ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε συνήθεις χειρουργικές επεμβάσεις (π.χ. μηνίσκος, υστερεκτομή, αορτοστεφανιαία παράκαμψη κ.α.). Οι ασφαλιστικές εταιρίες παρείχαν στους ερευνητές τα ποσά που χρέωσαν οι γιατροί και τα νοσοκομεία. Σε όλες τις περιπτώσεις οι γιατροί και τα νοσηλευτικά ιδρύματα ήταν ενταγμένοι στο δίκτυο που καλύπτονταν από τις ασφαλιστικές, κάτι που σημαίνει ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε προτιμησιακές τιμές, καθορισμένες εκ των προτέρων.
Ωστόσο, στο 20% των χειρουργικών επεμβάσεων προέκυψαν πρόσθετα κόστη επειδή χρειάστηκε η συμμετοχή κάποιου ειδικού ή προσώπου «εκτός δικτύου». Για παράδειγμα, ένας αναισθησιολόγος που δεν είναι υπάλληλος του νοσοκομείου αλλά παρέχει τις υπηρεσίες του σ’ αυτό, δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική εταιρεία. Κοστολογεί τη δουλειά του με την τιμή που ο ίδιος κρίνει και η ασφαλιστική εταιρεία καλύπτει μόνο το ποσό που θεωρεί εκείνη λογικό. Η διαφορά χρεώνεται στον ασθενή.
Κατά μέσο όρο οι ασθενείς κλήθηκαν να πληρώσουν 2.011 δολάρια.
Ορισμένες Πολιτείες έχουν περάσει νομοσχέδια για να καταργήσουν αυτήν την πρακτική, όμως σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν υπάρχει κανένας νόμος.